17/4/10

Μαρξισμός και φιλοσοφία της επιστήμης

Επιστημονική αντικειμενικότητα έναντι κοινωνικού σχετικισμού

ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΜΠΑΛΤΑ

Στον περίφημο πρόλογο της Συμβολής στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του 1859, δηλαδή το κυριότερο έργο του πριν από το Κεφάλαιο, ο Μαρξ αποφεύγει να θέσει την επιστήμη ανάμεσα στις «νομικές, πολιτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές» υπό τις οποίες οι «άνθρωποι συνειδητοποιούν και φέρουν σε πέρας τη σύγκρουση» ανάμεσα σε παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις. Αντίθετα, ο ίδιος φαίνεται να αντιδιαστέλλει καθαρά αυτές τις «ιδεολογικές μορφές» από τον «επιστημονικά αυστηρό τρόπο» με τον οποίο μπορούμε να διαπιστώνουμε τους «υλικούς μετασχηματισμούς των συνθηκών οικονομικής παραγωγής». Η διάκριση επιστήμης και ιδεολογίας, όπως τίθεται έτσι σχεδόν ρητά, φαίνεται κατ’ αρχήν να μας επιτρέπει να συναγάγουμε πως ο «επιστημονικά αυστηρός τρόπος» είναι εγγενώς προικισμένος με την ικανότητα να αίρεται υπεράνω των συγκρούσεων ανάμεσα σε παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις, ώστε να μπορεί να αποτιμά με τη δέουσα αντικειμενικότητα τα συναφή αίτια και διακυβεύματα και να προβαίνει συνεπώς σε αμερόληπτες διαπιστώσεις, δηλαδή διαπιστώσεις που δεν υπόκεινται στις υποκειμενικότητες ή τα συμφέροντα της μιας ή της άλλης πλευράς. Το ερώτημα του πώς η επιστήμη είναι σε θέση να αντλεί αυτήν την ικανότητα αντικειμενικότητας και αμεροληψίας δεν φαίνεται να απασχολεί καθόλου τον Μαρξ. Τουλάχιστον στο εν λόγω κείμενο.
Από την άλλη μεριά όμως, αφού «ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει τη διαδικασία της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής εν γένει» ενώ τόσο ο ρητός όσο και ο διάχυτος υλισμός του Μαρξ του απαγορεύει να θεωρήσει την επιστήμη ως κάτι εξωτερικό, ξένο ή ανεξάρτητο από την τελευταία, ο ίδιος φαίνεται να υποστηρίζει στο ίδιο κείμενο ότι οι όροι και οι μορφές ανάπτυξης της επιστήμης, αν όχι αυτά καθ’ εαυτά τα επιστημονικά αποτελέσματα, εξαρτώνται καθοριστικά από τα στάδια ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων κατά τις παραγωγικές σχέσεις που τους αντιστοιχούν κάθε φορά. Με άλλα λόγια, ο Μαρξ φέρεται να θεωρεί όχι μόνον πως η επιστήμη, παρά την αντικειμενικότητα και αμεροληψία της, παραμένει αγκυρωμένη στην κοινωνία, αλλά και πως η όλη εξέλιξή της εξαρτάται καθοριστικά από εκείνη: αφού «η ανθρωπότητα δεν θέτει ποτέ προβλήματα που δεν μπορεί να λύσει», τα επιστημονικά προβλήματα που θέτει η επιστήμη κατά το οποιοδήποτε στάδιο ανάπτυξής της δεν μπορεί παρά να είναι προβλήματα που, σε τελευταία τουλάχιστον ανάλυση, το αντίστοιχο σύμπλοκο παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων επιτρέπει να τεθούν, δηλαδή να διατυπωθούν ώστε να λυθούν.
Διαπιστώνουμε έτσι πως το κείμενο του Μαρξ συγκροτεί εδώ μια σημαίνουσα ένταση, αν όχι μια καθαυτό αντίφαση. Από τη μια μεριά, η επιστήμη παρουσιάζεται ως ικανή να αποφαίνεται αντικειμενικά και αμερόληπτα για τους απολύτους καθοριστικούς «υλικούς μετασχηματισμούς των συνθηκών οικονομικής παραγωγής». Αλλά από την άλλη μεριά, και ταυτόχρονα, η ίδια, δηλαδή η δυνατότητα να τίθενται, να διατυπώνονται και να λύνονται τα εκάστοτε επιστημονικά προβλήματα, παρουσιάζεται να εξαρτάται εξίσου καθοριστικά από τους ίδιους τους μετασχηματισμούς αυτούς. Με άλλα λόγια, αν η δυνατότητα διατύπωσης και λύσης των επιστημονικών προβλημάτων εξαρτάται από την «οικονομική δομή της κοινωνίας», πώς είναι σε θέση η επιστήμη να αποφαίνεται αντικειμενικά και αμερόληπτα επί των όσων συγκροτούν αυτήν την «οικονομική δομή»; Μια άλλη «οικονομική δομή» δεν θα οδηγούσε αναπόφευκτα κατά τα παραπάνω στην «άλλη» επιστήμη που θα της αντιστοιχούσε; Και αν ναι, πώς μπορεί να συμβιβαστεί η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία της επιστήμης με τη σχετικότητά της ως προς την «οικονομική δομή»; Δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με κάποιας μορφής κοινωνικό σχετικισμό;
Η ένταση, ανάμεσα στην αιτούμενη αντικειμενικότητα και αμεροληψία της επιστήμης από τη μια μεριά και στην εξίσου αιτούμενη εξάρτηση της ίδιας από την εκάστοτε «οικονομική δομή» από την άλλη, δεν αντιμετωπίζεται σε αυτό το ιστορικής σημασίας κείμενο του Μαρξ. Πολλοί μελετητές έχουν παρατηρήσει άλλωστε πως η εν λόγω ένταση δεν αντιμετωπίζεται ουσιαστικά καθόλου στο όλο έργο του ίδιου συγγραφέα. Αν εξαιρέσουμε λίγες σελίδες εδώ ή εκεί, που στην ουσία διατυπώνουν με παρεμφερείς όρους την ίδια ένταση, χωρίς μολαταύτα να σκιαγραφούν τρόπους για την άρση της, από το έργο του Μαρξ απουσιάζει η επαρκής φιλοσοφική θεώρηση των πόλων της έντασης και των σχέσεων μεταξύ τους, δηλαδή η γνωσιοθεωρία που θα εντόπιζε ρητά τα συναφή ζητήματα, θα τα αντιμετώπιζε ευθέως και θα πρότεινε τρόπους για την έλλογη και φιλοσοφικά συνεπή κατανόησή τους. Ο Μπαλιμπάρ μάλιστα προχωρεί ένα βήμα παραπέρα: «οι [φιλοσοφικές] διατυπώσεις του Μαρξ δεν αποτελούν σύνολο που έχει συνοχή ... τουλάχιστον εάν η ιδέα της συνοχής ... παραπέμπει στην ιδέα ενός [φιλοσοφικού] συστήματος». Με μία λέξη, ο Μαρξ δεν διατυπώνει πουθενά κάποιο φιλοσοφικό σύστημα, βασικός αρμός του οποίου θα ήταν μια γνωσιοθεωρία που θα διέκρινε μια για πάντα την επιστήμη από την ιδεολογία και θα οδηγούσε από κει στην κατανόηση της έντασης που επισημάναμε. Το πώς και το γιατί αυτή η σημαίνουσα απουσία αποκρύφτηκε και καλύφθηκε πίσω από τον λεγόμενο «διαλεκτικό υλισμό», σταλινικής ουσιαστικά επινόησης, δεν είναι του παρόντος (1).
Οφείλουμε βέβαια να υπογραμμίσουμε ότι ο Μαρξ δεν είναι κατά κανένα τρόπο φιλοσοφικά αφελής. Αυτός ξεκίνησε τη φιλοσοφική του διαδρομή υπό την επήρεια του Χέγκελ ενώ, όπως έχει δείξει αναλυτικά ο Αλτουσέρ, ουδέποτε άσκησε αναλυτική και συστηματική κριτική στον βασικό πυρήνα της εγελιανής φιλοσοφίας. Στον επίλογο της δεύτερης γερμανικής έκδοσης του Κεφαλαίου μάλιστα, ο ίδιος ομολογεί ότι δεν διστάζει να «φλερτάρει με τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο εκφράζεται» ο Χέγκελ. Τώρα, όπως είναι γνωστό, ο Χέγκελ γράφει από τη σκοπιά του τέλους της ιστορίας: η ιστορία έχει τελειώσει κοινωνικά με την έλευση του πρωσικού κράτους, έχει τελειώσει σε επίπεδο φυσικής επιστήμης με τη νευτώνεια θεωρία, έχει τελειώσει σε επίπεδο ιδεών εν γένει με τη φιλοσοφία του ίδιου του Χέγκελ. Αλλά αν η σκοπιά από την οποία αποτιμάται η κοινωνία, και όλες οι εξελίξεις της, συμπεριλαμβανομένων των επιστημονικών, είναι η σκοπιά της ήδη τελειωμένης ιστορίας, τότε αυτή η σκοπιά ενέχει τη δυνατότητα καθολικής αντικειμενικής επόπτευσης και κατά συνέπεια η παραπάνω ένταση αίρεται εκ προοιμίου, δηλαδή δεν τίθεται καν. Οφείλουμε βέβαια να σημειώσουμε ότι για τον νεαρό Μαρξ το πρωσικό κράτος και η εγελιανή φιλοσοφία δεν σηματοδοτεί το τέλος της ιστορίας. Προκειμένου να ολοκληρωθεί η «προϊστορία της ανθρωπότητας», απομένει η γνήσια προλεταριακή επανάσταση. Αλλά το εναπομένον αυτό ιστορικό έλλειμμα δεν αλλάζει ουσιαστικά τη βασική ιδιότητα του σχήματος του Χέγκελ που ενδιαφέρει εδώ: η επόπτευση των πραγμάτων από τη «σκοπιά του προλεταριάτου» εξασφαλίζει και πάλι καθολική αντικειμενικότητα και άρα η εν λόγω ένταση εξακολουθεί να μην υφίσταται. Με αυτήν την έννοια, ο Μαρξ δικαιούται φιλοσοφικά να μην «βλέπει» την ένταση που επισημαίνουμε.
Ωστόσο, όπως θα διαπιστώσουμε διεξοδικότερα παρακάτω, το φιλοσοφικό κόστος που καλείται να πληρώσει μια τέτοιου τύπου εξαφάνιση της έντασης που μας απασχολεί δεν είναι καθόλου αμελητέο...

(1) Βλέπε μολαταύτα ανάμεσα σε πολλά άλλα Μπαλιμπάρ (ό.π.) και (Zapata 1983). Για μια γενικότερη θεώρηση των σχέσεων του Μαρξισμού –τουλάχιστον όπως αυτός εκλαμβανόταν κατά τις διάφορες περιόδους που συνιστούν την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος και της Σοβιετικής Ένωσης– με τις φιλοσοφικές προσεγγίσεις της επιστήμης βλέπε (Sheehan 1993).

Απόσπασμα από το ομώνυμο άρθρο του Αριστείδη Μπαλτά στον τόμο Μαρξισμός και Επιστήμες: Ιστοριογραφικές και Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 384

Δεν υπάρχουν σχόλια: