ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΙΤΖΗ
Το δοκίμιο του Hessen είναι ένα κείμενο υψηλής θεωρητικής και ιστοριογραφικής αξίας, το οποίο έλκει εκ νέου το διεθνές ενδιαφέρον. Δημιούργησε μια ολόκληρη ιστοριογραφική σχολή εκτός Σοβιετικής Ένωσης και επηρέασε το σύνολο του κλάδου της ιστορίας της επιστήμης. Το κείμενο του Κ. Γαβρόγλου εστιάζει σε αυτή τη διάσταση του δοκιμίου και συνθέτει τα χαρακτηριστικά της μαρξικής προσέγγισης στην ιστορία της επιστήμης.
Ωστόσο, το εν λόγω κείμενο είχε πολλαπλές επιδράσεις, όπως προκύπτει από την ενδιαφέρουσα παρουσίαση της φιλοσοφικής διαμάχης στην οποία συμμετέχει ο Hessen από τον Δ. Διαλέτη: αποτέλεσε θεωρητική παρέμβαση στη φιλοσοφική και πολιτική διαμάχη που βρισκόταν σε εξέλιξη εκείνη την εποχή στο εσωτερικό της σοβιετικής διανόησης.
Από την άλλη, σύμφωνα με τον Αρ. Μπαλτά, το κείμενο του Hessen είναι σημαντικό και από τη σκοπιά της φιλοσοφίας της επιστήμης. Και τούτο διότι «...διαμορφώνει πρόσφορο έδαφος όπου οι φιλοσοφικές εντάσεις που χαρακτηρίζουν το [μαρξικό] έργο... μπορούν να εντοπιστούν...». Το κείμενο αναδεικνύει με θεωρητικά προσεκτικό τρόπο εσωτερικές εντάσεις της μαρξικής προσέγγισης στο επιστημονικό φαινόμενο, οι οποίες αποτελούν, για τον Μπαλτά, το ιδιάζον χαρακτηριστικό της εν λόγω προσέγγισης.
Μαρξική φιλοσοφία: η διάγνωση μιας έντασης και η θετική ιδιοποίησή της
Πράγματι, ο Μπαλτάς αναπτύσσει με συστηματικό τρόπο την άποψη περί της ύπαρξης μιας εγγενούς έντασης στο εσωτερικό της μαρξικής φιλοσοφίας, άποψη που την υπαινίσσεται ο Althusser και η ομάδα του αλλά δεν την υποβάλλουν σε συστηματική επεξεργασία. Βασιζόμενος στο έργο του Kuhn και του Wittgenstein, αναπτύσσει την άποψη αυτή κατά τρόπο που καθιστά την ένταση μη προβληματική.
Στο εν λόγω δοκίμιο ο Μπαλτάς διατυπώνει με καθαρότητα τον πυρήνα της εν λόγω έντασης, παρουσιάζει τις διάφορες εκδοχές της και τις συνδέει με ευρύτερες φιλοσοφικές και ιστορικές παραμέτρους. Με αυτό τον τρόπο, μας παρέχει μια εμπεριστατωμένη εικόνα για τη διανοητική περιπέτεια της κατανόησης του επιστημονικού φαινομένου από τη σκοπιά του μαρξισμού. Επίσης, επιχειρεί τη διατύπωση «ισχυρών» φιλοσοφικών ισχυρισμών-συνεπειών της μαρξικής προσέγγισης, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για περαιτέρω ανάπτυξή της.
Κατά τον Μπαλτά, η μαρξική προσέγγιση στην επιστήμη διέπεται από μια φαινομενική αντίφαση, με αποτέλεσμα οι διάφορες εκδοχές της (εξελικτισμός, ντετερμινισμός, ρεαλισμός, κοινωνικός αναγωγισμός κλπ) να «έλκονται» από τα δύο άκρα της αντίφασης, με τρόπο ώστε η προσέγγιση στο σύνολό της να θυμίζει την κίνηση του εκκρεμούς. Η μαρξική προσέγγιση συνίσταται σε δύο θέσεις που φαίνεται να συγκρούονται ευθέως: στην αντικειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης και στην κοινωνικο-ιστορική προέλευση και εξάρτηση όλων των εκφάνσεων της ανθρώπινης δραστηριότητας (και άρα και του επιστημονικού φαινομένου). Η (επιστημονική) αντικειμενικότητα ενός ισχυρισμού κατανοείται ως υπέρβαση των εκάστοτε συγκεκριμένων συνθηκών εκφοράς, γεγονός που συγκρούεται ευθέως με την κεντρική θέση του ιστορικού υλισμού ότι τίποτα δεν υπέρκειται του κοινωνικο-ιστορικού ορίζοντα.
Η ένταση στον πυρηνα της μαρξικής προσέγγισης στην επιστήμη την οδηγεί, κατά τον Μπαλτά, σε μια αιώρηση ανάμεσα στις δύο αυτές θέσεις: έτσι έχουμε εκδοχές που επικεντρώνουν στην αντικειμενικότητα της επιστήμης με κόστος την απόρριψη της επίδρασης των κοινωνικο-ιστορικών συνθηκών στην επιστήμη, και εκδοχές που κάνουν το ακριβώς αντίθετο υποπίπτοντας στον κοινωνικό σχετικισμό και τη συνεπακόλουθη απόρριψη της αντικειμενικότητας.
Ο Μπαλτάς εξετάζει την «εγελιανής» έμπνευσης απόπειρα αποκατάστασης της συνοχής στη μαρξική προσέγγιση: σύμφωνα με αυτή, η ένταση που εντοπίσαμε εξαφανίζεται αν δούμε τα πράγματα από τη σκοπιά του τέλους της ιστορίας (από τη σκοπιά της επικράτησης του προλεταριάτου), όπου αντικειμενικότητα και κοινωνική εξέλιξη γίνονται ένα. Ο Μπαλτάς απορρίπτει αυτή τη θεώρηση –πολύ διαδεδομένη ανάμεσα στους μαρξιστές- αξιοποιώντας την ύστερη αλτουσεριανή έννοια του αστάθμητου. Το επιχείρημα του Μπαλτά είναι ότι η υιοθέτηση της σκοπιάς του τέλους της ιστορίας συνιστά απόρριψη της θέσης περί του ριζικά αναπάντεχου στην ιστορία, θέση που συνιστά τον πυρήνα του υλισμού κατά τον ίδιο.
Αντικειμενικότητα και κοινωνική αγκύρωση της επιστήμης
Εν συνεχεία, ο Μπαλτάς διατυπώνει μια μεθοδολογία αντιμετώπισης της έντασης (όχι απαραίτητα σε μια κατεύθυνση αποκατάστασης της συνοχής με τη φιλοσοφική έννοια του όρου): ξεκινάει με το ερώτημα με ποιο τρόπο οι τεχνικο-κοινωνικές ανάγκες διαμορφώνουν τα επιστημονικά προβλήματα. Διερωτάται, πώς μπορεί να υπάρχει μια τέτοια εξάρτηση των επιστημονικών προβλημάτων από εξωτερικές παραμέτρους, ώστε να μη διακυβεύεται η αντικειμενικότητα των λύσεων των τελευταίων. Με άλλα λόγια: υπάρχει (και αν ναι πώς πρέπει να κατανοηθεί) σχετική ανεξαρτησία των λύσεων στο πλαίσιο μιας επιστήμης από τις κοινωνικές συνθήκες και τις τεχνικές ανάγκες της εποχής τους. Η μεθοδολογία που προτείνει ο Μπαλτάς συνίσταται στη θέση ότι η κατανόηση της σχέσης κοινωνικο-ιστορικών συνθηκών και επιστημονικών προβλημάτων είναι το κλειδί για την κατανόηση της αντικειμενικότητας με ριζικά διαφορετικό τρόπο. Δηλαδή, μέσα από την κατανόηση της εν λόγω σχέσης (δηλαδή, αυτού που θεωρείται απειλή για την αντικειμενικότητα) προκύπτει μια νέα έννοια αντικειμενικότητας που καθιστά την ένταση μη προβληματική.
Πολύ συνοπτικά, η προσέγγιση του Μπαλτά συνίσταται σε μια αντίληψη για τη συγκρότηση και εξέλιξη των επιστημών, η οποία επιχειρεί -στη βάση της προηγούμενης μεθοδολογίας- να ικανοποιήσει ταυτόχρονα και τις δύο αντιφατικές θέσεις της μαρξικής προσέγγισης. Οι επιστημονικές έννοιες διαθέτουν απαράκαμπτα μια εμπειρική συνιστώσα που τις συνδέει με το κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο (ιδεολογικά αρθρωμένη εμπειρία). Οι επιστήμες στη γενικότητά τους συνιστούν αλληλουχίες παραδειγμάτων κατά Kuhn, δηλαδή συγκροτούνται ως ευρύτερα πλαίσια κατανόησης και πρόσληψης-συγκρότησης των φαινομένων. Παράλληλα, δεν υπάρχει εξωπαραδειγματική σκοπιά από τη στιγμή που τα υποκείμενα (κατά τη γνωσιολογική τους διάσταση) συγκροτούνται από πλέγματα εννοιών στο εσωτερικό ιδεολογικών ή/και επιστημονικών παραδειγμάτων. Την ίδια στιγμή, οι εμπειρικές συνιστώσες των επιστημονικών εννοιών, με το να είναι εμπειρικές, περιέχουν ιδεολογικές προ-καταλήψεις οι οποίες συγκροτούν τον ορίζοντα του εκάστοτε παραδείγματος και διαμορφώνουν το πεδίο των λογικά αποδεκτών δυνατοτήτων. Η ανάδυση μιας επιστήμης αλλά και η εξέλιξη-πέρασμα από ένα παράδειγμα σε ένα άλλο συνιστούν ενδεχομενικά ιστορικά συμβάντα, προϊόντα τυχαίων συναντήσεων, τα οποία τροποποιούν δραστικά το σύνολο των στοιχείων της συνάντησης και οδηγούν στη γέννηση κάτι εντελώς καινούριου και ριζικά αναπάντεχου (μια διαφορετική, ως προς τη θεμελίωσή της, κατανόηση του ριζικά αναπάντεχου στην ιστορία αναπτύσσει και ο φιλόσοφος Alain Badiou). Πιο συγκεκριμένα, μέσα από την ανάδειξη της ιδεολογικής λειτουργίας μιας ιδεολογικής προ-κατάληψης και της ακύρωσής της μέσω της εν λόγω ανάδειξης, διαμορφώνεται μια νέα κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη διεύρυνση του γραμματικού χώρου και του ορίζοντα των δυνατοτήτων.
Αυτή η διεύρυνση του πεδίου των δυνατοτήτων συνιστά το νέο περιεχόμενο της επιστημονικής αντικειμενικότητας. Η αντικειμενικότητα δεν εξασφαλίζεται από το γεγονός ότι υπάρχει μια εξωπαραδειγματική σκοπιά, η οποία ως εξωτερική υπέρκειται των σχετικών πλαισίων, αλλά από το γεγονός ότι η διαδοχή παραδειγμάτων συνίσταται στη διεύρυνση του πεδίου των δυνατών καταστάσεων. Ωστόσο, βασικό στοιχείο της εν λόγω θεώρησης είναι το γεγονός ότι η ανάδυση των νέων δυνατοτήτων, η διεύρυνση του γραμματικού χώρου και η οριζόμενη από τα προηγούμενα αντικειμενική υπεροχή του νέου παραδείγματος καθίσταται δυνατή μόνο εκ των υστέρων, δηλαδή από τη σκοπιά του νέου παραδείγματος.
Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, λοιπόν, δεν υπάρχει ουσιαστική αντίφαση μεταξύ της θέσης ότι οι κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες καθορίζουν την επιστημονική πρακτική και της αντικειμενικότητας της επιστημονικής γνώσης, αν κατανοήσουμε την πρώτη ως διαρκή παρουσία ιδεολογικών στοιχείων στο εσωτερικό της επιστήμης και τη δεύτερη ως διαδικασία διεύρυνσης των δυνατοτήτων μέσω της άρσης των λανθανουσών ιδεολογικών στοιχείων.
Η έννοια του «ριζικά αναπάντεχου» και η μεταφυσική σύλληψη του κόσμου
Ας δούμε τώρα δύο ισχυρές φιλοσοφικές θέσεις που πηγάζουν από αυτή την προσέγγιση. Η πρώτη θέση είναι η αντίληψη περί της «έλευσης του ριζικά αναπάντεχου» ως κεντρικό στοιχείο για τη μεταφυσική σύλληψη του κόσμου. Σύμφωνα με τον Μπαλτά, ο κόσμος (πρέπει να) συλλαμβάνεται ως αυτό που προηγείται κάθε μορφοποίησης ή γνωσιακής ιδιοποίησης. Πρόκειται για μια θέση παραπλήσια του καντιανού «πράγματος καθ’ εαυτού», του αλτουσεριανού «αντικειμένου της γνώσης», του λακανικού «Πραγματικού» κ.ά. αντίστοιχων θεωρήσεων.
Όλες αυτές οι θεωρήσεις αντιμετωπίζουν μια πολύ ισχυρή ένσταση: από τη στιγμή που αρνούνται να αποδώσουν μια καθορισμένη δομή στον κόσμο και επιμένουν στο ριζικά αμορφοποίητο του τελευταίου, δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί κάποιες θεωρίες για τον κόσμο είναι καλύτερες από άλλες. Αν ο κόσμος δεν έχει δομή, τότε δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί κάποιες δουλεύουν και κάποιες όχι.
O Μπαλτάς δεν αντιμετωπίζει την εν λόγω ένσταση με άμεσο τρόπο, αλλά θέτει ένα νέο κριτήριο για την αξιολόγηση των θεωρήσεων για τον κόσμο: η θεώρηση για τον κόσμο δεν πρέπει να περιορίζει τα πράγματα στα ήδη δεδομένα, δεν πρέπει να αποκλείει μέλλουσες μείζονες εκπλήξεις, δηλαδή, με θετική διατύπωση, πρέπει να είναι συμβατή με την έλευση του ριζικά αναπάντεχου. Πράγματι, μια φιλοσοφική προσέγγιση που αποδέχεται την προτεραιότητα του κόσμου έναντι των δικών μας γνωστικών προσπαθειών οφείλει να είναι «ανοικτή» στη δυνατότητα του ριζικά αναπάντεχου, δηλαδή στη δυνατότητα ο κόσμος να υπερβαίνει τα θεωρητικά μας σχήματα. Υπό αυτή την έννοια, η απόδοση δομής στον κόσμο ή η αποδοχή της ύπαρξης μιας σκοπιάς που προνομιακά «βλέπει» τον κόσμο (του θεού ή του τέλους της ιστορίας), θέτει ένα φιλοσοφικό-θεωρητικό όριο στον κόσμο παραβιάζοντας την πρωτοκαθεδρία του.
Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο κόσμος είναι πράγματι όπως τον περιγράφουν οι επιστημονικές μας θεωρίες. Αυτό που δεν μπορούμε (και δεν πρέπει) να ισχυριστούμε είναι ότι αυτό είναι μη ανατρέψιμο. Ο Μπαλτάς, θέτοντας το ζήτημα της «ανοικτότητας» στο ριζικά αναπάντεχο δεν αρνείται τη δυνατότητα ο κόσμος να έχει οντολογική επίπλωση. Εκείνο που αρνείται είναι η μεταφυσική φόρτιση της εν λόγω δομής, κατά τρόπο που απειλεί την υλιστική (και ρεαλιστική) προϋπόθεση της λογικής προτερότητας του κόσμου σε σχέση με τη γνωσιακή ιδιοποίησή του.
Η φιλοσοφική πρωτοκαθεδρία της ιστορίας, η τροπικότητα του «εκ των υστέρων» και η διαλεκτική
Η δεύτερη ισχυρή φιλοσοφική θέση είναι η θέση περί της φιλοσοφικής πρωτοκαθεδρίας της ιστορίας. Η ιστορία κατανοείται ως ο κατεξοχήν τόπος που χαρακτηρίζεται από τη δυνατότητα έλευσης του ριζικά αναπάντεχου. Ως αναπάντεχο νοείται όχι απλώς αυτό που δεν μπορεί να προβλεφθεί αλλά εκείνο του οποίου η έλευση διανοίγει την ίδια τη δυνατότητα της ύπαρξής του. Εκ των υστέρων, δηλαδή μετά την ανάδυση της νέας ιστορικής οντότητας και του νέου εύρους δυνατοτήτων που την περιέχει, είμαστε σε θέση να «διαβάσουμε» τη σειρά των γεγονότων που οδήγησαν σε αυτή με νέο τρόπο. Η φιλοσοφική απόληξη αυτής της ιδιοσυστασίας της ιστορίας συνίσταται στην υλιστική θέση ότι η «ύπαρξη» δεν υπόκειται στη «δυνατότητα» αλλά αντίστροφα είναι το γεγονός της ύπαρξης εκείνο που διανοίγει τον γραμματικό χώρο συναφών δυνατοτήτων.
Επομένως, η ιστορική τροπικότητα του εκ των υστέρων καθίσταται το κεντρικό στοιχείο για την κατανόηση των φιλοσοφικών εννοιών όπως η «ύπαρξη», η «δυνατότητα» και η «αντικειμενικότητα». Οι ανακαθορισμοί που προκαλεί η τροπικότητα του εκ των υστέρων στην παραδοσιακή κατανόηση κεντρικών φιλοσοφικών εννοιών μπορούν με τη σειρά τους να «διαβαστούν» ως άρσεις ιδεολογικών προ-καταλήψεων στο πεδίο της φιλοσοφίας. Επειδή όμως το πεδίο των φιλοσοφικών εννοιών δεν συνιστά επιστημονική περιοχή, η αναλογία που εντοπίσαμε συνιστά απλώς μια μεταφορά. Στην πραγματικότητα, δεν έχουμε κάποια οριστική κατάληξη-πέρασμα σε ένα άλλο παράδειγμα, αλλά μια αέναη αιώρηση: η φιλοσοφική σκέψη θα συνεχίσει να μετεωρίζεται ανάμεσα σε αντικρουόμενες θέσεις, καθιστώντας τη μαρξική φιλοσοφία ένα σύνολο εκ των υστέρων παρεμβάσεων που αποσκοπούν στο να «επαναφέρουν» διαρκώς το εκκρεμές στη θέση ισορροπίας του.
Η φιλοσοφική πρακτική της παρέμβασης στην εκάστοτε θεωρητική συγκυρία με στόχο τη μετατόπισή της οδηγεί στη διατύπωση μιας σειράς φιλοσοφικών θέσεων, οι οποίες ενδέχεται να είναι φαινομενικά αντιφατικές (η κάθε συγκυρία θέτει διαφορετικά επίδικα). Αυτή η φαινομενική αλλαγή θέσεων συνιστά το νέο περιεχόμενο της έννοιας «διαλεκτική» κατά τον Μπαλτά. Πρόκειται για μια θεώρηση της διαλεκτικής αποκαθαρμένη από κάθε είδους νομοτέλειες που χαρακτήρισαν τη μαρξιστική σκέψη για χρόνια και ως εκ τούτου συμβατή με την ιδιοσυστασία της φιλοσοφικής σκέψης.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η έννοια του «ριζικά ανάπαντεχου» σχετικά με την κατανόηση του κόσμου, η φιλοσοφική πρωτοκαθεδρία της ιστορίας μέσω της τροπικότητας του «εκ των υστέρων» στην κατανόηση φιλοσοφικών εννοιών όπως η «αντικειμενικότητα» και το νέο περιεχόμενο της έννοιας «διαλεκτική» αποτελούν τα γόνιμα φιλοσοφικά «εργαλεία» της μαρξικής προσέγγισης στο επιστημονικό φαινόμενο που αναπτύσσει συστηματικά ο Μπαλτάς και παρουσιάζει με πληρότητα στο εν λόγω δοκίμιο.
Ο Ανδρέας Καρίτζης είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας της επιστήμης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου