17/4/10

Μαρξισμός και ιστορία των επιστημών

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ

Η απόπειρα διαμόρφωσης ενός πλαισίου για την διερεύνηση της σχέσης μαρξισμού και ιστορίας των επιστημών συγκροτήθηκε γύρω από πέντε ερωτήματα:
Για ποιους λόγους έχει νόημα να διαμορφωθεί μια μαρξιστική ανάγνωση της ιστορίας των επιστημών;
Τι είδους συμπεράσματα μπορούμε να αντλήσουμε από τις συζητήσεις γύρω από τον μαρξισμό και τις επιστήμες από τον μεσοπόλεμο και μετά;
Ποιες θεωρητικές κατηγορίες χρήζουν διευκρινίσεων και ποιες πρέπει να εισαχθούν για την διαμόρφωση μιας μαρξιστικής ανάγνωσης της ιστορίας των επιστημών;
Με βάση τις συζητήσεις που έχουν στο γίνει στο παρελθόν, ποιες έννοιες ή και «αρχές» δυσκολεύουν τις απόπειρες για μια μαρξιστική ιστορία των επιστημών;
Ας προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε τα βασικά σημεία των απαντήσεων που δόθηκαν στα παραπάνω ερωτήματα. Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα αναδεικνύει δύο χαρακτηριστικά των επιστημών: Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ότι οι επιστήμες αποτελούν ιστορικά διαμορφωμένα μορφώματα, η εξέλιξη των οποίων δεν οφείλεται σε νομοτελειακούς παράγοντες που υπαγορεύονται από την «φύση των πραγμάτων» ή την «δομή της φύσης». Οι απαρχές και η μετέπειτα εξέλιξη του κάθε επιστημονικού κλάδου εξαρτάται από συγκεκριμένες χωροχρονικές ιδιαιτερότητες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο όσα αποφασίζουν να κάνουν οι επιστήμονες, αλλά και όσα επιδιώκουν κοινωνικές συλλογικότητες εκτός των επιστημόνων. Φαίνεται ότι αξιακά πλέγματα (που περιλαμβάνουν, ανάμεσα σε άλλα, πολιτικές επιδιώξεις, οικονομικά συμφέροντα, και ιδεολογικούς προσανατολισμούς) (επαν)εγγράφονται συνεχώς στις επιστήμες στη διάρκεια της εξέλιξής τους, δημιουργώντας ένα πλαίσιο το οποίο δεν καθιστά όλες τις πιθανές χρήσεις εξ ίσου δυνατές. Το δεύτερο χαρακτηριστικό των επιστημών στις μέρες μας σχετίζεται με τον καταμερισμό εργασίας στην παραγωγή επιστημονικής γνώσης. Η τόση μεγάλη ομοιότητα με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής θέτει το ερώτημα αν μπορούμε να διερευνήσουμε, με μαρξιστικούς όρους, τι ακριβώς είναι αυτό που παράγεται όταν παράγεται επιστημονική γνώση. Μήπως, με άλλα λόγια, η επιστημονική γνώση έχει τα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, η διαδικασία παραγωγής του οποίου δημιουργεί και την ιδεολογία που είναι απαραίτητη για την διακίνηση και ηγεμονία του.
Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα σχετίζεται με την παράδοση που είχαν διαμορφώσει οι συζητήσεις και δραστηριότητες των μαρξιστών γύρω από τις επιστήμες, από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 και μετά. Οι πρώτες επεξεργασίες αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά τον 16ο και 17ο αιώνα. Οι μαρξιστικές προσεγγίσεις δεν απέκτησαν ακαδημαϊκό έρεισμα, παρά το ακαδημαϊκό κύρος δύο τουλάχιστον εκπροσώπων τους στον αγλλοσαξωνικό χώρο, των John Bernal και Joseph Needham. Η κοινωνική ιστορία των επιστημών χωρίς μαρξιστικές αναφορές ουσιαστικά εγκαινιάζεται το 1938 από τον Merton και γίνεται δεκτή ως κοινωνιολογία της επιστήμης στον ακαδημαϊκό χώρο. Σίγουρα δεν βοήθησε στη δημιουργία ενός ευνοϊκού κλίματος για τις μαρξιστικές προσεγγίσεις στην ιστορία των επιστημών η σχεδόν αποκλειστική εμμονή πολλών από τους μαρξιστές, στη Δύση, στη διερεύνηση της κοινωνικής λειτουργίας των επιστημών, στην καταγγελία της καπιταλιστικής επιστήμης ή στις προσπάθειες ανάδειξης του αδιεξόδου των επιστημών σε καπιταλιστικές συνθήκες. Η ολοένα και εντεινόμενη ιδεολογική αντιπαράθεση εφ’ όλης της ύλης στις δυτικές κοινωνίες, ανάγκασε όσους ασχολήθηκαν με τη διαμόρφωση μιας μαρξιστικής ιστορίας των επιστημών, να αποφασίσουν να εμπλακούν πολιτικά με πιο ζωτικά πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα, εγκαταλείποντας ουσιαστικά τις ακαδημαϊκές ενασχολήσεις. Οι τελικές διατυπώσεις των θεωριών της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής οδήγησαν στην (επανα)πραγμάτευση εννοιών, η ισχύς των οποίων δεν είχε αμφισβητηθεί για τις επιστήμες, τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα. Οι έντονες συζητήσεις σχετικά με το διακύβευμα της αντικειμενικότητας και της αιτιότητας, γρήγορα πήραν έναν χαρακτήρα πολεμικής ανάμεσα σε μαρξιστές και μη μαρξιστές. Σύντομα έγινε σαφές ότι υπήρχε, ουσιαστικά, ένα ιδεολογικό διακύβευμα, και οι φιλοσοφικές (και συχνά εκλαϊκευτικές) συζητήσεις για τη σύγχρονη φυσική εκτόπισαν τις ήδη αναιμικές αναζητήσεις των ιστορικών για μία μαρξιστική προσέγγιση της ιστορίας των επιστημών. Η ίδια κατάσταση επικράτησε, εν πολλοίς, και στους κόλπους της Σοβιετικής Ένωσης. Το κλίμα έντονης πόλωσης ανάμεσα σε (παραδοσιακούς) μαρξιστές και μη μαρξιστές, αλλά και οι πρωτοφανείς ανακατατάξεις στη δεκαετία του 1960 στους κόλπους της αριστεράς στη Δύση, δεν ευνόησαν τελικά την όσμωση ιδεών ανάμεσα στη νέα αριστερά και την απερχόμενη γενιά του 1920-30. Άρχισε, όμως, ανάμεσα στους εκπροσώπους των νέων επεξεργασιών του μαρξισμού, να επικρατεί η τάση της έντονης κριτικής προς τη Σοβιετική Ένωση και της κοινωνικής λειτουργίας των επιστημών εκεί.
Στο πλαίσιο μιας μαρξιστικής θεώρησης της επιστήμης, η αποσαφήνιση φιλοσοφικών κατηγοριών είναι διαλεκτικά συνδεδεμένη με την ιστορική μελέτη της επιστήμης και η απάντηση στο τρίτο ερώτημα επιχειρηματολογεί υπέρ της αποδοχής της ιστορικότητας των εννοιών της αλήθειας, της αντικειμενικότητας, της αιτιότητας, οι οποίες, μαζί με την ιστορικότητα των διαδικασιών πειθούς, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της όποιας ιστορίας των επιστημών. Μία ενδιαφέρουσα ιστοριογραφική διάσταση που, όμως, προέκυψε από θεωρητικές συζητήσεις για το (κοινωνικό) φαινόμενο της επιστήμης, εμφανίζεται να είναι η ενδεχομενικότητα: η δυνατότητα να είχε εξελιχθεί η επιστήμη διαφορετικά από ό,τι εξελίχθηκε, η σημασία των διαφορετικών επιλογών σε κάθε συγκυρία για την εξέλιξη των επιστημών, και το ότι η συγκεκριμένη κάθε φορά πορεία δεν ακολουθείται επειδή προκύπτει από τη «φύση των πραγμάτων» που εξετάζουν οι επιστήμες, αλλά από τη γενικότερη λειτουργία των επιστημόνων που διαμορφώνεται με κριτήρια που αφορούν ένα σύνολο κοινωνικών και ιδεολογικών παραμέτρων, όπως και από την εσωτερική και τεχνική δομή της κάθε επιστήμης. Η ενδεχομενικότητα των επιστημονικών εξελίξεων υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις, η κυρίαρχη ιδεολογία, οι κρατικές πολιτικές για την επιστήμη είναι συνεχώς παρούσες στην εξέλιξη των επιστημών.
Η απάντηση στο τέταρτο ερώτημα προσανατολίστηκε στην αποδέσμευση από δύο ιδιαίτερα προβληματικές κατευθύνσεις προβληματισμού που χαρακτήρισαν πολλές από τις συζητήσεις σχετικά με τη μαρξιστική προσέγγιση της ιστορίας των επιστημών: την άποψη ότι η τεχνολογία συνιστά την εφαρμογή των επιστημών, και τη θέση περί της ουδετερότητας της επιστήμης και της «καλής» ή «κακής» χρήσης της.
Για τη σχέση επιστημών και τεχνολογίας, προβάλλεται συχνά μία άκαμπτη και αιτιακή σχέση μεταξύ τους, η τεχνολογία θεωρείται ως «εφαρμοσμένη επιστήμη» και ότι οι επιστήμες θεωρητικοποιούν πολλές από τις τεχνικές και τεχνολογικές επινοήσεις που προκύπτουν από εμπειρικές διεργασίες. Παρά τις μεμονωμένες, όμως, καταστάσεις που συναντώνται στην εξέλιξη των επιστημών και της τεχνολογίας, η ερμηνεία των οποίων γίνεται ικανοποιητικά με τα παραπάνω σχήματα, η γενίκευση μιας τέτοιας αντίληψης αποτελεί ένα ιδιαίτερα περιοριστικό ερμηνευτικό σχήμα και ευτελίζει την έννοια της υλικής πραγματικότητας, που διαμορφώνει τις επιστήμες υπονομεύοντας ταυτοχρόνως και την αυτονομία της ιστορίας της τεχνολογίας.
Η άποψη περί της ουδετερότητας της επιστήμης, και της «καλής» ή «κακής» χρήσης της, αποτελεί μία άποψη που υπονομεύει το ίδιο το εγχείρημα για μία μαρξιστική ανάγνωση της ιστορίας των επιστημών. Μετατρέπει το αίτημα της ιστορίας των επιστημών σε ένα αίτημα αποτίμησης της χρήσης των επιστημών στη διάρκεια της ιστορίας τους, εκτοπίζοντας τις όποιες συζητήσεις ιστοριογραφικού (και συχνά ιστορικού) περιεχομένου. Θεωρώντας αυτονόητες τις εγγενώς προβληματικές έννοιες της «καλής» ή «κακής» χρήσης των επιστημών, πολλοί που εμμένουν σε μία αντίληψη που καθιστά ουδέτερες τις επιστήμες χρησιμοποιούν την ιστορία για να αναδείξουν, ουσιαστικά, τη χρήση και την κοινωνική λειτουργία των επιστημών στην ιστορική πορεία του καπιταλισμού. Αντιθέτως, η ενδεχομενικότητα στην εξέλιξη των επιστημών αναδεικνύει το γεγονός ότι στη γένεση και εξέλιξη των επιστημών εγγράφεται ένα σύνολο αξιών που υπερβαίνουν το σχετικά στενό πλαίσιο που καθορίζει αυτό καθαυτό το πρόβλημα που μελετάται και η εγγραφή αυτή διαμορφώνει ως ένα βαθμό και τις μετέπειτα χρήσεις της γνώσης που προκύπτει.
Τα παραπάνω, λοιπόν, συνιστούν ένα πλαίσιο που επιτρέπει να τεθούν νέα ερωτήματα, να γίνει κατανοητό τμήμα, έστω, της γενεαλογίας της προβληματικής γύρω από τις συζητήσεις για τη σχέση της επιστήμης με τη φιλοσοφία και την ιστορία, να αποφευχθούν διάφορες ιστοριογραφικά αδιέξοδες πεποιθήσεις οι οποίες, ιστορικά, έχουν εκφραστεί από μαρξιστές, και να αναδειχθεί η σημασία της ενδεχομενικότητας στην εξέλιξη των επιστημών υπονομεύοντας, έτσι, την αντίληψη περί ουδέτερης επιστήμης. Η επεξεργασία των παραπάνω ιστοριογραφικών κατηγοριών, στην απόπειρα δημιουργίας ενός μαρξιστικού πλαισίου για την ιστορία των επιστημών, θα μας επιτρέψει να συνομιλήσουμε και με όσα γίνονται στην πολιτική και κοινωνική ιστορία, στην ανθρωπολογία, στην ψυχανάλυση, στην κοινωνιολογία και σε άλλες επιστήμες. Τέτοιου είδους συνομιλίες οδηγούν σε γόνιμες συνθέσεις και στην ανάδειξη νέων ιστοριογραφικών κατηγοριών και νέων επεξεργασιών, που με την σειρά τους θα οδηγήσουν σε επαναδιατυπώσεις των θεωρήσεων που επιχειρήσαμε εδώ.

Απόσπασμα από το ομότιτλο άρθρο του Κώστα Γαβρόγλου, στον τόμο Μαρξισμός και Επιστήμες: Ιστοριογραφικές και Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 384

Δεν υπάρχουν σχόλια: