Κατοχή - δεκαετία του ’80 - Δεκέμβρης 2008: από την ιδεολογία στην ιστορία;
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΜΩΫΣΙΑΔΗ
ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ, Απόψε δεν έχουμε φίλους, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 272
Τέσσερα χρόνια ύστερα από τον Μωβ Μαέστρο, η Σοφία Νικολαΐδου επανέρχεται με ένα βιβλίο που αφήνει πίσω τη θεματολογία του ιδιωτικού χώρου και των ατομικών περισπασμών, για να ψηλαφήσει τις ανοιχτές πληγές της πρόσφατης ιστορίας του τόπου. Ο λόγος για το νέο της μυθιστόρημα, Απόψε δεν έχουμε φίλους.
Ποιες κοινωνικές συνθήκες επικρατούσαν στη διάρκεια της Κατοχής; Σε ποιο βαθμό είχε διεισδύσει η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία στην ελληνική κοινωνία; Ποιοι παράγοντες προετοίμασαν τον εμφύλιο πόλεμο; Ποιο κλίμα κυριάρχησε στα πρώτα χρόνια της κυβερνητικής αλλαγής του 1981; Τι κρύβεται πίσω από το μανδύα της ακαδημαϊκής ουδετερότητας που ενδύεται ο πανεπιστημιακός χώρος; Πώς οδηγηθήκαμε στο νεανικό ξέσπασμα τον Δεκέμβριο του 2008;
Πρόκειται για ένα σύνολο θεμάτων που σχετίζονται με δύο διαφορετικούς χρονικούς άξονες (αρχές της δεκαετίας του ’40 και αρχές της δεκαετίας του ’80) και με δύο διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια (ακαδημαϊκός χώρος – κοινωνικός χώρος). Η ανάδειξη του ετερόκλητου αυτού υλικού σε ενιαίο αφηγηματικό σύνολο υπακούει κυρίως στην αρχή της αφαιρετικής πυκνότητας. Η γραφή της Νικολαΐδου δεν έχει τίποτα το επιτηδευμένο και το εκβιαστικό, τίποτα το πλεονάζον και το περιττό. Στο αρχιτεκτονικό όλον, στα στοιχεία της πλοκής, στους χαρακτήρες και στη χρήση της γλώσσας, παντού υπάρχει η αίσθηση της οικονομίας και της αυτάρκειας. Που σημαίνει: με τα λιγότερα δυνατά μέσα πετυχαίνεται το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα ή αλλιώς με τον απλούστερο τρόπο αποδίδεται η πιο σύνθετη πραγματικότητα.
Βλέπουμε λοιπόν τον μαυραγορίτη της Κατοχής να συγχρωτίζεται με τον συνδικαλιστή φοιτητή της ΠΑΣΠ, τον επιστημονικό προβληματισμό για την ιδεολογική λειτουργία της ιστορίας με τα κεφτεδάκια και τις αθερίνες της γιαγιάς Νίνας, και τον απολογητή του ναζισμού με τους διαδηλωτές της 8ης Δεκεμβρίου του 2008. Διαφορετικά πρόσωπα, τοποθετημένα σε διαφορετικούς χρονικούς άξονες και διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια, σχηματίζουν μια πολυεπίπεδη αφήγηση, που μπορεί να διαβαστεί από την οπτική του πανεπιστημιακού αφηγήματος, από την οπτική της τοπικής ιστορίας, αλλά κυρίως από την οπτική μιας πυκνής τοιχογραφίας της νεοελληνικής πραγματικότητας.
Πράγματι, μετακινούμενη η αφήγηση με αξιοζήλευτη άνεση ανάμεσα σε διαφορετικές εποχές και διαφορετικούς χώρους, ιχνηλατεί το κρυμμένο υφάδι που οργανώνει τις μεταξύ τους σχέσεις, εντοπίζει τους μυστικούς διαύλους τής μεταξύ τους επικοινωνίας και σκιαγραφεί το αποτέλεσμα της διαρκούς αλληλεπίδρασής τους, αναδεικνύοντας παράλληλα το κεντρικό πρόβλημα, που από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα διατρέχει όλο το βιβλίο: από ποιους παράγοντες καθορίζεται η ατομική στάση μπροστά στα κρίσιμα ιστορικά γεγονότα;
Είναι το ίδιο ακριβώς πρόβλημα που απασχολεί και τον ήρωα του βιβλίου, στη διδακτορική διατριβή που εκπονεί, με θέμα το δωσιλογισμό στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Η απάντηση που δίνει, ύστερα από τέσσερα χρόνια ενδελεχούς μελέτης του αρχειακού υλικού και των πρωτογενών πηγών, και αφού προηγουμένως ήρθε σε επαφή με έναν από τους πιο προβεβλημένους πανεπιστημιακούς συνεργάτες των Γερμανών, διατυπώνεται ως εξής: «Οι περισσότεροι μελετητές προϋποθέτουν πως οι πολιτικές διεργασίες και οι αποφάσεις μεταφέρονται αυτούσιες από την κορυφή προς τα κάτω. Σχηματικό και βολικό. Απαλείφει τον ανθρώπινο παράγοντα. Με τον τρόπο αυτό, τα υποκείμενα μετατρέπονται σε ιμάντες μεταβίβασης αποφάσεων» (σελ. 158-159).
Η θέση δικαιώνεται πλήρως και από το ίδιο το βιβλίο της Νικολαΐδου, αλλά με έναν τρόπο αρκετά σχηματικό και βολικό, που είτε καταργεί το ρόλο της ιδεολογίας στη ρύθμιση της ανθρώπινης δράσης είτε την αντιμετωπίζει ως συνώνυμο της δογματικής αγκύλωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι ανάμεσα στα περισσότερα πρόσωπα της αφήγησης που εγκαταλείπουν την ιδεολογία τους ή την χρησιμοποιούν ως άλλοθι ή την εκμεταλλεύονται για να προσποριστούν οφέλη, μόνο ο ιδεολογικός απολογητής του εθνικοσοσιαλισμού παραμένει μέχρι το τέλος της ζωής του απολύτως συνεπής στις αποκρουστικές αρχές του.
Αλλά υπάρχει κάτι σημαντικότερο στην ιστορική αυτή θέση, η οποία φαίνεται να συγκλίνει με την προσέγγιση που επιχειρείται τα τελευταία χρόνια από το ονομαζόμενο «νέο ρεύμα» ιστορικών για την περίοδο του εμφύλιου πολέμου. Απαλείφοντας –ή τουλάχιστον υποβαθμίζοντας– το ρόλο της ιδεολογίας προκειμένου να διασωθεί ο ανθρώπινος παράγοντας, κινδυνεύει να απαλειφθεί –ή τουλάχιστον να υποβαθμιστεί– ο ανθρώπινος παράγοντας μπροστά στο ρόλο της ιστορίας.
Το βλέπουμε στην περίπτωση του Τσάκα και του Σουκιούρογλου: η μετεξέλιξη του πρώτου από κομουνιστή της Κατοχής σε καραμανλικό της δεκαετίας του ’80, και η μεταμόρφωση του δεύτερου από ακαταπόνητο και μετρημένο ερευνητή κατά τη δεκαετία του ’80 σε «μπαχαλάκια» τη νύχτα της 8ης Δεκεμβρίου του 2008, όταν κάηκε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο από κάποιους εξαγριωμένους διαδηλωτές, αποδίδονται χωρίς την αναγκαία αφηγηματική υποστήριξη, σαν να ήταν μια αυτόματη διαδικασία που καθορίζεται έξω από τη σκέψη των προσώπων, με απόλυτα ρυθμιστικό παράγοντα τη θυμική αντίδρασή τους κάτω από την πίεση των γεγονότων.
Υπάρχει βέβαια το ερμηνευτικό σχήμα, που με τα λόγια του Νικηφορίδη συμπυκνώνεται στην αποφθεγματική ρήση: «Πρώτα κοιτάς πού χύθηκε το αίμα και ύστερα διαλέγεις πλευρά» (σελ. 108). Αλλά ανάμεσα στο κοιτάω και στο διαλέγω η απόσταση δεν μπορεί παρά να καλύπτεται από κάτι. Είναι μόνο οι αντιδράσεις του θυμικού; Είναι μόνο η ιδεολογική επεξεργασία στην οποία υποβάλλει τα γεγονότα η σκέψη; Μήπως, πάλι, είναι η συνδυασμένη λειτουργία τους;
Πάντως, το ίδιο χυμένο αίμα, ιδωμένο όχι μόνο από διαφορετικά πρόσωπα την ίδια στιγμή αλλά και από το ίδιο πρόσωπο σε διαφορετικές στιγμές, δεν οδηγεί πάντα στην ίδια πλευρά. Κι αυτό, νομίζω, δείχνει κάτι.
Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι πεζογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου