Από το εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή
Κατά κοινή ομολογία, ο Μπερξονισμός του Ζιλ Nτελέζ (1925-1995) συνέβαλε καθοριστικά στην «έξοδο του Μπερξόν από το Καθαρτήριο» στο οποίο βρισκόταν επί δεκαετίες – σύμφωνα με τη διατύπωση του Εμμανουέλ Λεβινάς (1905-1995), μετά την ισχυρή επίδραση που άσκησε το έργο του κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, κυρίως κατά την περίοδο 1907-1914, δηλαδή από τη δημοσίευση της Δημιουργικής εξέλιξης μέχρι την έναρξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.
Αξίζει να επισημανθεί ότι ο Nτελέζ είναι ένας από τους ελάχιστους φιλοσόφους και μελετητές που αναμετρήθηκαν με επτά μεγάλους φιλοσόφους: Χιουμ, Nίτσε, Καντ, Μπερξόν, Σπινόζα, Φουκώ, Λάιμπνιτς (αναφέρονται με τη χρονολογική σειρά των βιβλίων που έγραψε γι’ αυτούς). Είναι καιρός, πιστεύω, να μεταφραστούν στα ελληνικά τα δύο βασικά έργα του, τα οποία είχε ολοκληρώσει προτού συναντήσει τον Φελίξ Γκαταρί και αρχίσει η κοινή συγγραφική τους παραγωγή – η οποία δεν εμπόδισε φυσικά τον Nτελέζ να συνεχίσει τη δική του προσωπική εργασία. Αναφέρομαι στο σημαντικότερο έργο του Διαφορά και επανάληψη (Différence et Répétition, Παρίσι, P.U.F., συλλογή «Épiméthée», 1968) και στη Λογική του νοήματος (Logique du sens, Παρίσι, Éditions de Minuit, συλλογή «Critique», 1969), που ώθησαν τον Μισέλ Φουκώ να εκφράσει τον ανυπόκριτο θαυμασμό του, δηλώνοντας ότι «μια μέρα, ίσως, ο αιώνας θα είναι ντελεζιανός».
Γιάννης Πρελορέντζος
H Eνόραση ως μέθοδος
Η Διάρκεια, η Μνήμη, η ζωτική Oρμή σηματοδοτούν τους μεγάλους σταθμούς της μπερξονικής φιλοσοφίας. Το αντικείμενο του ανά χείρας βιβλίου είναι ο καθορισμός της σχέσης μεταξύ των τριών αυτών εννοιών και της προόδου που προϋποθέτουν.
Η ενόραση είναι η μέθοδος του μπερξονισμού. Η ενόραση δεν είναι αίσθημα ούτε έμπνευση, συγκεχυμένη συμπάθεια, αλλά μια επεξεργασμένη μέθοδος και μάλιστα μια από τις πιο επεξεργασμένες μεθόδους της φιλοσοφίας. Έχει τους αυστηρούς κανόνες της, που αποτελούν αυτό που ο Μπερξόν αποκαλεί «ακρίβεια» στη φιλοσοφία. Είναι αλήθεια ότι ο Μπερξόν επιμένει στο εξής: η ενόραση, όπως την εννοεί μεθοδικά, προϋποθέτει ήδη τη διάρκεια. «Oι θεωρήσεις αυτές σχετικά με τη διάρκεια μας φαίνονταν αποφασιστικές. Βαθμιαία μάς ώθησαν να αναγάγουμε την ενόραση σε φιλοσοφική μέθοδο. Η ενόραση είναι άλλωστε μια λέξη την οποία διστάσαμε επί μακρόν να χρησιμοποιήσουμε». O Μπερξόν γράφει δε στον Χέφντινγκ [Höffding]: «Τη θεωρία της ενόρασης, στην οποία εστιάζετε το ενδιαφέρον σας πολύ περισσότερο απ’ όσο στη θεωρία της διάρκειας, τη συνήγαγα πολύ καιρό μετά από αυτήν».
Ωστόσο, το πρώτο και το δεύτερο έχουν πολλές σημασίες. Είναι βέβαιο ότι η ενόραση έρχεται δεύτερη χρονικά σε σχέση με τη διάρκεια ή τη μνήμη. Εάν όμως οι έννοιες αυτές δηλώνουν αφ’ εαυτών βιωμένες πραγματικότητες και εμπειρίες, δεν μας παρέχουν ακόμη κανένα μέσο για να τις γνωρίσουμε (με ακρίβεια ανάλογη με αυτήν της επιστήμης). Περιέργως, μπορεί κανείς να πει ότι η διάρκεια θα παρέμενε μόνο ενορατική, με τη συνήθη σημασία της λέξης, εάν δεν υπήρχε ακριβώς η ενόραση ως μέθοδος, με την καθαυτό μπερξονική έννοια του όρου. Είναι γεγονός ότι ο Μπερξόν βασιζόταν στη μέθοδο της ενόρασης για να εδραιώσει τη φιλοσοφία ως απολύτως «ακριβή» θεωρητικό κλάδο [discipline], εξίσου ακριβή στον τομέα της όσο είναι η επιστήμη στον δικό της τομέα, εξίσου προεκτάσιμη και μεταδόσιμη όσο η ίδια η επιστήμη. Και οι σχέσεις μεταξύ Διάρκειας, Μνήμης και ζωτικής Oρμής θα παρέμεναν οι ίδιες ακαθόριστες από τη σκοπιά της γνώσης, δίχως τον μεθοδικό μίτο της ενόρασης. Από όλες αυτές τις πλευρές, οφείλουμε να φέρουμε στο πρώτο πλάνο μιας παρουσίασης την ενόραση ως αυστηρή ή ακριβή μέθοδο.
Το γενικότερο μεθοδολογικό ερώτημα είναι το εξής: πώς η ενόραση, που δηλώνει προπάντων μια άμεση γνώση, μπορεί να αποτελεί μέθοδο, εφόσον η μέθοδος προϋποθέτει ουσιωδώς μία ή περισσότερες διαμεσολαβήσεις; O Μπερξόν παρουσιάζει συχνά την ενόραση ως απλό ενέργημα. Σύμφωνα μ’ αυτόν, όμως, η απλότητα δεν αποκλείει μια ποιοτική και δυνητική πολλαπλότητα, διάφορες κατευθύνσεις ενεργοποίησης. Με αυτή την έννοια, η ενόραση προϋποθέτει μια πολλαπλότητα εκδοχών, απαραμείωτες πολλαπλές όψεις. O Μπερξόν διακρίνει ουσιωδώς τρία είδη ενεργημάτων, τα οποία προσδιορίζουν κανόνες της μεθόδου: ο πρώτος αφορά στη θέση και τη δημιουργία των προβλημάτων, ο δεύτερος στην ανακάλυψη των αληθινών διαφορών φύσεως και ο τρίτος στη νοητική σύλληψη [appréhension] του πραγματικού χρόνου. Μπορούμε να ξαναβρούμε την απλότητα της ενόρασης ως βιωμένου ενεργήματος, για να απαντήσουμε στο γενικό μεθοδολογικό ερώτημα, δείχνοντας πώς περνά κανείς από το ένα νόημα στο άλλο και ποιο είναι το «θεμελιώδες νόημα».
ΠΡΩΤOΣ ΚΑNONΑΣ: Nα μεταφέρουμε τον έλεγχο του αληθούς και του ψευδούς στα ίδια τα προβλήματα, να καταγγέλλουμε τα ψευδοπροβλήματα, να συμφιλιώνουμε την αλήθεια και τη δημιουργία στο επίπεδο των προβλημάτων.
Πράγματι, όταν πιστεύουμε ότι το αληθές και το ψευδές αφορούν μόνο στις λύσεις, αρχίζουν μόνο με τις λύσεις, έχουμε άδικο. Η προκατάληψη αυτή είναι κοινωνική (διότι η κοινωνία και η γλώσσα που μεταδίδει τις επιταγές της μας «δίνουν» έτοιμα προβλήματα, σαν να βγήκαν από τους «διοικητικούς χαρτοφύλακες της πολιτείας» και μας επιβάλλουν να τα «επιλύσουμε», αφήνοντάς μας ισχνό περιθώριο ελευθερίας). Ακόμη χειρότερα, η προκατάληψη είναι παιδιάστικη και σχολική· ο δάσκαλος είναι αυτός που «δίνει» προβλήματα και το χρέος του μαθητή συνίσταται στην ανακάλυψη της λύσης τους. Με τον τρόπο αυτόν παραμένουμε σε ένα είδος σκλαβιάς.
Η αληθινή ελευθερία έγκειται σε μια δύναμη απόφασης, συγκρότησης των ίδιων των προβλημάτων· η «ημίθεη» αυτή δυνατότητα προϋποθέτει τόσο την εξαφάνιση των ψευδοπροβλημάτων όσο και τη δημιουργική ανάδυση των αληθινών. «Η αλήθεια είναι ότι το ζητούμενο, στη φιλοσοφία και μάλιστα κι αλλού, είναι να βρούμε το πρόβλημα και κατά συνέπεια να το θέσουμε, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι να το επιλύσουμε. Πράγματι, ένα θεωρησιακό πρόβλημα έχει επιλυθεί άπαξ και τεθεί σωστά. Με τούτο εννοώ ότι η λύση του υφίσταται πάραυτα, αν και μπορεί να παραμείνει κρυμμένη και, ούτως ειπείν, καλυμμένη: δεν απομένει παρά να την αποκαλύψουμε [découvrir]. Ωστόσο, το να θέσουμε το πρόβλημα δεν σημαίνει απλώς ότι ανακαλύπτουμε, αλλά ότι επινοούμε. Η ανακάλυψη αφορά σε ό,τι υπάρχει ήδη, ενεργώς ή δυνητικά· ήταν επομένως σίγουρο ότι, αργά ή γρήγορα, θα επέλθει. Η επινόηση χαρίζει ουσία σε ό,τι δεν υπήρχε· θα μπορούσε να μην προκύψει ποτέ. Ήδη στα μαθηματικά, κατά μείζονα λόγο στη μεταφυσική, η προσπάθεια επινόησης συνίσταται τις περισσότερες φορές στην πρόκληση του προβλήματος, στη δημιουργία των όρων με τους οποίους θα τεθεί. Θέση και επίλυση του προβλήματος ισοδυναμούν σχεδόν εν προκειμένω: τα πραγματικά μεγάλα προβλήματα δεν τίθενται παρά μόνο όταν έχουν επιλυθεί».
Δεν είναι μόνο ολόκληρη η ιστορία των μαθηματικών που δικαιώνει τον Μπερξόν, αλλά αξίζει να συγκρίνει κανείς την τελευταία φράση του κειμένου του Μπερξόν με τη διατύπωση του Μαρξ, που ισχύει για την ίδια την πράξη: «Η ανθρωπότητα δεν θέτει στον εαυτό της παρά μόνο τα προβλήματα που είναι ικανή να επιλύσει». Και στις δύο περιπτώσεις, το ζητούμενο δεν είναι να ισχυριστούμε ότι τα προβλήματα είναι σαν τον ίσκιο προϋπαρχουσών λύσεων (τα συμφραζόμενα υποδεικνύουν το αντίθετο). Oύτε το ζητούμενο είναι να πούμε ότι το μόνο που μετράει είναι τα προβλήματα. Αντιθέτως, αυτό που μετράει είναι η λύση, αλλά το πρόβλημα έχει πάντα τη λύση που του αξίζει σε συνάρτηση με τον τρόπο με τον οποίο το θέτει κανείς, με τις συνθήκες [conditions] υπό τις οποίες το προσδιορίζει ως πρόβλημα, με τα μέσα και τους όρους [termes] που διαθέτει για να το θέσει. Με αυτή την έννοια, η ιστορία των ανθρώπων, τόσο από τη σκοπιά της θεωρίας όσο και από αυτήν της πράξης, είναι η ιστορία της συγκρότησης των προβλημάτων. Εκεί δημιουργούν τη δική τους ιστορία, και η συνειδητοποίηση αυτής της δραστηριότητας είναι σαν την κατάκτηση της ελευθερίας. (Είναι αλήθεια ότι στον Μπερξόν η έννοια του προβλήματος έχει τις ρίζες της πέραν της ιστορίας, στην ίδια τη ζωή ή στη ζωτική ορμή· είναι η ζωή που προσδιορίζεται ουσιωδώς στο ενέργημα της υπερπήδησης των εμποδίων, της θέσης και της επίλυσης ενός προβλήματος. Η κατασκευή του οργανισμού είναι συνάμα θέση προβλήματος και επίλυση.)
Πώς όμως να συμφιλιώσουμε αυτή τη δύναμη συγκρότησης του προβλήματος με έναν γνώμονα του αληθούς; Εάν είναι σχετικά εύκολο να ορίσουμε το αληθές και το ψευδές σε σχέση με τις λύσεις, άπαξ και έχει τεθεί ένα πρόβλημα, φαίνεται πολύ πιο δύσκολο να πούμε σε τι συνίστανται το αληθές και το ψευδές, όταν τα εφαρμόζουμε στον τρόπο με τον οποίο θέτουμε τα προβλήματα. Πολλοί φιλόσοφοι φαίνεται να υποπίπτουν, από την άποψη αυτή, στο λογικό σφάλμα του κύκλου· έχοντας συνείδηση της αναγκαιότητας να μεταφέρουν τον έλεγχο του αληθούς και του ψευδούς πέραν των λύσεων, στα ίδια τα προβλήματα, αρκούνται να ορίσουν την αλήθεια ή την αναλήθεια ενός προβλήματος διά της δυνατότητάς του ή της αδυνατότητάς του να δεχθεί μια λύση. Αντιθέτως, η μεγάλη αξία [mérite] του Μπερξόν συνίσταται στο γεγονός ότι επιχείρησε έναν εγγενή προσδιορισμό του ψευδούς στην έκφραση «ψευδοπρόβλημα» [«faux problème»].
Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις scripta
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου