(Απόσπασμα)
ΤΟΥ BORIS HESSEN
Συγκρίνοντας, λοιπόν, τα κύρια τεχνικά και φυσικά προβλήματα αυτής της περιόδου [17ος αιώνας] με τις έρευνες που διεξάγονταν την ίδια εποχή στη φυσική, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι έρευνες αυτές υπαγορεύτηκαν κυρίως από τις οικονομικές και τεχνικές προκλήσεις που έθετε σε προτεραιότητα η ανερχόμενη αστική τάξη.
Κατά τη διάρκεια λοιπόν αυτής της περιόδου του εμπορευματικού κεφαλαίου, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έθεσε στην επιστήμη μια σειρά πρακτικά προβλήματα, η επίλυση των οποίων ήταν επιτακτική.
Η επίσημη επιστήμη, κέντρο της οποίας ήταν το μεσαιωνικό πανεπιστήμιο, όχι μόνο δεν προσπάθησε να επιλύσει αυτά τα προβλήματα αλλά εναντιώθηκε ενεργά στην ανάπτυξη των φυσικών επιστημών.
Τα πανεπιστήμια από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα ήταν τα επιστημονικά κέντρα της φεουδαρχίας. Ήταν οι εστίες των φεουδαρχικών παραδόσεων, τις οποίες μάλιστα υπερασπίζονταν ενεργά. Το 1655, κατά τη διαπάλη μεταξύ αρχιμαστόρων και τεχνιτών, η Σορβόννη υποστήριξε ενεργά το συντεχνιακό σύστημα των επαγγελμάτων και τάχθηκε στο πλευρό των αρχιμαστόρων, επικαλούμενη αποδείξεις «και από την επιστήμη και από την Αγία Γραφή».
Η εκπαίδευση που παρείχαν τα μεσαιωνικά πανεπιστήμια, στο σύνολό της, αποτελούσε ένα σύστημα κλειστό και σχολαστικό. Η επιστήμη της φύσης δεν είχε θέση στα πανεπιστήμια αυτά. Στο Παρίσι το 1355 αποφασίστηκε να διδάσκουν τον Ευκλείδη μόνο τις ημέρες των διακοπών.
Τα έργα του Αριστοτέλη, από τα οποία είχε αφαιρεθεί όλο το ζωντανό περιεχόμενό τους, αποτελούσαν τα κύρια εγχειρίδια της «επιστήμης της φύσης». Ακόμα και η ιατρική διδασκόταν ως κλάδος της λογικής. Κανείς δεν μπορούσε να τη σπουδάσει αν δεν είχε σπουδάσει προηγουμένως λογική επί τρία χρόνια. Αλλά όταν έφταναν οι εξετάσεις, ο σπουδαστής έπρεπε να απαντήσει σε μία ερώτηση που δεν είχε καμιά σχέση με τη λογική (να αποδείξει ότι ήταν τέκνο ενός νόμιμου ζευγαριού) και προφανώς αυτή η μοναδική ερώτηση δύσκολα μπορούσε να επιβεβαιώσει τη γνώση της ιατρικής. Τα φεουδαρχικά πανεπιστήμια αντιμάχονταν τη νέα επιστήμη, με δύναμη ανάλογη εκείνης που έφερε σε αντιπαράθεση τις φεουδαρχικές σχέσεις που ψυχορραγούσαν με τις νέες προοδευτικές μεθόδους παραγωγής.
Γι’ αυτά, ό,τι δεν περιείχαν τα έργα του Αριστοτέλη απλούστατα δεν υπήρχε. Όταν ο Kircher (αρχές του 17ου αιώνα) υπέδειξε σε κάποιον ιησουίτη καθηγητή της επαρχίας πώς να δει με το τηλεσκόπιό του τις ηλιακές κηλίδες που είχαν πρόσφατα παρατηρηθεί, εκείνος του απάντησε: «Είναι μάταιο, παιδί μου! Έχω διαβάσει ολόκληρο τον Αριστοτέλη δύο φορές και δεν έχω βρει τίποτα σχετικά με κηλίδες επάνω στον Ήλιο. Δεν υπάρχουν κηλίδες στον Ήλιο. Οφείλονται είτε σε ατέλειες του τηλεσκοπίου σας είτε σε ελαττώματα της όρασής σας».
Όταν ο Γαλιλαίος εφηύρε το τηλεσκόπιο και ανακάλυψε τις φάσεις της Αφροδίτης, οι φιλόσοφοι του Πανεπιστημίου αρνήθηκαν να ακούσουν οτιδήποτε σχετικά με τις νέες ανακαλύψεις, ενώ, αντίθετα, οι εμπορικές εταιρείες έδειξαν ενδιαφέρον για το όργανο αυτό, διότι ήταν καλύτερο από τα αντίστοιχα όργανα που κατασκευάζονταν στην Ολλανδία.
Στις 19 Αυγούστου 1610, ο Γαλιλαίος έγραφε με πικρία στον Κέπλερ: «Μας προκαλεί γέλια, Κέπλερ, η μεγάλη ανοησία των ανθρώπων. Τι να πει κανείς για τους επιφανέστερους φιλοσόφους αυτής της σχολής, που, με πείσμα οχιάς, παρά τις προσκλήσεις που χίλιες φορές επανέλαβα, δεν καταδέχτηκαν να ρίξουν μια ματιά στους πλανήτες, στη Σελήνη, ούτε καν στο ίδιο το τηλεσκόπιο. Τα μάτια αυτών των ανθρώπων είναι κλειστά στο φως της αλήθειας. Είναι πράγματι εκπληκτικό αλλά εμένα δεν με εκπλήσσει. Αυτό το είδος ανθρώπων νομίζει ότι η φιλοσοφία είναι ένα είδος βιβλίου ... ότι δεν πρέπει να ψάχνουμε την αλήθεια στον κόσμο ή στη φύση, αλλά στην αντιπαραβολή των κειμένων».
[...]
Στο β΄ μισό του 18ου αιώνα οι ιησουΐτες καθηγητές στη Γαλλία δεν είχαν ακόμα πεισθεί να αποδεχτούν τις θεωρίες του Κοπέρνικου. Το 1760 οι Leseur και Jacquier θεώρησαν καλό να προσθέσουν στη λατινική έκδοση των Principia του Νεύτωνα την εξής σημείωση: «Στο τρίτο βιβλίο του ο Νεύτων εφαρμόζει την υπόθεση της κίνησης της Γης. Τα αξιώματα του συγγραφέα δεν μπορούν να ερμηνευθούν παρά μόνο βάσει αυτής της υπόθεσης. Είμαστε έτσι υποχρεωμένοι να ενεργήσουμε στο όνομα κάποιου άλλου. Αλλά από την πλευρά μας διακηρύσσουμε ευθαρσώς ότι δεχόμαστε τις απόψεις που έχουν εκφραστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές εναντίον της κίνησης της Γης».
Τα πανεπιστήμια εκπαίδευαν σχεδόν αποκλειστικά κληρικούς και νομικούς.
[...]
Για να επιλυθούν τα τεχνικά προβλήματα που αναφέραμε πιο πάνω, απαιτούνταν πολλές τεχνικές γνώσεις και σημαντικές μελέτες στα μαθηματικά και στη φυσική. Το τέλος του Μεσαίωνα (κατά τα μέσα του 15ου αιώνα) χαρακτηρίζεται από την ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη της βιομηχανίας, ανάπτυξη που ήταν επίτευγμα των αστών του Μεσαίωνα. Την περίοδο αυτή βελτιώνεται η παραγωγή, αποκτά μεγαλύτερη ποικιλία, πραγματοποιείται σε μεγαλύτερη κλίμακα, γίνεται μαζική. Αναπτύσσονται οι εμπορικές σχέσεις.
Όταν, όπως παρατηρεί ο Ένγκελς, οι επιστήμες προοδεύουν με εκπληκτικό ρυθμό μετά τη «σκοτεινή νύχτα» του Μεσαίωνα, αιτία αυτής της προόδου είναι η βιομηχανία.
Η βιομηχανία αναπτύχθηκε με ταχύτατους ρυθμούς από την εποχή των σταυροφοριών και σ’ αυτό συνέβαλε ο μεγάλος αριθμός νέων επιτευγμάτων (μεταλλουργία, ορυχεία, πολεμική βιομηχανία, βαφές), τα οποία δεν προσέφεραν μόνο νέο υλικό μελέτης αλλά και νέα μέσα πειραματισμού, επιτρέποντας ταυτόχρονα την κατασκευή νέων οργάνων. Μπορούμε να πούμε ότι από την εποχή αυτή αρχίζει να υπάρχει η συστηματική πειραματική επιστήμη.
Επιπλέον, οι μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις, που σε τελευταία ανάλυση οφείλονταν σε συμφέροντα που συνδέονταν με τη βιομηχανία, προμήθευσαν μ’ έναν πελώριο όγκο, απρόσιτων μέχρι τότε, δεδομένων τους τομείς της φυσικής (μαγνητική απόκλιση), της αστρονομίας, της μετεωρολογίας και της βοτανικής. Τέλος, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εμφανίστηκε ένα ισχυρό όργανο διάδοσης των γνώσεων: το τυπογραφικό πιεστήριο.
Η κατασκευή των καναλιών, των υδατοφρακτών και των πλοίων, των στοών και των εγκαταστάσεων των μεταλλίων, ο εξαερισμός τους, η άντληση των νερών, ο σχεδιασμός και η κατασκευή των πυροβόλων όπλων και των φρουρίων, τα προβλήματα της βαλλιστικής, ο σχεδιασμός και η κατασκευή οργάνων ναυσιπλοΐας, η επεξεργασία μεθόδων για την καθιέρωση θαλάσσιων οδών, όλα αυτά απαιτούσαν εργάτες τελείως διαφορετικού τύπου από εκείνους που είχαν εκπαιδεύσει μέχρι τότε τα πανεπιστήμια. Το γ΄ τέταρτο του 16ου αιώνα, θέλοντας να προσδιορίσει τις ελάχιστες γνώσεις που έπρεπε να έχει ένας επιστάτης ορυχείων, ο Johann Mathesius απαριθμούσε τη βαθιά γνώση των μεθόδων τριγωνισμού, την καλή γνώση της ευκλείδειας γεωμετρίας, την ικανότητα να χρησιμοποιεί την πυξίδα –απαραίτητη για τη διάνοιξη και τον υπολογισμό της ορθής κατεύθυνσης των στοών του ορυχείου– και την κατανόηση του τρόπου κατασκευής των μηχανημάτων άντλησης νερών και εξαερισμού.
Υπογράμμιζε ότι για την κατασκευή των στοών και την καλή λειτουργία των ορυχείων χρειάζονταν μηχανικοί που θα είχαν θεωρητική εκπαίδευση, διότι η εργασία αυτή υπερέβαινε κατά πολύ τις δεξιότητες ενός μέσου ανεκπαίδευτου μεταλλωρύχου.
Υπό το φως αυτών των δεδομένων, κατανοούμε ότι το επάγγελμα αυτό, προφανώς, δεν ήταν δυνατόν να το σπουδάσει κανείς στα πανεπιστήμια της εποχής. Η νέα επιστήμη αναπτύχθηκε αντιπαλεύοντας τα πανεπιστήμια, ως μια μη πανεπιστημιακή επιστήμη.
Η πάλη ανάμεσα στην πανεπιστημιακή και στη μη πανεπιστημιακή επιστήμη, η οποία εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της ανερχόμενης αστικής τάξης, αντανακλούσε στο ιδεολογικό πεδίο την ταξική πάλη μεταξύ αστικής τάξης και φεουδαρχίας.
Η επιστήμη προόδευε βήμα-βήμα, με τον ίδιο ρυθμό που αναπτυσσόταν και ανθούσε η αστική τάξη. Για να αναπτύξει τη βιομηχανία της, η αστική τάξη είχε ανάγκη την επιστήμη, η οποία όφειλε να μελετήσει τις ιδιότητες των υλικών σωμάτων και τις μορφές εκδήλωσης των δυνάμεων της φύσης.
Μέχρι τότε η επιστήμη ήταν η ταπεινή θεραπαινίδα της Εκκλησίας και δεν της επιτρεπόταν να διαβεί τα όρια που εκείνη της είχε προσδιορίσει.
Η αστική τάξη είχε ανάγκη την επιστήμη και η επιστήμη αναπτύχθηκε μαζί με την αστική τάξη σε πείσμα της Εκκλησίας (Ένγκελς). Μ’ αυτόν τον τρόπο, η αστική τάξη άρχισε τη διαμάχη της με τη φεουδαρχική Εκκλησία. Εκτός από τις επαγγελματικές σχολές (σχολές μηχανικών ορυχείων, σχολές αξιωματικών του πυροβολικού), κέντρα της νέας επιστήμης και των νέων επιστημών της φύσης, που αναπτύχθηκαν εκτός των πανεπιστημίων, ήταν οι επιστημονικές εταιρείες.
Την ε΄ δεκαετία του 17ου αιώνα, ιδρύθηκε στη Φλωρεντία η περίφημη Accademia del Cimento, με σκοπό την πειραματική μελέτη της φύσης. Ανάμεσα στα μέλη της υπήρχαν επιστήμονες όπως οι Borelli και Viviani. Η Ακαδημία ήταν πνευματικός διάδοχος του Γαλιλαίου και του Torricelli, και συνέχισε το έργο τους. Είχε για έμβλημα τη ρήση Provare e Riprovare.
Το 1645 συγκροτήθηκε στο Λονδίνο ένας κύκλος επιστημόνων που συγκέντρωσε όλους εκείνους που ενδιαφέρονταν για τις επιστήμες της φύσης. Συνέρχονταν μία φορά την εβδομάδα για να συζητήσουν τα επιστημονικά προβλήματα και τις νέες ανακαλύψεις, και από αυτές τις συναντήσεις γεννήθηκε το 1661 η Βασιλική Ακαδημία (Royal Society). Η Βασιλική Ακαδημία περιέλαβε στους κόλπους της τους κορυφαίους μεταξύ των επιφανέστερων επιστημόνων της Αγγλίας και, προβάλλοντας την αντίθεσή της στην πανεπιστημιακή σχολαστικότητα, υιοθέτησε για έμβλημά της τη ρήση Nullius in verba. Οι Robert Boyle, Brouncker, Brewster, Wren, Halley και Robert Hooke ήταν δραστήρια μέλη της. Ένα από τα επιφανέστερα μέλη της υπήρξε ο Νεύτων.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η ανερχόμενη αστική τάξη έθεσε τις επιστήμες της φύσης στην υπηρεσία της και στην υπηρεσία της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Καθώς ήταν την εποχή εκείνη η πιο προοδευτική τάξη, είχε ανάγκη από την πιο προοδευτική επιστήμη. Η Αγγλική Επανάσταση υπήρξε ένας ισχυρός παράγοντας για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η εμπειρική επίλυση μεμονωμένων προβλημάτων δεν αρκούσε πια προέκυψε η ανάγκη για μια συνθετική μελέτη του συνόλου των φυσικών προβλημάτων που έθεταν επιτακτικά η ανάπτυξη των νέων τεχνικών και η δημιουργία μιας σταθερής θεωρητικής βάσης που θα επέτρεπε να λυθούν τα προβλήματα αυτά με γενικές μεθόδους.
Και επειδή το σύνολο αυτών των προβλημάτων ανήκε στη μηχανική, αυτή η σφαιρική μελέτη των προβλημάτων της φυσικής ισοδυναμούσε με την προσπάθεια δημιουργίας μιας αρμονικής δομής της θεωρητικής μηχανικής, ικανής να παράσχει γενικές μεθόδους επίλυσης των προβλημάτων της επίγειας και ουράνιας μηχανικής. Αυτό το έργο το εκπλήρωσε επιτυχώς ο Νεύτων. Και μόνο ο τίτλος του σημαντικότερου έργου του δείχνει ότι ο σκοπός που είχε θέσει ήταν να δημιουργήσει αυτήν τη σύνθεση.
Στην εισαγωγή των Principia ο Νεύτων επισημαίνει ότι η εφαρμοσμένη μηχανική και η θεωρία των απλών μηχανών είχαν ήδη αναπτυχθεί πριν από αυτόν και ότι η δική του εργασία συνίσταται «όχι στο να συνεισφέρει στα σχετικά με τις διάφορες τέχνες και να επιλύσει επιμέρους προβλήματα αλλά να προσφέρει μια διδασκαλία για τη φύση και να θεμελιώσει τις μαθηματικές βάσεις της φυσικής».
Τα Principia είναι γραμμένα σε αφηρημένη μαθηματική γλώσσα και θα ήταν μάταιο να αναζητήσουμε στις σελίδες τους αναφορές για τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα προβλήματα που θέτει και επιλύει και στις τεχνικές ανάγκες από τις οποίες προέκυψαν.
Όπως ακριβώς η γεωμετρική μέθοδος παρουσίασης δεν ταυτίζεται με τη μέθοδο διά της οποίας ο Νεύτων έκανε τις ανακαλύψεις του, αλλά αποτελεί την αξιοπρεπή, κατά τη γνώμη του, μορφή με την οποία πρέπει να είναι ενδεδυμένες οι λύσεις που βρήκε με άλλα μέσα, έτσι δεν είναι δυνατόν να αναμένουμε από ένα έργο που πραγματεύεται τη «φυσική φιλοσοφία» να περιέχει αναφορές για τις «ευτελείς» πηγές από τις οποίες έλκει την έμπνευσή του.
[1931]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου