Αφιέρωμα
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΔΗ
Μαρξισμός και Επιστήμες: Ιστοριογραφικές και Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις. Κείμενα των Boris Hessen, Κώστα Γαβρόγλου, Αριστείδη Μπαλτά. Εισαγωγή, μετάφραση, επιμέλεια: Δημήτρης Διαλέτης, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 384
Είναι το δεύτερο βιβλίο, που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες, στη σειρά «Επιστήμες και Ιστορία» των εκδόσεων Νεφέλη. Προηγήθηκε το 2007 το Σώζειν τα Φαινόμενα: Δοκίμιο για την έννοια της φυσικής θεωρίας από τον Πλάτωνα έως τον Γαλιλαίο του Pierre Duhem (μετάφραση-επιμέλεια: Δ. Διαλέτης, Γ. Χριστιανίδης• επίμετρα: Κ. Γαβρόγλου, Δ. Διαλέτης, Μ. Ιβάνοβα, Γ. Χριστιανίδης, Σ. Ψύλλος), ενώ για το αμέσως προσεχές μέλλον προγραμματίζεται μία έκδοση που θα περιλαμβάνει τα αποτελέσματα των ερευνών που αναπτύσσονται τα τελευταία γύρω από το έργο του Αρχιμήδη.
Η παρούσα έκδοση αποτελείται από τρία βασικά κείμενα και ένα εκτενές επίμετρο. Το πρώτο κείμενο είναι το δοκίμιο του Boris Mikhailovich Hessen (Gessen) (1893-1936) «Οι κοινωνικές και οικονομικές ρίζες των Αρχών της Φυσικής Φιλοσοφίας του Νεύτωνα», το οποίο παρουσιάζεται ολοκληρωμένο, για πρώτη φορά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, σε μετάφραση του Δημήτρη Διαλέτη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος είναι και ο επιμελητής της έκδοσης. Το κείμενο του Hessen ανακοινώθηκε στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας των Επιστημών και των Τεχνικών που έγινε στο Λονδίνο το 1931, και έχει μείνει στην ιστορία ως το πρώτο κλασικό προγραμματικό παράδειγμα μαρξιστικής ιστοριογραφίας της επιστήμης. Με το έργο αυτό επιχειρήθηκε για πρώτη φορά μέσω της μαρξιστικής θεωρίας η ανάγνωση και η ανασυγκρότηση των συνθηκών γένεσης ενός κορυφαίου για τη νεότερη επιστήμη έργου, των Μαθηματικών Αρχών της Φυσικής Φιλοσοφίας (Philosophiae naturalis principia mathematica) του Νεύτωνα, όχι με όρους που παραπέμπουν στην ιδιοφυΐα του δημιουργού τους ή στην προϋπάρχουσα του Νεύτωνα φυσική θεωρία, αλλά με όρους που παραπέμπουν σχεδόν αποκλειστικά στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής του.
Πιο συγκεκριμένα, ο Hessen μελετά τις σύνθετες σχέσεις οικονομίας, τεχνολογίας και επιστήμης στην αυγή της νεότερης εποχής (17ος αιώνας) και καταλήγει σε μια θεμελιώδη θέση, η οποία ανατρέπει άρδην την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η τεχνολογία που αναπτύχθηκε εκείνη την εποχή προέκυψε ως εφαρμογή στην πράξη της παράλληλα επίσης αναπτυσσόμενης με ραγδαίους ρυθμούς επιστήμης. Το συμπέρασμα του Hessen ήταν ακριβώς το αντίθετο: οι τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες υπαγορεύτηκαν από αλλαγές στην οικονομική και κοινωνική βάση της κοινωνίας, ήσαν εκείνες που άνοιξαν τους ορίζοντες για τη ραγδαία ανάπτυξη της επιστήμης. Έτσι, η επιστήμη της μηχανικής (η λεγόμενη «θεωρητική» μηχανική) αναπτύχθηκε τον 17ο αιώνα από τη μελέτη της τεχνολογίας της εποχής και όχι το αντίστροφο. Η παραπάνω θέση συμπληρώνεται στην ανάλυση του Hessen από μια δεύτερη θέση, σύμφωνα με την οποία οι τεχνολογικές εξελίξεις, εκτός από τους ορίζοντες που άνοιξαν για την επιστήμη, προσδιόρισαν επίσης και τα όρια αυτής της ανάπτυξης. Στις περιοχές εκείνες όπου οι επιστήμονες του 17ου αιώνα δεν είχαν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από μια ήδη υπάρχουσα τεχνολογία (όπως οι θερμικές μηχανές, οι ηλεκτρικές μηχανές και οι ηλεκτρογεννήτριες), οι αντίστοιχοι κλάδοι της φυσικής (θερμοδυναμική, ηλεκτροδυναμική) δεν αναπτύχθηκαν.
Στη βάση αυτής της θέσης, το κείμενο του Hessen προσφέρει μια εμπεριστατωμένη ερμηνεία, βασισμένη στη μαρξιστική θεωρία, των διαδικασιών γένεσης της φυσικής του Νεύτωνα, η οποία «προέκυψε από τα καθήκοντα που είχε θέσει η εποχή του, καθήκοντα τα οποία καλούνταν να εκπληρώσει η κοινωνική τάξη που ερχόταν στην εξουσία». Ταυτόχρονα, και ως επακόλουθο της ίδιας θέσης, εξηγεί τα όρια αυτής της φυσικής: «Ο Νεύτων δεν μπόρεσε να αναδείξει και να επιλύσει το πρόβλημα της διατήρησης της ενέργειας αλλά αυτό δεν οφειλόταν σε έλλειψη ευφυΐας. Οι μεγάλοι άνδρες, όσο μεγαλοφυείς και αν είναι, σε όλα τα πεδία, διατυπώνουν και επιλύουν εκείνα μόνο τα προβλήματα, των οποίων η λύση έχει καταστεί αναγκαία από την ιστορική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων».
Εκτός από το κείμενο του Hessen, η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει δύο ακόμη μελέτες, μία του Κώστα Γαβρόγλου με τίτλο «Μαρξισμός και ιστορία των επιστημών» και μία του Αριστείδη Μπαλτά με τίτλο «Μαρξισμός και φιλοσοφία της επιστήμης: Επιστημονική αντικειμενικότητα έναντι κοινωνικού σχετικισμού». Οι μελέτες αυτές παρουσιάζονται λεπτομερώς σε άλλες στήλες αυτού του αφιερώματος.
Το βιβλίο Μαρξισμός και Επιστήμες: Ιστοριογραφικές και Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις ολοκληρώνεται με ένα εκτενές και πολύ κατατοπιστικό επίμετρο για τη ζωή και το έργο του Boris Hessen, που έγραψε ο επιμελητής της έκδοσης.
Ο Γιάννης Χριστιανίδης διδάσκει Ιστορία των αρχαίων ελληνικών μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ο Boris Hessen
Ο Boris Hessen γεννήθηκε στις 28 Αυγούστου 1893 στο Ελισάβετγκραντ, μια μικρή βιομηχανική πόλη της Ουκρανίας (σήμερα ονομάζεται στα ρωσικά Κίροβογκραντ), από μια σχετικά εύπορη μικροαστική οικογένεια εβραϊκής καταγωγής. Το 1913, μετά το λύκειο, έφυγε για να σπουδάσει φυσική στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, όμως μόλις έναν χρόνο αργότερα υποχρεώθηκε να επιστρέψει στη Ρωσία καθώς ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στη Ρωσία παρακολούθησε, από το 1914 έως το 1917, μαθήματα μαθηματικών και οικονομίας στο Πολυτεχνικό Ινστιτούτο της Αγίας Πετρούπολης, παράλληλα δε μελετούσε ιδιωτικά φιλοσοφία και ιστορία των μαθηματικών.
Πριν ξεσπάσει η Οκτωβριανή Επανάσταση ο Hessen επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου ανέπτυξε επαναστατική δράση. Το 1917 εντάχθηκε στην Οργάνωση Διεθνιστών του Ελισάβετγκραντ, ενώ αμέσως μετά την Επανάσταση έγινε μέλος του Σοβιέτ της πόλης. Το 1919 έγινε μέλος του Kόμματος των Μπολσεβίκων, ενώ συμμετείχε επίσης σε εκστρατείες του Κόκκινου Στρατού.
Από το 1921 έως το 1924 δίδαξε πολιτική οικονομία στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Σβερτλόφ στη Μόσχα, ενώ το 1924 αποφάσισε να εγγραφεί στο Κολέγιο των Κόκκινων Καθηγητών, ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα για κομμουνιστές οι οποίοι προορίζονταν να διδάξουν στο Πανεπιστήμιο. Στο Κολέγιο παρέμεινε και μετά τις σπουδές του ως λέκτορας και εν συνεχεία ως αναπληρωτής διευθυντής του τομέα για τις φυσικές επιστήμες. Από το 1926 δίδασκε, επίσης, «μεθοδολογία» στη Σχολή Μαθηματικών και Φυσικής του Πανεπιστημίου της Μόσχας, ένα μάθημα που περιελάμβανε την ιστορία και φιλοσοφία της επιστήμης.
Στα τέλη του 1930 ο Hessen έγινε διευθυντής του Ινστιτούτου Φυσικής του Πανεπιστημίου της Μόσχας, και το 1931, όταν το Ινστιτούτο αναβαθμίστηκε σε Σχολή, ο Hessen έγινε ο πρώτος κοσμήτορας. Το 1933 έγινε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών και το 1934, όταν η Ακαδημία μεταφέρθηκε από το Λένινγκραντ στη Μόσχα, παραιτήθηκε από την κοσμητεία για να αναλάβει αναπληρωτής διευθυντής του Ινστιτούτου Φυσικής της Ακαδημίας Επιστημών, θέση την οποία κατείχε μέχρι τη σύλληψή του το 1936.
Ο Boris Hessen συνελήφθη στις 21 Αυγούστου 1936 με την κατηγορία της συμμετοχής σε τρομοκρατικές δραστηριότητες που εντάσσονταν στο πλαίσιο μιας τροτσκιστικής-ζηνοβιεφικής συνομωσίας. Στη δίκη που έγινε στις 20 Δεκεμβρίου 1936 ο Hessen και δύο συγκατηγορούμενοί του καταδικάστηκαν για συμμετοχή στη δολοφονία του S. M. Kirov (το 1934) και για την οργάνωση τρομοκρατικών επιθέσεων εναντίον κορυφαίων σοβιετικών αξιωματούχων. Ο Hessen εκτελέστηκε δια τουφεκισμού την ίδια ημέρα. Η μνήμη του αποκαταστάθηκε το 1955.
Γ.Χ.
Οι κοινωνικές και οικονομικές ρίζες των Αρχών της Φυσικής Φιλοσοφίας του Νεύτωνα
(Απόσπασμα)
ΤΟΥ BORIS HESSEN
Συγκρίνοντας, λοιπόν, τα κύρια τεχνικά και φυσικά προβλήματα αυτής της περιόδου [17ος αιώνας] με τις έρευνες που διεξάγονταν την ίδια εποχή στη φυσική, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι έρευνες αυτές υπαγορεύτηκαν κυρίως από τις οικονομικές και τεχνικές προκλήσεις που έθετε σε προτεραιότητα η ανερχόμενη αστική τάξη.
Κατά τη διάρκεια λοιπόν αυτής της περιόδου του εμπορευματικού κεφαλαίου, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έθεσε στην επιστήμη μια σειρά πρακτικά προβλήματα, η επίλυση των οποίων ήταν επιτακτική.
Η επίσημη επιστήμη, κέντρο της οποίας ήταν το μεσαιωνικό πανεπιστήμιο, όχι μόνο δεν προσπάθησε να επιλύσει αυτά τα προβλήματα αλλά εναντιώθηκε ενεργά στην ανάπτυξη των φυσικών επιστημών.
Τα πανεπιστήμια από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα ήταν τα επιστημονικά κέντρα της φεουδαρχίας. Ήταν οι εστίες των φεουδαρχικών παραδόσεων, τις οποίες μάλιστα υπερασπίζονταν ενεργά. Το 1655, κατά τη διαπάλη μεταξύ αρχιμαστόρων και τεχνιτών, η Σορβόννη υποστήριξε ενεργά το συντεχνιακό σύστημα των επαγγελμάτων και τάχθηκε στο πλευρό των αρχιμαστόρων, επικαλούμενη αποδείξεις «και από την επιστήμη και από την Αγία Γραφή».
Η εκπαίδευση που παρείχαν τα μεσαιωνικά πανεπιστήμια, στο σύνολό της, αποτελούσε ένα σύστημα κλειστό και σχολαστικό. Η επιστήμη της φύσης δεν είχε θέση στα πανεπιστήμια αυτά. Στο Παρίσι το 1355 αποφασίστηκε να διδάσκουν τον Ευκλείδη μόνο τις ημέρες των διακοπών.
Τα έργα του Αριστοτέλη, από τα οποία είχε αφαιρεθεί όλο το ζωντανό περιεχόμενό τους, αποτελούσαν τα κύρια εγχειρίδια της «επιστήμης της φύσης». Ακόμα και η ιατρική διδασκόταν ως κλάδος της λογικής. Κανείς δεν μπορούσε να τη σπουδάσει αν δεν είχε σπουδάσει προηγουμένως λογική επί τρία χρόνια. Αλλά όταν έφταναν οι εξετάσεις, ο σπουδαστής έπρεπε να απαντήσει σε μία ερώτηση που δεν είχε καμιά σχέση με τη λογική (να αποδείξει ότι ήταν τέκνο ενός νόμιμου ζευγαριού) και προφανώς αυτή η μοναδική ερώτηση δύσκολα μπορούσε να επιβεβαιώσει τη γνώση της ιατρικής. Τα φεουδαρχικά πανεπιστήμια αντιμάχονταν τη νέα επιστήμη, με δύναμη ανάλογη εκείνης που έφερε σε αντιπαράθεση τις φεουδαρχικές σχέσεις που ψυχορραγούσαν με τις νέες προοδευτικές μεθόδους παραγωγής.
Γι’ αυτά, ό,τι δεν περιείχαν τα έργα του Αριστοτέλη απλούστατα δεν υπήρχε. Όταν ο Kircher (αρχές του 17ου αιώνα) υπέδειξε σε κάποιον ιησουίτη καθηγητή της επαρχίας πώς να δει με το τηλεσκόπιό του τις ηλιακές κηλίδες που είχαν πρόσφατα παρατηρηθεί, εκείνος του απάντησε: «Είναι μάταιο, παιδί μου! Έχω διαβάσει ολόκληρο τον Αριστοτέλη δύο φορές και δεν έχω βρει τίποτα σχετικά με κηλίδες επάνω στον Ήλιο. Δεν υπάρχουν κηλίδες στον Ήλιο. Οφείλονται είτε σε ατέλειες του τηλεσκοπίου σας είτε σε ελαττώματα της όρασής σας».
Όταν ο Γαλιλαίος εφηύρε το τηλεσκόπιο και ανακάλυψε τις φάσεις της Αφροδίτης, οι φιλόσοφοι του Πανεπιστημίου αρνήθηκαν να ακούσουν οτιδήποτε σχετικά με τις νέες ανακαλύψεις, ενώ, αντίθετα, οι εμπορικές εταιρείες έδειξαν ενδιαφέρον για το όργανο αυτό, διότι ήταν καλύτερο από τα αντίστοιχα όργανα που κατασκευάζονταν στην Ολλανδία.
Στις 19 Αυγούστου 1610, ο Γαλιλαίος έγραφε με πικρία στον Κέπλερ: «Μας προκαλεί γέλια, Κέπλερ, η μεγάλη ανοησία των ανθρώπων. Τι να πει κανείς για τους επιφανέστερους φιλοσόφους αυτής της σχολής, που, με πείσμα οχιάς, παρά τις προσκλήσεις που χίλιες φορές επανέλαβα, δεν καταδέχτηκαν να ρίξουν μια ματιά στους πλανήτες, στη Σελήνη, ούτε καν στο ίδιο το τηλεσκόπιο. Τα μάτια αυτών των ανθρώπων είναι κλειστά στο φως της αλήθειας. Είναι πράγματι εκπληκτικό αλλά εμένα δεν με εκπλήσσει. Αυτό το είδος ανθρώπων νομίζει ότι η φιλοσοφία είναι ένα είδος βιβλίου ... ότι δεν πρέπει να ψάχνουμε την αλήθεια στον κόσμο ή στη φύση, αλλά στην αντιπαραβολή των κειμένων».
[...]
Στο β΄ μισό του 18ου αιώνα οι ιησουΐτες καθηγητές στη Γαλλία δεν είχαν ακόμα πεισθεί να αποδεχτούν τις θεωρίες του Κοπέρνικου. Το 1760 οι Leseur και Jacquier θεώρησαν καλό να προσθέσουν στη λατινική έκδοση των Principia του Νεύτωνα την εξής σημείωση: «Στο τρίτο βιβλίο του ο Νεύτων εφαρμόζει την υπόθεση της κίνησης της Γης. Τα αξιώματα του συγγραφέα δεν μπορούν να ερμηνευθούν παρά μόνο βάσει αυτής της υπόθεσης. Είμαστε έτσι υποχρεωμένοι να ενεργήσουμε στο όνομα κάποιου άλλου. Αλλά από την πλευρά μας διακηρύσσουμε ευθαρσώς ότι δεχόμαστε τις απόψεις που έχουν εκφραστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές εναντίον της κίνησης της Γης».
Τα πανεπιστήμια εκπαίδευαν σχεδόν αποκλειστικά κληρικούς και νομικούς.
[...]
Για να επιλυθούν τα τεχνικά προβλήματα που αναφέραμε πιο πάνω, απαιτούνταν πολλές τεχνικές γνώσεις και σημαντικές μελέτες στα μαθηματικά και στη φυσική. Το τέλος του Μεσαίωνα (κατά τα μέσα του 15ου αιώνα) χαρακτηρίζεται από την ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη της βιομηχανίας, ανάπτυξη που ήταν επίτευγμα των αστών του Μεσαίωνα. Την περίοδο αυτή βελτιώνεται η παραγωγή, αποκτά μεγαλύτερη ποικιλία, πραγματοποιείται σε μεγαλύτερη κλίμακα, γίνεται μαζική. Αναπτύσσονται οι εμπορικές σχέσεις.
Όταν, όπως παρατηρεί ο Ένγκελς, οι επιστήμες προοδεύουν με εκπληκτικό ρυθμό μετά τη «σκοτεινή νύχτα» του Μεσαίωνα, αιτία αυτής της προόδου είναι η βιομηχανία.
Η βιομηχανία αναπτύχθηκε με ταχύτατους ρυθμούς από την εποχή των σταυροφοριών και σ’ αυτό συνέβαλε ο μεγάλος αριθμός νέων επιτευγμάτων (μεταλλουργία, ορυχεία, πολεμική βιομηχανία, βαφές), τα οποία δεν προσέφεραν μόνο νέο υλικό μελέτης αλλά και νέα μέσα πειραματισμού, επιτρέποντας ταυτόχρονα την κατασκευή νέων οργάνων. Μπορούμε να πούμε ότι από την εποχή αυτή αρχίζει να υπάρχει η συστηματική πειραματική επιστήμη.
Επιπλέον, οι μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις, που σε τελευταία ανάλυση οφείλονταν σε συμφέροντα που συνδέονταν με τη βιομηχανία, προμήθευσαν μ’ έναν πελώριο όγκο, απρόσιτων μέχρι τότε, δεδομένων τους τομείς της φυσικής (μαγνητική απόκλιση), της αστρονομίας, της μετεωρολογίας και της βοτανικής. Τέλος, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εμφανίστηκε ένα ισχυρό όργανο διάδοσης των γνώσεων: το τυπογραφικό πιεστήριο.
Η κατασκευή των καναλιών, των υδατοφρακτών και των πλοίων, των στοών και των εγκαταστάσεων των μεταλλίων, ο εξαερισμός τους, η άντληση των νερών, ο σχεδιασμός και η κατασκευή των πυροβόλων όπλων και των φρουρίων, τα προβλήματα της βαλλιστικής, ο σχεδιασμός και η κατασκευή οργάνων ναυσιπλοΐας, η επεξεργασία μεθόδων για την καθιέρωση θαλάσσιων οδών, όλα αυτά απαιτούσαν εργάτες τελείως διαφορετικού τύπου από εκείνους που είχαν εκπαιδεύσει μέχρι τότε τα πανεπιστήμια. Το γ΄ τέταρτο του 16ου αιώνα, θέλοντας να προσδιορίσει τις ελάχιστες γνώσεις που έπρεπε να έχει ένας επιστάτης ορυχείων, ο Johann Mathesius απαριθμούσε τη βαθιά γνώση των μεθόδων τριγωνισμού, την καλή γνώση της ευκλείδειας γεωμετρίας, την ικανότητα να χρησιμοποιεί την πυξίδα –απαραίτητη για τη διάνοιξη και τον υπολογισμό της ορθής κατεύθυνσης των στοών του ορυχείου– και την κατανόηση του τρόπου κατασκευής των μηχανημάτων άντλησης νερών και εξαερισμού.
Υπογράμμιζε ότι για την κατασκευή των στοών και την καλή λειτουργία των ορυχείων χρειάζονταν μηχανικοί που θα είχαν θεωρητική εκπαίδευση, διότι η εργασία αυτή υπερέβαινε κατά πολύ τις δεξιότητες ενός μέσου ανεκπαίδευτου μεταλλωρύχου.
Υπό το φως αυτών των δεδομένων, κατανοούμε ότι το επάγγελμα αυτό, προφανώς, δεν ήταν δυνατόν να το σπουδάσει κανείς στα πανεπιστήμια της εποχής. Η νέα επιστήμη αναπτύχθηκε αντιπαλεύοντας τα πανεπιστήμια, ως μια μη πανεπιστημιακή επιστήμη.
Η πάλη ανάμεσα στην πανεπιστημιακή και στη μη πανεπιστημιακή επιστήμη, η οποία εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της ανερχόμενης αστικής τάξης, αντανακλούσε στο ιδεολογικό πεδίο την ταξική πάλη μεταξύ αστικής τάξης και φεουδαρχίας.
Η επιστήμη προόδευε βήμα-βήμα, με τον ίδιο ρυθμό που αναπτυσσόταν και ανθούσε η αστική τάξη. Για να αναπτύξει τη βιομηχανία της, η αστική τάξη είχε ανάγκη την επιστήμη, η οποία όφειλε να μελετήσει τις ιδιότητες των υλικών σωμάτων και τις μορφές εκδήλωσης των δυνάμεων της φύσης.
Μέχρι τότε η επιστήμη ήταν η ταπεινή θεραπαινίδα της Εκκλησίας και δεν της επιτρεπόταν να διαβεί τα όρια που εκείνη της είχε προσδιορίσει.
Η αστική τάξη είχε ανάγκη την επιστήμη και η επιστήμη αναπτύχθηκε μαζί με την αστική τάξη σε πείσμα της Εκκλησίας (Ένγκελς). Μ’ αυτόν τον τρόπο, η αστική τάξη άρχισε τη διαμάχη της με τη φεουδαρχική Εκκλησία. Εκτός από τις επαγγελματικές σχολές (σχολές μηχανικών ορυχείων, σχολές αξιωματικών του πυροβολικού), κέντρα της νέας επιστήμης και των νέων επιστημών της φύσης, που αναπτύχθηκαν εκτός των πανεπιστημίων, ήταν οι επιστημονικές εταιρείες.
Την ε΄ δεκαετία του 17ου αιώνα, ιδρύθηκε στη Φλωρεντία η περίφημη Accademia del Cimento, με σκοπό την πειραματική μελέτη της φύσης. Ανάμεσα στα μέλη της υπήρχαν επιστήμονες όπως οι Borelli και Viviani. Η Ακαδημία ήταν πνευματικός διάδοχος του Γαλιλαίου και του Torricelli, και συνέχισε το έργο τους. Είχε για έμβλημα τη ρήση Provare e Riprovare.
Το 1645 συγκροτήθηκε στο Λονδίνο ένας κύκλος επιστημόνων που συγκέντρωσε όλους εκείνους που ενδιαφέρονταν για τις επιστήμες της φύσης. Συνέρχονταν μία φορά την εβδομάδα για να συζητήσουν τα επιστημονικά προβλήματα και τις νέες ανακαλύψεις, και από αυτές τις συναντήσεις γεννήθηκε το 1661 η Βασιλική Ακαδημία (Royal Society). Η Βασιλική Ακαδημία περιέλαβε στους κόλπους της τους κορυφαίους μεταξύ των επιφανέστερων επιστημόνων της Αγγλίας και, προβάλλοντας την αντίθεσή της στην πανεπιστημιακή σχολαστικότητα, υιοθέτησε για έμβλημά της τη ρήση Nullius in verba. Οι Robert Boyle, Brouncker, Brewster, Wren, Halley και Robert Hooke ήταν δραστήρια μέλη της. Ένα από τα επιφανέστερα μέλη της υπήρξε ο Νεύτων.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η ανερχόμενη αστική τάξη έθεσε τις επιστήμες της φύσης στην υπηρεσία της και στην υπηρεσία της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Καθώς ήταν την εποχή εκείνη η πιο προοδευτική τάξη, είχε ανάγκη από την πιο προοδευτική επιστήμη. Η Αγγλική Επανάσταση υπήρξε ένας ισχυρός παράγοντας για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η εμπειρική επίλυση μεμονωμένων προβλημάτων δεν αρκούσε πια προέκυψε η ανάγκη για μια συνθετική μελέτη του συνόλου των φυσικών προβλημάτων που έθεταν επιτακτικά η ανάπτυξη των νέων τεχνικών και η δημιουργία μιας σταθερής θεωρητικής βάσης που θα επέτρεπε να λυθούν τα προβλήματα αυτά με γενικές μεθόδους.
Και επειδή το σύνολο αυτών των προβλημάτων ανήκε στη μηχανική, αυτή η σφαιρική μελέτη των προβλημάτων της φυσικής ισοδυναμούσε με την προσπάθεια δημιουργίας μιας αρμονικής δομής της θεωρητικής μηχανικής, ικανής να παράσχει γενικές μεθόδους επίλυσης των προβλημάτων της επίγειας και ουράνιας μηχανικής. Αυτό το έργο το εκπλήρωσε επιτυχώς ο Νεύτων. Και μόνο ο τίτλος του σημαντικότερου έργου του δείχνει ότι ο σκοπός που είχε θέσει ήταν να δημιουργήσει αυτήν τη σύνθεση.
Στην εισαγωγή των Principia ο Νεύτων επισημαίνει ότι η εφαρμοσμένη μηχανική και η θεωρία των απλών μηχανών είχαν ήδη αναπτυχθεί πριν από αυτόν και ότι η δική του εργασία συνίσταται «όχι στο να συνεισφέρει στα σχετικά με τις διάφορες τέχνες και να επιλύσει επιμέρους προβλήματα αλλά να προσφέρει μια διδασκαλία για τη φύση και να θεμελιώσει τις μαθηματικές βάσεις της φυσικής».
Τα Principia είναι γραμμένα σε αφηρημένη μαθηματική γλώσσα και θα ήταν μάταιο να αναζητήσουμε στις σελίδες τους αναφορές για τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα προβλήματα που θέτει και επιλύει και στις τεχνικές ανάγκες από τις οποίες προέκυψαν.
Όπως ακριβώς η γεωμετρική μέθοδος παρουσίασης δεν ταυτίζεται με τη μέθοδο διά της οποίας ο Νεύτων έκανε τις ανακαλύψεις του, αλλά αποτελεί την αξιοπρεπή, κατά τη γνώμη του, μορφή με την οποία πρέπει να είναι ενδεδυμένες οι λύσεις που βρήκε με άλλα μέσα, έτσι δεν είναι δυνατόν να αναμένουμε από ένα έργο που πραγματεύεται τη «φυσική φιλοσοφία» να περιέχει αναφορές για τις «ευτελείς» πηγές από τις οποίες έλκει την έμπνευσή του.
[1931]
Ο γρίφος της αντικειμενικότητας και η τροπικότητα του «εκ των υστέρων» στη φιλοσοφία
ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΙΤΖΗ
Το δοκίμιο του Hessen είναι ένα κείμενο υψηλής θεωρητικής και ιστοριογραφικής αξίας, το οποίο έλκει εκ νέου το διεθνές ενδιαφέρον. Δημιούργησε μια ολόκληρη ιστοριογραφική σχολή εκτός Σοβιετικής Ένωσης και επηρέασε το σύνολο του κλάδου της ιστορίας της επιστήμης. Το κείμενο του Κ. Γαβρόγλου εστιάζει σε αυτή τη διάσταση του δοκιμίου και συνθέτει τα χαρακτηριστικά της μαρξικής προσέγγισης στην ιστορία της επιστήμης.
Ωστόσο, το εν λόγω κείμενο είχε πολλαπλές επιδράσεις, όπως προκύπτει από την ενδιαφέρουσα παρουσίαση της φιλοσοφικής διαμάχης στην οποία συμμετέχει ο Hessen από τον Δ. Διαλέτη: αποτέλεσε θεωρητική παρέμβαση στη φιλοσοφική και πολιτική διαμάχη που βρισκόταν σε εξέλιξη εκείνη την εποχή στο εσωτερικό της σοβιετικής διανόησης.
Από την άλλη, σύμφωνα με τον Αρ. Μπαλτά, το κείμενο του Hessen είναι σημαντικό και από τη σκοπιά της φιλοσοφίας της επιστήμης. Και τούτο διότι «...διαμορφώνει πρόσφορο έδαφος όπου οι φιλοσοφικές εντάσεις που χαρακτηρίζουν το [μαρξικό] έργο... μπορούν να εντοπιστούν...». Το κείμενο αναδεικνύει με θεωρητικά προσεκτικό τρόπο εσωτερικές εντάσεις της μαρξικής προσέγγισης στο επιστημονικό φαινόμενο, οι οποίες αποτελούν, για τον Μπαλτά, το ιδιάζον χαρακτηριστικό της εν λόγω προσέγγισης.
Μαρξική φιλοσοφία: η διάγνωση μιας έντασης και η θετική ιδιοποίησή της
Πράγματι, ο Μπαλτάς αναπτύσσει με συστηματικό τρόπο την άποψη περί της ύπαρξης μιας εγγενούς έντασης στο εσωτερικό της μαρξικής φιλοσοφίας, άποψη που την υπαινίσσεται ο Althusser και η ομάδα του αλλά δεν την υποβάλλουν σε συστηματική επεξεργασία. Βασιζόμενος στο έργο του Kuhn και του Wittgenstein, αναπτύσσει την άποψη αυτή κατά τρόπο που καθιστά την ένταση μη προβληματική.
Στο εν λόγω δοκίμιο ο Μπαλτάς διατυπώνει με καθαρότητα τον πυρήνα της εν λόγω έντασης, παρουσιάζει τις διάφορες εκδοχές της και τις συνδέει με ευρύτερες φιλοσοφικές και ιστορικές παραμέτρους. Με αυτό τον τρόπο, μας παρέχει μια εμπεριστατωμένη εικόνα για τη διανοητική περιπέτεια της κατανόησης του επιστημονικού φαινομένου από τη σκοπιά του μαρξισμού. Επίσης, επιχειρεί τη διατύπωση «ισχυρών» φιλοσοφικών ισχυρισμών-συνεπειών της μαρξικής προσέγγισης, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για περαιτέρω ανάπτυξή της.
Κατά τον Μπαλτά, η μαρξική προσέγγιση στην επιστήμη διέπεται από μια φαινομενική αντίφαση, με αποτέλεσμα οι διάφορες εκδοχές της (εξελικτισμός, ντετερμινισμός, ρεαλισμός, κοινωνικός αναγωγισμός κλπ) να «έλκονται» από τα δύο άκρα της αντίφασης, με τρόπο ώστε η προσέγγιση στο σύνολό της να θυμίζει την κίνηση του εκκρεμούς. Η μαρξική προσέγγιση συνίσταται σε δύο θέσεις που φαίνεται να συγκρούονται ευθέως: στην αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης και στην κοινωνικο-ιστορική προέλευση και εξάρτηση όλων των εκφάνσεων της ανθρώπινης δραστηριότητας (και άρα και του επιστημονικού φαινομένου). Η (επιστημονική) αντικειμενικότητα ενός ισχυρισμού κατανοείται ως υπέρβαση των εκάστοτε συγκεκριμένων συνθηκών εκφοράς, γεγονός που συγκρούεται ευθέως με την κεντρική θέση του ιστορικού υλισμού ότι τίποτα δεν υπέρκειται του κοινωνικο-ιστορικού ορίζοντα.
Η ένταση στον πυρηνα της μαρξικής προσέγγισης στην επιστήμη την οδηγεί, κατά τον Μπαλτά, σε μια αιώρηση ανάμεσα στις δύο αυτές θέσεις: έτσι έχουμε εκδοχές που επικεντρώνουν στην αντικειμενικότητα της επιστήμης με κόστος την απόρριψη της επίδρασης των κοινωνικο-ιστορικών συνθηκών στην επιστήμη, και εκδοχές που κάνουν το ακριβώς αντίθετο υποπίπτοντας στον κοινωνικό σχετικισμό και τη συνεπακόλουθη απόρριψη της αντικειμενικότητας.
Ο Μπαλτάς εξετάζει την «εγελιανής» έμπνευσης απόπειρα αποκατάστασης της συνοχής στη μαρξική προσέγγιση: σύμφωνα με αυτή, η ένταση που εντοπίσαμε εξαφανίζεται αν δούμε τα πράγματα από τη σκοπιά του τέλους της ιστορίας (από τη σκοπιά της επικράτησης του προλεταριάτου), όπου αντικειμενικότητα και κοινωνική εξέλιξη γίνονται ένα. Ο Μπαλτάς απορρίπτει αυτή τη θεώρηση –πολύ διαδεδομένη ανάμεσα στους μαρξιστές- αξιοποιώντας την ύστερη αλτουσεριανή έννοια του αστάθμητου. Το επιχείρημα του Μπαλτά είναι ότι η υιοθέτηση της σκοπιάς του τέλους της ιστορίας συνιστά απόρριψη της θέσης περί του ριζικά αναπάντεχου στην ιστορία, θέση που συνιστά τον πυρήνα του υλισμού κατά τον ίδιο.
Αντικειμενικότητα και κοινωνική αγκύρωση της επιστήμης
Εν συνεχεία, ο Μπαλτάς διατυπώνει μια μεθοδολογία αντιμετώπισης της έντασης (όχι απαραίτητα σε μια κατεύθυνση αποκατάστασης της συνοχής με τη φιλοσοφική έννοια του όρου): ξεκινάει με το ερώτημα με ποιο τρόπο οι τεχνικο-κοινωνικές ανάγκες διαμορφώνουν τα επιστημονικά προβλήματα. Διερωτάται, πώς μπορεί να υπάρχει μια τέτοια εξάρτηση των επιστημονικών προβλημάτων από εξωτερικές παραμέτρους, ώστε να μη διακυβεύεται η αντικειμενικότητα των λύσεων των τελευταίων. Με άλλα λόγια: υπάρχει (και αν ναι πώς πρέπει να κατανοηθεί) σχετική ανεξαρτησία των λύσεων στο πλαίσιο μιας επιστήμης από τις κοινωνικές συνθήκες και τις τεχνικές ανάγκες της εποχής τους. Η μεθοδολογία που προτείνει ο Μπαλτάς συνίσταται στη θέση ότι η κατανόηση της σχέσης κοινωνικο-ιστορικών συνθηκών και επιστημονικών προβλημάτων είναι το κλειδί για την κατανόηση της αντικειμενικότητας με ριζικά διαφορετικό τρόπο. Δηλαδή, μέσα από την κατανόηση της εν λόγω σχέσης (δηλαδή, αυτού που θεωρείται απειλή για την αντικειμενικότητα) προκύπτει μια νέα έννοια αντικειμενικότητας που καθιστά την ένταση μη προβληματική.
Πολύ συνοπτικά, η προσέγγιση του Μπαλτά συνίσταται σε μια αντίληψη για τη συγκρότηση και εξέλιξη των επιστημών, η οποία επιχειρεί -στη βάση της προηγούμενης μεθοδολογίας- να ικανοποιήσει ταυτόχρονα και τις δύο αντιφατικές θέσεις της μαρξικής προσέγγισης. Οι επιστημονικές έννοιες διαθέτουν απαράκαμπτα μια εμπειρική συνιστώσα που τις συνδέει με το κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο (ιδεολογικά αρθρωμένη εμπειρία). Οι επιστήμες στη γενικότητά τους συνιστούν αλληλουχίες παραδειγμάτων κατά Kuhn, δηλαδή συγκροτούνται ως ευρύτερα πλαίσια κατανόησης και πρόσληψης-συγκρότησης των φαινομένων. Παράλληλα, δεν υπάρχει εξωπαραδειγματική σκοπιά από τη στιγμή που τα υποκείμενα (κατά τη γνωσιολογική τους διάσταση) συγκροτούνται από πλέγματα εννοιών στο εσωτερικό ιδεολογικών ή/και επιστημονικών παραδειγμάτων. Την ίδια στιγμή, οι εμπειρικές συνιστώσες των επιστημονικών εννοιών, με το να είναι εμπειρικές, περιέχουν ιδεολογικές προ-καταλήψεις οι οποίες συγκροτούν τον ορίζοντα του εκάστοτε παραδείγματος και διαμορφώνουν το πεδίο των λογικά αποδεκτών δυνατοτήτων. Η ανάδυση μιας επιστήμης αλλά και η εξέλιξη-πέρασμα από ένα παράδειγμα σε ένα άλλο συνιστούν ενδεχομενικά ιστορικά συμβάντα, προϊόντα τυχαίων συναντήσεων, τα οποία τροποποιούν δραστικά το σύνολο των στοιχείων της συνάντησης και οδηγούν στη γέννηση κάτι εντελώς καινούριου και ριζικά αναπάντεχου (μια διαφορετική, ως προς τη θεμελίωσή της, κατανόηση του ριζικά αναπάντεχου στην ιστορία αναπτύσσει και ο φιλόσοφος Alain Badiou). Πιο συγκεκριμένα, μέσα από την ανάδειξη της ιδεολογικής λειτουργίας μιας ιδεολογικής προ-κατάληψης και της ακύρωσής της μέσω της εν λόγω ανάδειξης, διαμορφώνεται μια νέα κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη διεύρυνση του γραμματικού χώρου και του ορίζοντα των δυνατοτήτων.
Αυτή η διεύρυνση του πεδίου των δυνατοτήτων συνιστά το νέο περιεχόμενο της επιστημονικής αντικειμενικότητας. Η αντικειμενικότητα δεν εξασφαλίζεται από το γεγονός ότι υπάρχει μια εξωπαραδειγματική σκοπιά, η οποία ως εξωτερική υπέρκειται των σχετικών πλαισίων, αλλά από το γεγονός ότι η διαδοχή παραδειγμάτων συνίσταται στη διεύρυνση του πεδίου των δυνατών καταστάσεων. Ωστόσο, βασικό στοιχείο της εν λόγω θεώρησης είναι το γεγονός ότι η ανάδυση των νέων δυνατοτήτων, η διεύρυνση του γραμματικού χώρου και η οριζόμενη από τα προηγούμενα αντικειμενική υπεροχή του νέου παραδείγματος καθίσταται δυνατή μόνο εκ των υστέρων, δηλαδή από τη σκοπιά του νέου παραδείγματος.
Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, λοιπόν, δεν υπάρχει ουσιαστική αντίφαση μεταξύ της θέσης ότι οι κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες καθορίζουν την επιστημονική πρακτική και της αντικειμενικότητας της επιστημονικής γνώσης, αν κατανοήσουμε την πρώτη ως διαρκή παρουσία ιδεολογικών στοιχείων στο εσωτερικό της επιστήμης και τη δεύτερη ως διαδικασία διεύρυνσης των δυνατοτήτων μέσω της άρσης των λανθανουσών ιδεολογικών στοιχείων.
Η έννοια του «ριζικά αναπάντεχου» και η μεταφυσική σύλληψη του κόσμου
Ας δούμε τώρα δύο ισχυρές φιλοσοφικές θέσεις που πηγάζουν από αυτή την προσέγγιση. Η πρώτη θέση είναι η αντίληψη περί της «έλευσης του ριζικά αναπάντεχου» ως κεντρικό στοιχείο για τη μεταφυσική σύλληψη του κόσμου. Σύμφωνα με τον Μπαλτά, ο κόσμος (πρέπει να) συλλαμβάνεται ως αυτό που προηγείται κάθε μορφοποίησης ή γνωσιακής ιδιοποίησης. Πρόκειται για μια θέση παραπλήσια του καντιανού «πράγματος καθ’ εαυτού», του αλτουσεριανού «αντικειμένου της γνώσης», του λακανικού «Πραγματικού» κ.ά. αντίστοιχων θεωρήσεων.
Όλες αυτές οι θεωρήσεις αντιμετωπίζουν μια πολύ ισχυρή ένσταση: από τη στιγμή που αρνούνται να αποδώσουν μια καθορισμένη δομή στον κόσμο και επιμένουν στο ριζικά αμορφοποίητο του τελευταίου, δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί κάποιες θεωρίες για τον κόσμο είναι καλύτερες από άλλες. Αν ο κόσμος δεν έχει δομή, τότε δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί κάποιες δουλεύουν και κάποιες όχι.
O Μπαλτάς δεν αντιμετωπίζει την εν λόγω ένσταση με άμεσο τρόπο, αλλά θέτει ένα νέο κριτήριο για την αξιολόγηση των θεωρήσεων για τον κόσμο: η θεώρηση για τον κόσμο δεν πρέπει να περιορίζει τα πράγματα στα ήδη δεδομένα, δεν πρέπει να αποκλείει μέλλουσες μείζονες εκπλήξεις, δηλαδή, με θετική διατύπωση, πρέπει να είναι συμβατή με την έλευση του ριζικά αναπάντεχου. Πράγματι, μια φιλοσοφική προσέγγιση που αποδέχεται την προτεραιότητα του κόσμου έναντι των δικών μας γνωστικών προσπαθειών οφείλει να είναι «ανοικτή» στη δυνατότητα του ριζικά αναπάντεχου, δηλαδή στη δυνατότητα ο κόσμος να υπερβαίνει τα θεωρητικά μας σχήματα. Υπό αυτή την έννοια, η απόδοση δομής στον κόσμο ή η αποδοχή της ύπαρξης μιας σκοπιάς που προνομιακά «βλέπει» τον κόσμο (του θεού ή του τέλους της ιστορίας), θέτει ένα φιλοσοφικό-θεωρητικό όριο στον κόσμο παραβιάζοντας την πρωτοκαθεδρία του.
Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο κόσμος είναι πράγματι όπως τον περιγράφουν οι επιστημονικές μας θεωρίες. Αυτό που δεν μπορούμε (και δεν πρέπει) να ισχυριστούμε είναι ότι αυτό είναι μη ανατρέψιμο. Ο Μπαλτάς, θέτοντας το ζήτημα της «ανοικτότητας» στο ριζικά αναπάντεχο δεν αρνείται τη δυνατότητα ο κόσμος να έχει οντολογική επίπλωση. Εκείνο που αρνείται είναι η μεταφυσική φόρτιση της εν λόγω δομής, κατά τρόπο που απειλεί την υλιστική (και ρεαλιστική) προϋπόθεση της λογικής προτερότητας του κόσμου σε σχέση με τη γνωσιακή ιδιοποίησή του.
Η φιλοσοφική πρωτοκαθεδρία της ιστορίας, η τροπικότητα του «εκ των υστέρων» και η διαλεκτική
Η δεύτερη ισχυρή φιλοσοφική θέση είναι η θέση περί της φιλοσοφικής πρωτοκαθεδρίας της ιστορίας. Η ιστορία κατανοείται ως ο κατεξοχήν τόπος που χαρακτηρίζεται από τη δυνατότητα έλευσης του ριζικά αναπάντεχου. Ως αναπάντεχο νοείται όχι απλώς αυτό που δεν μπορεί να προβλεφθεί αλλά εκείνο του οποίου η έλευση διανοίγει την ίδια τη δυνατότητα της ύπαρξής του. Εκ των υστέρων, δηλαδή μετά την ανάδυση της νέας ιστορικής οντότητας και του νέου εύρους δυνατοτήτων που την περιέχει, είμαστε σε θέση να «διαβάσουμε» τη σειρά των γεγονότων που οδήγησαν σε αυτή με νέο τρόπο. Η φιλοσοφική απόληξη αυτής της ιδιοσυστασίας της ιστορίας συνίσταται στην υλιστική θέση ότι η «ύπαρξη» δεν υπόκειται στη «δυνατότητα» αλλά αντίστροφα είναι το γεγονός της ύπαρξης εκείνο που διανοίγει τον γραμματικό χώρο συναφών δυνατοτήτων.
Επομένως, η ιστορική τροπικότητα του εκ των υστέρων καθίσταται το κεντρικό στοιχείο για την κατανόηση των φιλοσοφικών εννοιών όπως η «ύπαρξη», η «δυνατότητα» και η «αντικειμενικότητα». Οι ανακαθορισμοί που προκαλεί η τροπικότητα του εκ των υστέρων στην παραδοσιακή κατανόηση κεντρικών φιλοσοφικών εννοιών μπορούν με τη σειρά τους να «διαβαστούν» ως άρσεις ιδεολογικών προ-καταλήψεων στο πεδίο της φιλοσοφίας. Επειδή όμως το πεδίο των φιλοσοφικών εννοιών δεν συνιστά επιστημονική περιοχή, η αναλογία που εντοπίσαμε συνιστά απλώς μια μεταφορά. Στην πραγματικότητα, δεν έχουμε κάποια οριστική κατάληξη-πέρασμα σε ένα άλλο παράδειγμα, αλλά μια αέναη αιώρηση: η φιλοσοφική σκέψη θα συνεχίσει να μετεωρίζεται ανάμεσα σε αντικρουόμενες θέσεις, καθιστώντας τη μαρξική φιλοσοφία ένα σύνολο εκ των υστέρων παρεμβάσεων που αποσκοπούν στο να «επαναφέρουν» διαρκώς το εκκρεμές στη θέση ισορροπίας του.
Η φιλοσοφική πρακτική της παρέμβασης στην εκάστοτε θεωρητική συγκυρία με στόχο τη μετατόπισή της οδηγεί στη διατύπωση μιας σειράς φιλοσοφικών θέσεων, οι οποίες ενδέχεται να είναι φαινομενικά αντιφατικές (η κάθε συγκυρία θέτει διαφορετικά επίδικα). Αυτή η φαινομενική αλλαγή θέσεων συνιστά το νέο περιεχόμενο της έννοιας «διαλεκτική» κατά τον Μπαλτά. Πρόκειται για μια θεώρηση της διαλεκτικής αποκαθαρμένη από κάθε είδους νομοτέλειες που χαρακτήρισαν τη μαρξιστική σκέψη για χρόνια και ως εκ τούτου συμβατή με την ιδιοσυστασία της φιλοσοφικής σκέψης.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η έννοια του «ριζικά ανάπαντεχου» σχετικά με την κατανόηση του κόσμου, η φιλοσοφική πρωτοκαθεδρία της ιστορίας μέσω της τροπικότητας του «εκ των υστέρων» στην κατανόηση φιλοσοφικών εννοιών όπως η «αντικειμενικότητα» και το νέο περιεχόμενο της έννοιας «διαλεκτική» αποτελούν τα γόνιμα φιλοσοφικά «εργαλεία» της μαρξικής προσέγγισης στο επιστημονικό φαινόμενο που αναπτύσσει συστηματικά ο Μπαλτάς και παρουσιάζει με πληρότητα στο εν λόγω δοκίμιο.
Ο Ανδρέας Καρίτζης είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας της επιστήμης
Για τη συγκρότηση μιας μαρξιστικής ιστορίας της επιστήμης
ΤΟΥ ΤΕΛΗ ΤΥΜΠΑ
Ως ιστορικός που πρότεινε μια συγκεκριμένη ερμηνεία του έργου του Νεύτωνα, το οποίο θεωρείται ως εμβληματικό για την Επιστημονική Επανάσταση του 17ου αιώνα, και, ταυτόχρονα, ως κάποιος που από υπεύθυνη θέση τοποθετήθηκε με συγκεκριμένο τρόπο σε κρίσιμες διαμάχες για τον προσανατολισμό της φυσικής του καιρού του (διαμάχες που έλαβαν χώρα τις δεκαετίες αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση), o Boris Hessen προσφέρεται για να καταδειχθεί ότι η ιστορία της επιστήμης ανατροφοδοτείται στην ίδια την επιστήμη, ότι η ιστορία της επιστήμης συμμετέχει τελικά στη διαμόρφωση της επιστήμης.
Ο Κώστας Γαβρόγλου αξιοποιεί την περίπτωσή του για να συσχετίσει δεξιοτεχνικά τη φυσική και την ιστορία της φυσικής. Στο κείμενό του, η ιστορία της επιστήμης του Hessen τοποθετείται στο ευρύτερο πλαίσιο προσπαθειών για μια μαρξιστική ιστορία της επιστήμης, προσπαθειών που κατέβαλαν όχι τόσο κάποιοι μαρξιστές ιστορικοί της επιστήμης -δεν έχουν άλλωστε υπάρξει και πολλοί τέτοιοι- αλλά μαρξιστές επιστήμονες, κυρίως κάποιοι διάσημοι επιστήμονες του μεσοπολέμου και της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Το κέντρο βάρους όμως του κειμένου του Γαβρόγλου βρίσκεται στη σύνδεση της συγκρότησης μιας μαρξιστικής ιστορίας της επιστήμης με κάτι πολύ ευρύτερο. Αντί να εξαντλείται στην περιορισμένη και φθίνουσα παράδοση ιστοριών της επιστήμης που αναφέρονται ρητά στο μαρξισμό, το κείμενο αυτό ανοίγεται σε μια πλούσια και ακμάζουσα εργογραφία ιστορικών της επιστήμης, που χωρίς να αναφέρεται ρητά στο μαρξισμό έχει αναδείξει μια σειρά στοιχείων που διαμορφώνουν μια αξιόλογη παρακαταθήκη για τη συγκρότηση μιας μαρξιστικής ιστορίας της επιστήμης.
Στο κείμενο του Γαβρόγλου τα στοιχεία αυτά εντοπίζονται, καταγράφονται και κωδικοποιούνται σταδιακά, στο πλαίσιο πέντε συνδεόμενων θεματικών ενοτήτων. Η πρώτη ενότητα εισάγει στην πολιτική και ακαδημαϊκή σημασία της συγκρότησης μιας μαρξιστικής ιστορίας της επιστήμης, η δεύτερη στη γενεαλογία και τα χαρακτηριστικά των προσπαθειών για μια μαρξιστική ιστορία της επιστήμης, η τρίτη σε κάποια στοιχεία αυτών των προσπαθειών που θα πρέπει να παρακαμφθούν (το άγχος για έναν καθολικό «ορισμό» της επιστήμης, η παραμορφωτική παρουσίαση της τεχνολογίας ως «εφαρμογή» της επιστήμης, ο μύθος για την «ουδετερότητα» της επιστήμης), η τέταρτη στην ιστορική γείωση θεωρητικών κατηγοριών που εμπλέκονται στη διαμόρφωση του πλαισίου μιας μαρξιστικής ιστορίας της επιστήμης («αλήθεια», «αντικειμενικότητα», «αιτιότητα»), και η πέμπτη σε δύο στοιχεία από τις σχετικά πρόσφατες συζητήσεις σχετικά με την ιστοριογραφία των επιστημών που αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής (η ιστοριογραφική έμφαση στην «ενδεχομενικότητα» και η ιστορική εστίαση στην επιστημονική «πρακτική»).
Απομονώνω ενδεικτικά την προσέγγιση του Γαβρόγλου ως προς την υπόθεση περί «ουδετερότητας» της επιστήμης, υπόθεση που θεωρεί εμπόδιο στη συγκρότηση μιας μαρξιστικής ιστορίας της επιστήμης. Η προσέγγιση αυτή συνδυάζεται νομίζω με την αναφορά του Γαβρόγλου στην «ενδεχομενικότητα» ως κάτι που μπορεί να λειτουργήσει ως εφαλτήριο για μια τέτοια συγκρότηση. Ο μαρξισμός (στην περίπτωσή μας το σύνολο των προσπαθειών για μια μαρξιστική ιστορία της επιστήμης) είτε δεν αποστασιοποιήθηκε επαρκώς είτε, ακόμη συχνότερα (και χειρότερα), υιοθέτησε και αναπαρήγαγε την υπόθεση περί «ουδετερότητας» της επιστήμης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, αντί να μελετηθεί ιστορικά ποιες χρήσεις ευνοήθηκαν από τον εκάστοτε τρόπο παραγωγής της επιστήμης, να επικρατήσει άκριτα η υπόθεση ότι η επιστήμη είναι το ίδιο φιλόξενη σε κάθε χρήστη, ακόμη και σε χρήστες με αντιπαραθετικές κοινωνικές τοποθετήσεις. Επικράτησε δηλαδή μια υπόθεση που επέτρεπε στην επιστήμη να εμφανίζεται ως ανεξάρτητη από συγκεκριμένες κοινωνικότητες. Η παράκαμψη αυτού του εμποδίου επιτρέπει να αντικατασταθεί η εξελικτιστική με μια ανοικτή ιστορία της επιστήμης, με μια ιστορία διαφορετικών κοινωνικών υποκειμενικοτήτων που συγκροτήθηκαν στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να διαμορφωθεί η επιστήμη. Όπως αποσαφηνίζει ο Γαβρόγλου, αυτό δεν οδηγεί στην κατασκευή κάποιας «υποθετικής ιστορίας» αλλά στην ιστορική έρευνα που αναδεικνύει τα ενδεχόμενα της εκάστοτε συγκυρίας. Η έμφαση στην «ενδεχομενικότητα» χαρακτηρίζει ένα διευρυνόμενο αριθμό αξιόλογων έργων ιστορικών της επιστήμης, τα οποία –ανεξάρτητα από το εάν αναφέρονται ρητά στο μαρξισμό- μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στη συγκρότησή της.
Το επίκεντρο της εστίασης του Hessen είναι ο συσχετισμός της Νευτώνειας επιστήμης με τα τεχνικά προβλήματα που έθετε ένας νέος τρόπος παρέμβασης στη φύση, ο οποίος με τη σειρά του αντιστοιχούσε σε ένα νέο τρόπο οργάνωσης της εργασίας και της κοινωνίας γενικότερα. Για να δείξει με πιο ευδιάκριτο τρόπο τη δυναμική του συσχετισμού των δύο (επιστήμης και τεχνικής) την εποχή του Νεύτωνα (απαρχές της ηγεμονίας του εμπορικού κεφαλαίου), ο Hessen ολοκληρώνει την εξιστόρησή του με ένα ιδιαίτερα διεισδυτικό κεφάλαιο για τη σχέση επιστήμης και τεχνικής κατά τον δέκατο ένατο αιώνα (εδραίωση της ηγεμονίας του βιομηχανικού κεφαλαίου), όταν και η διάχυση της χρήσης της ατμομηχανής συνδυάστηκε διαλεκτικά με την ανάδειξη της θερμοδυναμικής και της έννοιας της ενέργειας. Σήμερα θα λέγαμε ότι η ιστορία της επιστήμης συσχετίζεται στον Hessen με αυτό που εκ των υστέρων (κατά τη μεταπολεμική περίοδο) αναδείχθηκε ως ο διακριτός κλάδος της ιστορίας της τεχνολογίας.
Ο Γαβρόγλου επιμένει ότι δεν πρέπει να θεωρείται πως η τεχνολογία είναι η απλή εφαρμογή της επιστήμης. Στην υπόθεση αυτή εμπλέκεται ένα ιστοριογραφικό διακύβευμα που είναι πολύ σημαντικό για τη συγκρότηση μιας μαρξιστικής ιστορίας της επιστήμης, καθώς η αντιμετώπιση της τεχνολογίας ως απλής εφαρμογής της επιστήμης εκτοπίζει στο αόρατο παρασκήνιο την κοινωνική οργάνωση της δεξιοτεχνικής τεχνικής εργασίας στην οποία στηρίχθηκε η επιστημονική πρακτική (και επομένως και η παραγωγή επιστημονικής γνώσης ως τέτοιας) στο εργαστήριο, για παράδειγμα την εργασία για την κατασκευή, προσαρμογή, λειτουργεία και συντήρηση πειραματικού εξοπλισμού. Σημειώνω με την ευκαιρία ότι το διακύβευμα είναι εξίσου σημαντικό για τη συγκρότηση μιας μαρξιστικής ιστορίας της τεχνολογίας, καθώς η αντιμετώπιση της τεχνολογίας ως απλής εφαρμογής της επιστήμης τοποθετεί επίσης στο αόρατο παρασκήνιο την οργάνωση της δεξιοτεχνικής εργασίας στην οποία βασίστηκε η γενικότερη σχέση της κοινωνίας με τη φύση, σχέση στην οποία δεν εφαρμόστηκε κάποια γνώση, αλλά παράχθηκε νέα γνώση στην πράξη.
Από ιστορικούς της επιστήμης που δεν αναφέρονται ρητά σε κάποιον μαρξισμό έχουμε μάθει για τους «αόρατους τεχνικούς» των επιστημονικών εργαστηρίων· όπως από ιστορικούς της τεχνολογίας, που επίσης δεν αναφέρονται ρητά σε κάποιον μαρξισμό, έχουμε μάθει για ένα τεράστιο κόσμο κρίσιμων τεχνικών γνώσεων που υποτιμούνταν και παρέμενε αόρατος, επειδή ακριβώς δεν ικανοποιούσε τα κριτήρια που έθετε ένας συγκεκριμένος ορισμός της σημαντικής-επιστημονικής γνώσης. Η συγκρότηση μιας μαρξιστικής ιστορίας της επιστήμης μπορεί ενδεχομένως να υποβοηθηθεί από μια παρέμβαση που θα έχει αφετηρία μια χαρτογράφηση των διαθέσιμων μαρξισμών, θα συνεχίζει με την επιλογή κάποιου μαρξισμού ως καταλληλότερου για τη συγκρότηση μιας μαρξιστικής ιστορίας των επιστημών και θα καταλήγει στον προσδιορισμό της ιστορίας των επιστημών που αντιστοιχεί στον καταλληλότερο αυτό μαρξισμό. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος για τη δυνατότητα μιας τέτοιας παρέμβασης να αποκτήσει στη σημερινή ιστοριογραφική συγκυρία την ελάχιστη αναγκαία επαφή με την κοινότητα των ιστορικών των επιστημών. Η μέριμνα του Γαβρόγλου για τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση της υπάρχουσας πρακτικής των ιστορικών των επιστημών προσφέρει, νομίζω, μια πολύ πιο στέρεη βάση για τη συγκρότηση μιας μαρξιστικής ιστορίας της επιστήμης.
Ο Τέλης Τύμπας διδάσκει Ιστορία της τεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Μαρξισμός και ιστορία των επιστημών
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ
Η απόπειρα διαμόρφωσης ενός πλαισίου για την διερεύνηση της σχέσης μαρξισμού και ιστορίας των επιστημών συγκροτήθηκε γύρω από πέντε ερωτήματα:
Για ποιους λόγους έχει νόημα να διαμορφωθεί μια μαρξιστική ανάγνωση της ιστορίας των επιστημών;
Τι είδους συμπεράσματα μπορούμε να αντλήσουμε από τις συζητήσεις γύρω από τον μαρξισμό και τις επιστήμες από τον μεσοπόλεμο και μετά;
Ποιες θεωρητικές κατηγορίες χρήζουν διευκρινίσεων και ποιες πρέπει να εισαχθούν για την διαμόρφωση μιας μαρξιστικής ανάγνωσης της ιστορίας των επιστημών;
Με βάση τις συζητήσεις που έχουν στο γίνει στο παρελθόν, ποιες έννοιες ή και «αρχές» δυσκολεύουν τις απόπειρες για μια μαρξιστική ιστορία των επιστημών;
Ας προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε τα βασικά σημεία των απαντήσεων που δόθηκαν στα παραπάνω ερωτήματα. Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα αναδεικνύει δύο χαρακτηριστικά των επιστημών: Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ότι οι επιστήμες αποτελούν ιστορικά διαμορφωμένα μορφώματα, η εξέλιξη των οποίων δεν οφείλεται σε νομοτελειακούς παράγοντες που υπαγορεύονται από την «φύση των πραγμάτων» ή την «δομή της φύσης». Οι απαρχές και η μετέπειτα εξέλιξη του κάθε επιστημονικού κλάδου εξαρτάται από συγκεκριμένες χωροχρονικές ιδιαιτερότητες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο όσα αποφασίζουν να κάνουν οι επιστήμονες, αλλά και όσα επιδιώκουν κοινωνικές συλλογικότητες εκτός των επιστημόνων. Φαίνεται ότι αξιακά πλέγματα (που περιλαμβάνουν, ανάμεσα σε άλλα, πολιτικές επιδιώξεις, οικονομικά συμφέροντα, και ιδεολογικούς προσανατολισμούς) (επαν)εγγράφονται συνεχώς στις επιστήμες στη διάρκεια της εξέλιξής τους, δημιουργώντας ένα πλαίσιο το οποίο δεν καθιστά όλες τις πιθανές χρήσεις εξ ίσου δυνατές. Το δεύτερο χαρακτηριστικό των επιστημών στις μέρες μας σχετίζεται με τον καταμερισμό εργασίας στην παραγωγή επιστημονικής γνώσης. Η τόση μεγάλη ομοιότητα με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής θέτει το ερώτημα αν μπορούμε να διερευνήσουμε, με μαρξιστικούς όρους, τι ακριβώς είναι αυτό που παράγεται όταν παράγεται επιστημονική γνώση. Μήπως, με άλλα λόγια, η επιστημονική γνώση έχει τα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, η διαδικασία παραγωγής του οποίου δημιουργεί και την ιδεολογία που είναι απαραίτητη για την διακίνηση και ηγεμονία του.
Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα σχετίζεται με την παράδοση που είχαν διαμορφώσει οι συζητήσεις και δραστηριότητες των μαρξιστών γύρω από τις επιστήμες, από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 και μετά. Οι πρώτες επεξεργασίες αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά τον 16ο και 17ο αιώνα. Οι μαρξιστικές προσεγγίσεις δεν απέκτησαν ακαδημαϊκό έρεισμα, παρά το ακαδημαϊκό κύρος δύο τουλάχιστον εκπροσώπων τους στον αγλλοσαξωνικό χώρο, των John Bernal και Joseph Needham. Η κοινωνική ιστορία των επιστημών χωρίς μαρξιστικές αναφορές ουσιαστικά εγκαινιάζεται το 1938 από τον Merton και γίνεται δεκτή ως κοινωνιολογία της επιστήμης στον ακαδημαϊκό χώρο. Σίγουρα δεν βοήθησε στη δημιουργία ενός ευνοϊκού κλίματος για τις μαρξιστικές προσεγγίσεις στην ιστορία των επιστημών η σχεδόν αποκλειστική εμμονή πολλών από τους μαρξιστές, στη Δύση, στη διερεύνηση της κοινωνικής λειτουργίας των επιστημών, στην καταγγελία της καπιταλιστικής επιστήμης ή στις προσπάθειες ανάδειξης του αδιεξόδου των επιστημών σε καπιταλιστικές συνθήκες. Η ολοένα και εντεινόμενη ιδεολογική αντιπαράθεση εφ’ όλης της ύλης στις δυτικές κοινωνίες, ανάγκασε όσους ασχολήθηκαν με τη διαμόρφωση μιας μαρξιστικής ιστορίας των επιστημών, να αποφασίσουν να εμπλακούν πολιτικά με πιο ζωτικά πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα, εγκαταλείποντας ουσιαστικά τις ακαδημαϊκές ενασχολήσεις. Οι τελικές διατυπώσεις των θεωριών της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής οδήγησαν στην (επανα)πραγμάτευση εννοιών, η ισχύς των οποίων δεν είχε αμφισβητηθεί για τις επιστήμες, τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα. Οι έντονες συζητήσεις σχετικά με το διακύβευμα της αντικειμενικότητας και της αιτιότητας, γρήγορα πήραν έναν χαρακτήρα πολεμικής ανάμεσα σε μαρξιστές και μη μαρξιστές. Σύντομα έγινε σαφές ότι υπήρχε, ουσιαστικά, ένα ιδεολογικό διακύβευμα, και οι φιλοσοφικές (και συχνά εκλαϊκευτικές) συζητήσεις για τη σύγχρονη φυσική εκτόπισαν τις ήδη αναιμικές αναζητήσεις των ιστορικών για μία μαρξιστική προσέγγιση της ιστορίας των επιστημών. Η ίδια κατάσταση επικράτησε, εν πολλοίς, και στους κόλπους της Σοβιετικής Ένωσης. Το κλίμα έντονης πόλωσης ανάμεσα σε (παραδοσιακούς) μαρξιστές και μη μαρξιστές, αλλά και οι πρωτοφανείς ανακατατάξεις στη δεκαετία του 1960 στους κόλπους της αριστεράς στη Δύση, δεν ευνόησαν τελικά την όσμωση ιδεών ανάμεσα στη νέα αριστερά και την απερχόμενη γενιά του 1920-30. Άρχισε, όμως, ανάμεσα στους εκπροσώπους των νέων επεξεργασιών του μαρξισμού, να επικρατεί η τάση της έντονης κριτικής προς τη Σοβιετική Ένωση και της κοινωνικής λειτουργίας των επιστημών εκεί.
Στο πλαίσιο μιας μαρξιστικής θεώρησης της επιστήμης, η αποσαφήνιση φιλοσοφικών κατηγοριών είναι διαλεκτικά συνδεδεμένη με την ιστορική μελέτη της επιστήμης και η απάντηση στο τρίτο ερώτημα επιχειρηματολογεί υπέρ της αποδοχής της ιστορικότητας των εννοιών της αλήθειας, της αντικειμενικότητας, της αιτιότητας, οι οποίες, μαζί με την ιστορικότητα των διαδικασιών πειθούς, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της όποιας ιστορίας των επιστημών. Μία ενδιαφέρουσα ιστοριογραφική διάσταση που, όμως, προέκυψε από θεωρητικές συζητήσεις για το (κοινωνικό) φαινόμενο της επιστήμης, εμφανίζεται να είναι η ενδεχομενικότητα: η δυνατότητα να είχε εξελιχθεί η επιστήμη διαφορετικά από ό,τι εξελίχθηκε, η σημασία των διαφορετικών επιλογών σε κάθε συγκυρία για την εξέλιξη των επιστημών, και το ότι η συγκεκριμένη κάθε φορά πορεία δεν ακολουθείται επειδή προκύπτει από τη «φύση των πραγμάτων» που εξετάζουν οι επιστήμες, αλλά από τη γενικότερη λειτουργία των επιστημόνων που διαμορφώνεται με κριτήρια που αφορούν ένα σύνολο κοινωνικών και ιδεολογικών παραμέτρων, όπως και από την εσωτερική και τεχνική δομή της κάθε επιστήμης. Η ενδεχομενικότητα των επιστημονικών εξελίξεων υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις, η κυρίαρχη ιδεολογία, οι κρατικές πολιτικές για την επιστήμη είναι συνεχώς παρούσες στην εξέλιξη των επιστημών.
Η απάντηση στο τέταρτο ερώτημα προσανατολίστηκε στην αποδέσμευση από δύο ιδιαίτερα προβληματικές κατευθύνσεις προβληματισμού που χαρακτήρισαν πολλές από τις συζητήσεις σχετικά με τη μαρξιστική προσέγγιση της ιστορίας των επιστημών: την άποψη ότι η τεχνολογία συνιστά την εφαρμογή των επιστημών, και τη θέση περί της ουδετερότητας της επιστήμης και της «καλής» ή «κακής» χρήσης της.
Για τη σχέση επιστημών και τεχνολογίας, προβάλλεται συχνά μία άκαμπτη και αιτιακή σχέση μεταξύ τους, η τεχνολογία θεωρείται ως «εφαρμοσμένη επιστήμη» και ότι οι επιστήμες θεωρητικοποιούν πολλές από τις τεχνικές και τεχνολογικές επινοήσεις που προκύπτουν από εμπειρικές διεργασίες. Παρά τις μεμονωμένες, όμως, καταστάσεις που συναντώνται στην εξέλιξη των επιστημών και της τεχνολογίας, η ερμηνεία των οποίων γίνεται ικανοποιητικά με τα παραπάνω σχήματα, η γενίκευση μιας τέτοιας αντίληψης αποτελεί ένα ιδιαίτερα περιοριστικό ερμηνευτικό σχήμα και ευτελίζει την έννοια της υλικής πραγματικότητας, που διαμορφώνει τις επιστήμες υπονομεύοντας ταυτοχρόνως και την αυτονομία της ιστορίας της τεχνολογίας.
Η άποψη περί της ουδετερότητας της επιστήμης, και της «καλής» ή «κακής» χρήσης της, αποτελεί μία άποψη που υπονομεύει το ίδιο το εγχείρημα για μία μαρξιστική ανάγνωση της ιστορίας των επιστημών. Μετατρέπει το αίτημα της ιστορίας των επιστημών σε ένα αίτημα αποτίμησης της χρήσης των επιστημών στη διάρκεια της ιστορίας τους, εκτοπίζοντας τις όποιες συζητήσεις ιστοριογραφικού (και συχνά ιστορικού) περιεχομένου. Θεωρώντας αυτονόητες τις εγγενώς προβληματικές έννοιες της «καλής» ή «κακής» χρήσης των επιστημών, πολλοί που εμμένουν σε μία αντίληψη που καθιστά ουδέτερες τις επιστήμες χρησιμοποιούν την ιστορία για να αναδείξουν, ουσιαστικά, τη χρήση και την κοινωνική λειτουργία των επιστημών στην ιστορική πορεία του καπιταλισμού. Αντιθέτως, η ενδεχομενικότητα στην εξέλιξη των επιστημών αναδεικνύει το γεγονός ότι στη γένεση και εξέλιξη των επιστημών εγγράφεται ένα σύνολο αξιών που υπερβαίνουν το σχετικά στενό πλαίσιο που καθορίζει αυτό καθαυτό το πρόβλημα που μελετάται και η εγγραφή αυτή διαμορφώνει ως ένα βαθμό και τις μετέπειτα χρήσεις της γνώσης που προκύπτει.
Τα παραπάνω, λοιπόν, συνιστούν ένα πλαίσιο που επιτρέπει να τεθούν νέα ερωτήματα, να γίνει κατανοητό τμήμα, έστω, της γενεαλογίας της προβληματικής γύρω από τις συζητήσεις για τη σχέση της επιστήμης με τη φιλοσοφία και την ιστορία, να αποφευχθούν διάφορες ιστοριογραφικά αδιέξοδες πεποιθήσεις οι οποίες, ιστορικά, έχουν εκφραστεί από μαρξιστές, και να αναδειχθεί η σημασία της ενδεχομενικότητας στην εξέλιξη των επιστημών υπονομεύοντας, έτσι, την αντίληψη περί ουδέτερης επιστήμης. Η επεξεργασία των παραπάνω ιστοριογραφικών κατηγοριών, στην απόπειρα δημιουργίας ενός μαρξιστικού πλαισίου για την ιστορία των επιστημών, θα μας επιτρέψει να συνομιλήσουμε και με όσα γίνονται στην πολιτική και κοινωνική ιστορία, στην ανθρωπολογία, στην ψυχανάλυση, στην κοινωνιολογία και σε άλλες επιστήμες. Τέτοιου είδους συνομιλίες οδηγούν σε γόνιμες συνθέσεις και στην ανάδειξη νέων ιστοριογραφικών κατηγοριών και νέων επεξεργασιών, που με την σειρά τους θα οδηγήσουν σε επαναδιατυπώσεις των θεωρήσεων που επιχειρήσαμε εδώ.
Απόσπασμα από το ομότιτλο άρθρο του Κώστα Γαβρόγλου, στον τόμο Μαρξισμός και Επιστήμες: Ιστοριογραφικές και Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 384
Μαρξισμός και φιλοσοφία της επιστήμης
Επιστημονική αντικειμενικότητα έναντι κοινωνικού σχετικισμού
ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΜΠΑΛΤΑ
Στον περίφημο πρόλογο της Συμβολής στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του 1859, δηλαδή το κυριότερο έργο του πριν από το Κεφάλαιο, ο Μαρξ αποφεύγει να θέσει την επιστήμη ανάμεσα στις «νομικές, πολιτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές» υπό τις οποίες οι «άνθρωποι συνειδητοποιούν και φέρουν σε πέρας τη σύγκρουση» ανάμεσα σε παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις. Αντίθετα, ο ίδιος φαίνεται να αντιδιαστέλλει καθαρά αυτές τις «ιδεολογικές μορφές» από τον «επιστημονικά αυστηρό τρόπο» με τον οποίο μπορούμε να διαπιστώνουμε τους «υλικούς μετασχηματισμούς των συνθηκών οικονομικής παραγωγής». Η διάκριση επιστήμης και ιδεολογίας, όπως τίθεται έτσι σχεδόν ρητά, φαίνεται κατ’ αρχήν να μας επιτρέπει να συναγάγουμε πως ο «επιστημονικά αυστηρός τρόπος» είναι εγγενώς προικισμένος με την ικανότητα να αίρεται υπεράνω των συγκρούσεων ανάμεσα σε παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις, ώστε να μπορεί να αποτιμά με τη δέουσα αντικειμενικότητα τα συναφή αίτια και διακυβεύματα και να προβαίνει συνεπώς σε αμερόληπτες διαπιστώσεις, δηλαδή διαπιστώσεις που δεν υπόκεινται στις υποκειμενικότητες ή τα συμφέροντα της μιας ή της άλλης πλευράς. Το ερώτημα του πώς η επιστήμη είναι σε θέση να αντλεί αυτήν την ικανότητα αντικειμενικότητας και αμεροληψίας δεν φαίνεται να απασχολεί καθόλου τον Μαρξ. Τουλάχιστον στο εν λόγω κείμενο.
Από την άλλη μεριά όμως, αφού «ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει τη διαδικασία της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής εν γένει» ενώ τόσο ο ρητός όσο και ο διάχυτος υλισμός του Μαρξ του απαγορεύει να θεωρήσει την επιστήμη ως κάτι εξωτερικό, ξένο ή ανεξάρτητο από την τελευταία, ο ίδιος φαίνεται να υποστηρίζει στο ίδιο κείμενο ότι οι όροι και οι μορφές ανάπτυξης της επιστήμης, αν όχι αυτά καθ’ εαυτά τα επιστημονικά αποτελέσματα, εξαρτώνται καθοριστικά από τα στάδια ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων κατά τις παραγωγικές σχέσεις που τους αντιστοιχούν κάθε φορά. Με άλλα λόγια, ο Μαρξ φέρεται να θεωρεί όχι μόνον πως η επιστήμη, παρά την αντικειμενικότητα και αμεροληψία της, παραμένει αγκυρωμένη στην κοινωνία, αλλά και πως η όλη εξέλιξή της εξαρτάται καθοριστικά από εκείνη: αφού «η ανθρωπότητα δεν θέτει ποτέ προβλήματα που δεν μπορεί να λύσει», τα επιστημονικά προβλήματα που θέτει η επιστήμη κατά το οποιοδήποτε στάδιο ανάπτυξής της δεν μπορεί παρά να είναι προβλήματα που, σε τελευταία τουλάχιστον ανάλυση, το αντίστοιχο σύμπλοκο παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων επιτρέπει να τεθούν, δηλαδή να διατυπωθούν ώστε να λυθούν.
Διαπιστώνουμε έτσι πως το κείμενο του Μαρξ συγκροτεί εδώ μια σημαίνουσα ένταση, αν όχι μια καθαυτό αντίφαση. Από τη μια μεριά, η επιστήμη παρουσιάζεται ως ικανή να αποφαίνεται αντικειμενικά και αμερόληπτα για τους απολύτους καθοριστικούς «υλικούς μετασχηματισμούς των συνθηκών οικονομικής παραγωγής». Αλλά από την άλλη μεριά, και ταυτόχρονα, η ίδια, δηλαδή η δυνατότητα να τίθενται, να διατυπώνονται και να λύνονται τα εκάστοτε επιστημονικά προβλήματα, παρουσιάζεται να εξαρτάται εξίσου καθοριστικά από τους ίδιους τους μετασχηματισμούς αυτούς. Με άλλα λόγια, αν η δυνατότητα διατύπωσης και λύσης των επιστημονικών προβλημάτων εξαρτάται από την «οικονομική δομή της κοινωνίας», πώς είναι σε θέση η επιστήμη να αποφαίνεται αντικειμενικά και αμερόληπτα επί των όσων συγκροτούν αυτήν την «οικονομική δομή»; Μια άλλη «οικονομική δομή» δεν θα οδηγούσε αναπόφευκτα κατά τα παραπάνω στην «άλλη» επιστήμη που θα της αντιστοιχούσε; Και αν ναι, πώς μπορεί να συμβιβαστεί η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία της επιστήμης με τη σχετικότητά της ως προς την «οικονομική δομή»; Δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με κάποιας μορφής κοινωνικό σχετικισμό;
Η ένταση, ανάμεσα στην αιτούμενη αντικειμενικότητα και αμεροληψία της επιστήμης από τη μια μεριά και στην εξίσου αιτούμενη εξάρτηση της ίδιας από την εκάστοτε «οικονομική δομή» από την άλλη, δεν αντιμετωπίζεται σε αυτό το ιστορικής σημασίας κείμενο του Μαρξ. Πολλοί μελετητές έχουν παρατηρήσει άλλωστε πως η εν λόγω ένταση δεν αντιμετωπίζεται ουσιαστικά καθόλου στο όλο έργο του ίδιου συγγραφέα. Αν εξαιρέσουμε λίγες σελίδες εδώ ή εκεί, που στην ουσία διατυπώνουν με παρεμφερείς όρους την ίδια ένταση, χωρίς μολαταύτα να σκιαγραφούν τρόπους για την άρση της, από το έργο του Μαρξ απουσιάζει η επαρκής φιλοσοφική θεώρηση των πόλων της έντασης και των σχέσεων μεταξύ τους, δηλαδή η γνωσιοθεωρία που θα εντόπιζε ρητά τα συναφή ζητήματα, θα τα αντιμετώπιζε ευθέως και θα πρότεινε τρόπους για την έλλογη και φιλοσοφικά συνεπή κατανόησή τους. Ο Μπαλιμπάρ μάλιστα προχωρεί ένα βήμα παραπέρα: «οι [φιλοσοφικές] διατυπώσεις του Μαρξ δεν αποτελούν σύνολο που έχει συνοχή ... τουλάχιστον εάν η ιδέα της συνοχής ... παραπέμπει στην ιδέα ενός [φιλοσοφικού] συστήματος». Με μία λέξη, ο Μαρξ δεν διατυπώνει πουθενά κάποιο φιλοσοφικό σύστημα, βασικός αρμός του οποίου θα ήταν μια γνωσιοθεωρία που θα διέκρινε μια για πάντα την επιστήμη από την ιδεολογία και θα οδηγούσε από κει στην κατανόηση της έντασης που επισημάναμε. Το πώς και το γιατί αυτή η σημαίνουσα απουσία αποκρύφτηκε και καλύφθηκε πίσω από τον λεγόμενο «διαλεκτικό υλισμό», σταλινικής ουσιαστικά επινόησης, δεν είναι του παρόντος (1).
Οφείλουμε βέβαια να υπογραμμίσουμε ότι ο Μαρξ δεν είναι κατά κανένα τρόπο φιλοσοφικά αφελής. Αυτός ξεκίνησε τη φιλοσοφική του διαδρομή υπό την επήρεια του Χέγκελ ενώ, όπως έχει δείξει αναλυτικά ο Αλτουσέρ, ουδέποτε άσκησε αναλυτική και συστηματική κριτική στον βασικό πυρήνα της εγελιανής φιλοσοφίας. Στον επίλογο της δεύτερης γερμανικής έκδοσης του Κεφαλαίου μάλιστα, ο ίδιος ομολογεί ότι δεν διστάζει να «φλερτάρει με τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο εκφράζεται» ο Χέγκελ. Τώρα, όπως είναι γνωστό, ο Χέγκελ γράφει από τη σκοπιά του τέλους της ιστορίας: η ιστορία έχει τελειώσει κοινωνικά με την έλευση του πρωσικού κράτους, έχει τελειώσει σε επίπεδο φυσικής επιστήμης με τη νευτώνεια θεωρία, έχει τελειώσει σε επίπεδο ιδεών εν γένει με τη φιλοσοφία του ίδιου του Χέγκελ. Αλλά αν η σκοπιά από την οποία αποτιμάται η κοινωνία, και όλες οι εξελίξεις της, συμπεριλαμβανομένων των επιστημονικών, είναι η σκοπιά της ήδη τελειωμένης ιστορίας, τότε αυτή η σκοπιά ενέχει τη δυνατότητα καθολικής αντικειμενικής επόπτευσης και κατά συνέπεια η παραπάνω ένταση αίρεται εκ προοιμίου, δηλαδή δεν τίθεται καν. Οφείλουμε βέβαια να σημειώσουμε ότι για τον νεαρό Μαρξ το πρωσικό κράτος και η εγελιανή φιλοσοφία δεν σηματοδοτεί το τέλος της ιστορίας. Προκειμένου να ολοκληρωθεί η «προϊστορία της ανθρωπότητας», απομένει η γνήσια προλεταριακή επανάσταση. Αλλά το εναπομένον αυτό ιστορικό έλλειμμα δεν αλλάζει ουσιαστικά τη βασική ιδιότητα του σχήματος του Χέγκελ που ενδιαφέρει εδώ: η επόπτευση των πραγμάτων από τη «σκοπιά του προλεταριάτου» εξασφαλίζει και πάλι καθολική αντικειμενικότητα και άρα η εν λόγω ένταση εξακολουθεί να μην υφίσταται. Με αυτήν την έννοια, ο Μαρξ δικαιούται φιλοσοφικά να μην «βλέπει» την ένταση που επισημαίνουμε.
Ωστόσο, όπως θα διαπιστώσουμε διεξοδικότερα παρακάτω, το φιλοσοφικό κόστος που καλείται να πληρώσει μια τέτοιου τύπου εξαφάνιση της έντασης που μας απασχολεί δεν είναι καθόλου αμελητέο...
(1) Βλέπε μολαταύτα ανάμεσα σε πολλά άλλα Μπαλιμπάρ (ό.π.) και (Zapata 1983). Για μια γενικότερη θεώρηση των σχέσεων του Μαρξισμού –τουλάχιστον όπως αυτός εκλαμβανόταν κατά τις διάφορες περιόδους που συνιστούν την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος και της Σοβιετικής Ένωσης– με τις φιλοσοφικές προσεγγίσεις της επιστήμης βλέπε (Sheehan 1993).
Απόσπασμα από το ομώνυμο άρθρο του Αριστείδη Μπαλτά στον τόμο Μαρξισμός και Επιστήμες: Ιστοριογραφικές και Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 384
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου