ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ
ΓΙΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ, Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 48
Ένα ποιητικό κείμενο που επαγγέλλεται τη συνείδηση της πραγματικότητας και την επαγγέλλεται με τρόπο και ύφος ποιητικό, εκτός του καταναγκασμού της ιστορίας του χρόνου και του χρόνου της ιστορίας, των αγκυλώσεών της, των περιορισμών και των ψευδών πάντα προσδοκιών της. Ένα ποιητικό γεγονός απαλλαγμένο από τη μυθοποίηση του γεγονότος, από τις μοντερνικές αντικειμενικές του (ή άλλες) συστοιχίες, από τις εξάρσεις αυτών των συστοιχιών και τη μοντερνική μυθική μέθοδο. Αυτό το ποιητικό κείμενο συμπεριφέρεται ως άτιτλο, αν και φέρει τον τίτλο του και τον περιφέρει εκθετικά μέσα στις (περι)στροφές του.
Με αυτόν τον τρόπο μπορώ να (περι)γράψω την ποιητική του Γιώργου Μπλάνα, μια ποιητική που επωμίζεται πράγματι το βάρος να είναι ποιητική, να είναι δηλαδή εξανάσταση λέξεων και διόλου απολογία της ιστορικότητάς της. Θα προσέθετα ότι η ριζική πρωτοτυπία αυτής της ποιητικής και αυτού του βάρους που επωμίζεται είναι ότι δρα αρνητικά και αναλαμβάνει πρόθυμα τις δυσκολίες και τα κενά που οι λέξεις από τη φύση τους διανοίγουν, με άλλα λόγια αναλαμβάνει πρόθυμα το αφηγούμενο ποιητικά, το οποίο αντιστέκεται πεισματικά στη γραμμική αφήγησή του.
Δανειζόμενος και συγχρόνως παραφράζοντας μια θεωρητική διατύπωση, θα έλεγα πως το ποιητικό κείμενο του Μπλάνα είναι η φαντασιακή αντιστροφή της αποτυχίας των εφήμερων φιλοδοξιών και διαστροφών της ιστορίας. Άλλωστε, αυτήν ακριβώς τη φαντασιακή αντιστροφή αναγγέλλει το ποίημα με οξύτητα: "Έτσι κι αλλιώς, ο ποιητής τεκμαίρεται απ' τα όνειρα που γρούζουν τα κοπρόσκυλα των στίχων στο ηλιόλουστο πλατύ της Ιστορίας".
Καθετί που είναι ποιητικό ορίζεται και καθορίζεται από τις συνθήκες του ποιητικού και όχι από τους τροπισμούς και τις συστοιχίες του (τόσο πολύ διαφημισμένες από τον μοντερνισμό, και μάλιστα τον ελληνικό) στο ηλιόλουστο ευθύγραμμο της ιστορίας και των ηρώων της. Αυτό, η ποιητική του Μπλάνα το εναισθάνεται βαθύτατα και τα ενθηκεύει στην πληρότητά του, παραπέμποντας, διόλου τυχαία, σε "τούτο τ' αλωνάκι" και στον άλλον "που δεν ήξερε τη γλώσσα" και είδε "ηφαίστεια μεσοπέλαγα", αλλά προπαντός οσάκις το βάρος του ποιητικού εκδιπλώνεται αναγκαστικά στον λαβύρινθο της ιστορικότητας, την οποία διαρρηγνύει διά των λέξεων και προς χάριν των λέξεων: "Βέβαια, βέβαια, παλικαρά, υπήρξες Αχιλλέας κι άλλοι πολλοί γενναίοι μαζί, συμπεριλαμβανομένου του γεωπόνου Άρη Βελουχιώτη. Βέβαια, βέβαια, παλικαρά, η πράξη της εξέγερσης είναι όπως πάντα μία∙ όμως, εκείνο που εκτίθεται σε μεγαλύτερο κίνδυνο έχει τη μεγαλύτερη χάρη. Άρα δύο τα σκοτάδια".
Για να θυμηθώ τον Ανδρέα Μυλωνά, "αυτόνομο το ποίημα μένει μόνο μέσα στον χρόνο της γραφής, δηλαδή το ενσαρκωμένο παρελθόν". Πράγματι, οι ποιητικές εναισθήσεις του Μπλάνα μένουν μόνο στο χρόνο της γραφής τους, στο ενσαρκωμένο τους παρελθόν, που είναι παρελθόν του παρόντος, αλλά ταυτόχρονα και παρόν του παρελθόντος, μέσα σε μια συναστρία βιώσεων, χρονισμένων έτσι ώστε να ακυρώνουν το εγχείρημα της μεγάλης αφήγησης, που θα σήμαινε το ιδεολόγημα του χρόνου και της ιστορίας, ή καλύτερα το εγχείρημα του πολύπαθου εθνικού ιδεολογήματος. Στο κάτω κάτω, όπως έλεγε ο Benedetto Croce, και αν ακόμη η ιστορία γραφεί ποιητικά, παύει να είναι ιστορία και γίνεται ποίηση. Όμως, ασφαλώς, δεν πρόκειται περί αυτού. Διότι η ποιητική αναπαράσταση του Μπλάνα περιδινίζεται στα λαγούμια των λέξεων, οι οποίες πράγματι καταφάσκουν στα δύο σκοτάδια της ποιητικής εμψυχωμένης εναίσθησης, στο σημάδι εκείνο που δείχνει το ίχνος αυτού που δεν ανευρέθηκε στα "μεταλλεία της Ιστορίας" και εντούτοις διανοίγει τον δρόμο "για την ανάστροφη γιορτή του πνεύματος".
Ίσως θα ήταν δίκαιο να πω ότι η ποιητική του Μπλάνα συνολικά σε αυτό το ποιητικό κείμενο συγκεφαλαιώνεται σε έναν θαυμάσιο στίχο: "Έρχεται, λέω, το ποίημα -ο άστεγος των λέξεων- και αγρυπνάει παράφορα ολόκληρη την πρώτη αρχή σ' έναν και μόνο πόθο". Ακριβώς. Ο άστεγος των λέξεων μόνο ποιητικά μπορεί να αφηγηθεί αυτό που εντούτοις γέρνει προς το μη αφηγήσιμο, αυτό που προαπαιτεί τη φαντασιακή αναστροφή των ονομάτων και του "μένους των Ελλήνων" ως "κραυγή ελευθέρας βοσκής και πνεύμα οικόσιτο της αναρχίας".
Επιπλέον, οι μοντερνικές συστοιχίες ακυρώνονται επίσης μέσω μιας αμφίδρομης διαπόρευσης του ποιητικού και αμοιβαιότητας μεταξύ του τότε της ιστορίας και του κειμενικού τώρα, μιας εσωτερικής εξέγερσης και μιας ανυπακοής, απέναντι τόσο στο ιστορικό όσο και στο κειμενικό τώρα. Θέλω να πω, ότι η βοή και το πάθος της εξανάστασης του ποιητικού καθορίζει απόλυτα την αμφιδρομία και την αμοιβαιότητα και διαρρηγνύει το προφανές σε θραύσματα αφανούς, καθώς η εσωτερική εξέγερση παραμένει πεισματικά ώσμωση βιωμάτων και διόλου θρίαμβος μιας στερημένης συναισθηματικού παλμού συνέχειας: "Έτσι κι αλλιώς, ο ποιητής γνωρίζεται από τα δόντια που χώνουν τα κοπρόσκυλα των λέξεων στο θρασύ χέρι της εξουσίας... Χώρια ή μαζί, κοπρόσκυλο∙ εδώ ή εκεί, ο ξένος! Τι έχω να χάσω απ' το φωνή, του Λόγου ο μετανάστης;". Κατ' αυτόν τον τρόπο, συναρμόζεται ένα ποιητικό όργανο το οποίο δεν υπακούει στις σχέσεις ταυτότητας και/ή εξάρτησης από το αφηγούμενο, έτσι ώστε η σημασία να δίδεται αποκλειστικά στην ομιλία (στο ποιητικώς ομιλείν) και όχι στο ιστορικό στέγαστρο που τη στεγάζει ή που εν πάση περιπτώσει την καλύπτει ως αφορμή του συναισθηματικού τόνου ή κινήτρου.
Η ποιητική του Γιώργου Μπλάνα αρχιτεκτονείται και αναπτύσσεται στον ψυχικό παλμό του τοπίου μέσα στο οποίο περιπλανάται άστεγη και διόλου δεν διανοείται να διαχωρίσει την ποιητική πραγματικότητα από τη συνείδηση της πραγματικότητας, την οποία πράγματι επαγγέλλεται. Πιστεύω ότι για το ποιητικώς ομιλείν του Μπλάνα αρμόζει απόλυτα η αισθητική κρίση του Croce: "ο καθένας μιλεί ή πρέπει να μιλεί σύμφωνα με τους ήχους που τα πράγματα αφυπνίζουν μέσα στην ψυχή του". Έστω και αν αυτά τα πράγματα είναι φορτισμένα με την ιστορικότητά τους ή κρύβονται πίσω από αφαιρέσεις αποζητώντας εντούτοις τη δικαιοσύνη των λέξεων που θα τα ανασύρει: "Και βγήκαν οι προφήτες∙ στοιχειά απ' τη μέση κι απάνω, και άνθρωποι κακήν κακώς πιο κάτω και μίλησαν όλες τις γλώσσες του κόσμου, κι έφαγαν πολλούς∙ εκτός απ' τα κεφάλια".
Οι δημιουργικές δυνάμεις του ποιητικού ποτέ δεν κινητοποιούνται εξ αιτίας της ιστορίας και των ονομάτων με τα οποία η ιστορία υποδέχεται ή απομακρύνει τα "ηρωικά" της πρόσωπα. Παρά ταύτα, οι δυνάμεις του ποιητικού είναι ο μοναδικός τρόπος να αποσπασθεί η ιστορικότητα από την παγερή και απόμακρη εικόνα της ή από τις παραχαράξεις και τις λησμοσύνες της, και να μεταφερθεί σε μια άλλη διάσταση όπου, καθώς θα έλεγε ο C.M. Bowra, "άλλο τίποτα δεν μετράει, πάρεξ η ανθρώπινη ψυχή". Και αυτό αναμφισβήτητα συμβαίνει διαβάζοντας τις ποιητικές εναισθήσεις του Γιώργου Μπλάνα.
Ο Στέφανος Ροζάνης είναι ποιητής και καθηγητής Φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου