ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ (επ.), Λευκωσία, μια πόλη στη λογοτεχνία, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 432
ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗ
«Πουθενά δε βρήκα την ιστορία να πατά τόσο καταθλιπτικά το στήθος ενός τόπου όσο στην Κύπρο», γράφει ο Στρατής Μυριβήλης στα 1954, εποχή που, σήμερα, φαντάζει στα μάτια μας ειδυλλιακή και για το νησί και για τους ανθρώπους του...
Αν, λοιπόν, σκεφτούμε ότι από τότε κύλησε πάρα πολύ νερό κάτω από τις γέφυρες του Πεδιαίου, του ποταμού που διασχίζει τη Λευκωσία, τόσο πολύ που να έχει πια μετατραπεί σε έναν ξεροπόταμο, κι ότι στην εικοσαετία που μεσολάβησε απ’ όταν έγραφε τα λόγια αυτά ο Μυριβήλης η ιστορία υπήρξε όχι μονάχα καταθλιπτικότερη αλλά και εξόχως καταιγιστική στο βηματισμό της, δεν προκαλούν έκπληξη οι επιλογές του Κυριάκου Χαραλαμπίδη για τη συγκρότηση του ανά χείρας τόμου.
Ποιητής από τους σημαντικότερους (η τελευταία του ποιητική συλλογή Κυδώνιον μήλον κυκλοφόρησε το 2006 από την Άγρα), ανέλαβε το ρόλο του ανθολόγου της Λευκωσίας στη σειρά «Μια πόλη στη λογοτεχνία». Αντιμετωπίζοντας την πόλη ως ιστορικό παλίμψηστο, επέλεξε για την περιδιάβασή του σε αυτήν τα δρώμενα της ιστορίας, καθώς, όπως σημειώνει, «αυτά ουσιαστικά συγκροτούν τον πνευματικό ιστό της πόλης» (σ. 18).
Φυσικά, δεν είναι στους στόχους ούτε της σειράς ούτε του ανθολόγου η συγκρότηση κάποιας συμπιληματικής επίτομης ιστορίας της Κύπρου ή της Λευκωσίας. Με αυτό ως δεδομένο, αναφύεται το ερώτημα «ποια ιστορία;», αυτήν με κεφαλαίο ή με πεζό ιώτα; Σε αυτό το ερώτημα ο Κ. Χαραλαμπίδης δεν διστάζει να απαντήσει: επικαλούμενος όχι τόσο τη μνήμη όσο την «τέχνη της λήθης», συγκροτεί τη δική του, υπαρξιακή ματιά πάνω στην ιστορία, με ένα «επιλεκτικό ξεδιάλεγμα: τι αποτινάζουμε από πάνω μας και τι προκρίνουμε ως σταθερό και θεμελιακό για να συντηρεί την καρδιά και το πνεύμα» (σ. 19).
Με αυτό το κριτήριο, που είναι εξόχως προσωπικό (όχι όμως και αποκλειστικά προσωπικό), ο ποιητής μετατρέπεται σε έναν περιπατητή στους δρόμους και την ιστορία της πόλης. Στους τοίχους που φέρουν πάνω τους τα σημάδια του «μεγάλου πόνου» και της «περιπετειώδους ιστορίας της». Επιδιώκει σε αυτήν την περιδιάβαση να συγκρατήσει με το «απορημένο βλέμμα» του το ψυχογράφημα της πόλης, για τη σύνταξη του οποίου επικαλείται «στιγμιότυπα καθημερινής χρήσης», προκειμένου να συλλάβει κάτι από τον «χαρακτήρα και το ήθος των εποχών»...
Προκειμένου να χτίσει πάνω στα αλλεπάλληλα στρώματα της ιστορίας, που ξεκινάνε από την Λήδρα του Ονασαγόρα για να φτάσουν στη σημερινή εκτός τειχών και εκτός ορίων κοσμοπολιτική πρωτεύουσα, επιστρατεύει με τη μαστορική του κείμενα λογοτεχνίας στην ευρύτερη σημασία του όρου, δηλαδή τέχνης του λόγου «οπουδήποτε κι αν τη συναντάμε»: ποιήματα και διηγήματα, αποσπάσματα μυθιστορημάτων, χρονικά, αλλά και ιστορικές μελέτες, λαογραφικά κείμενα, επιφυλλίδες, διαλέξεις κ.λπ.
Η περιδιάβαση του Κ. Χαραλαμπίδη στην ιστορία της πόλης είναι στρωματογραφική. Ξεκινά με την «ονομάτων επίσκεψιν», την ονοματοδοσία της πόλης στα αρχαϊκά χρόνια, προχωρώντας και πλαταίνοντας τις επιλογές του με τις περιόδους της φραγκοκρατίας, της τουρκοκρατίας, της αγγλοκρατίας, για να οδηγήσει το αργό πια βήμα του στον 20ό αιώνα: από τον αντιαποικιακό αγώνα στις διακοινοτικές ταραχές και τον πόλεμο κι από εκεί στη σύγχρονη πολιτεία...
Όσο κι αν κάνει λόγο για την «ανόσια ωμότητα της ιστορίας» όμως, ο ανθολόγος δεν μιζάρει στον πόνο, δεν πέφτει στην παγίδα της ρητορικής του «δεν ξεχνώ». Για να ανακαλύψει κανείς τον πόνο των πραγμάτων και των ανθρώπων πρέπει να σκάψει πολλές φορές με το νύχι τους τοίχους, πολλά επιχρίσματα να βγάλει με υπομονή για να ακούσει τη φωνή τους...
Δεν πιστεύω πως θα είχε νόημα να αναρωτηθεί κανείς κατά πόσον η ανθολόγηση αυτή είναι «αντιπροσωπευτική», τόσο σε θεματικές και ιστορικά γεγονότα όσο και σε κείμενα και συγγραφείς. Ο Κ. Χαραλαμπίδης, θεωρώντας αναπάντητο το ερώτημα «ποιο πρόσωπο θα αναγνώριζε η πόλη ως δικό της», ευθύς εξαρχής κάνει ξεκάθαρο στον αναγνώστη ότι θα μιλήσει «για τη δικιά του Λευκωσία». Και αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της ανθολογίας...
Ο Σπύρος Κακουριώτης είναι δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου