Της Μαρίας Μοίρα
ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ ΝΙΚΟΛΗΣ, Ο Μιχαήλος κι άλλες κατοχικές ιστορίες, Εκδόσεις Κέδρος, σελ. 106
Το βιβλίο του Επαμεινώνδα Νίκολη, επανεκδίδεται από τον Κέδρο σαράντα χρόνια μετά, ενώ ο συγγραφέας δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Οι ιστορίες του από την κατοχή είναι συνταρακτικές, χωρίς αυτό να οφείλεται στην πρωτοτυπία των θεμάτων, αλλά στην διεισδυτικότητα του βλέμματος, στην καθαρότητα των προθέσεων, στην ακρίβεια των περιγραφών και στην αμείωτη ένταση των συναισθημάτων που συσσωματώνει αβίαστα στο λόγο του. Στην θέρμη και την κατανόηση με την οποία προσεγγίζει τις αντιφάσεις, τις ατυχίες και τις περιπλοκές της ζωής, που ορίζουν και σημαδεύουν το ανθρώπινο πεπρωμένο.
Ο εικαστικός-συγγραφέας της συλλογής των είκοσι σύντομων διηγημάτων, που σπούδασε ζωγραφική και χαρακτική στη σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο Παρίσι, αφηγείται σκηνές της κατοχής στην έρημη, παγωμένη και σκοτεινή Αθήνα, των Ιταλών και Γερμανών κατακτητών. Οι ήρωές του, μεροκαματιάρηδες, και ρεμπέτες, φτωχοδιάβολοι και αρτίστες των αυτοσχέδιων θεάτρων, λουστράκια και αντιστασιακοί αριστεροί πατριώτες, μάγκες, πρεζάκια και λούμπεν στοιχεία, κατοικούν στους φτωχούς συνοικισμούς και στις παραγκουπόλεις του περιθωρίου, στο Μπραχάμι, στον Ασύρματο, στο Δουργούτι, στο Κατσιπόδι. Οργανώνονται στην αντίσταση από ιδεολογία ή ανάγκη και προσπαθούν με κάθε τρόπο να επιβιώσουν μέσα στην ανελέητη πείνα, το κυνήγι από τους γερμανοτσολιάδες, τα μπλόκα και τις εκτελέσεις. Σαν τον μικρό Αρμένη, το ανυπόδητο αχαμνό λουστράκι με τα σακατεμένα ποδαράκια, που ενώ ήταν ο ευνοούμενος των Γερμανών τον καρφώσανε για εβραίο και κόπηκε το μεροκάματο και το φαγητό. Έγινε σαλταδόρος στα καμιόνια και στις αποθήκες με τα λάστιχα για να θρέψει την οικογένειά του, όμως η σύντομη ζωή του έληξε ξαφνικά και άδοξα σε μια στιγμή. Χωρίς καν να προλάβει να ακούσει την ριπή του αυτομάτου.
Τρεις το πολύ σελίδες αρκούν για να στηθεί η εικόνα με ενάργεια και δύναμη, με εσωτερικό παλμό και ρίγος ψυχής. Για να μεταδοθούν στον αναγνώστη όσα αφηγείται και άλλα πολλά, που έρπουν μυστικά κάτω από τις λέξεις. Με γλώσσα μεικτή, προφορική και ιδιαίτερη, που ενσωματώνει ιδιώματα της μαγκιάς και ντοπιολαλιές της επαρχίας. Πρόσωπα sui generis, ντόμπρα ή κουτοπόνηρα, αγαθά και αποκλίνοντα στα όρια του κωμικοτραγικού. Σκηνές μιας διάχυτης και αδιανόητης δυστοπίας, που αποπνέουν τον παραλογισμό της βίας, την σκληρότητα του πολέμου και τον τρόμο της κατοχικής καθημερινότητας. Άντρες ερωτύλοι που χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους, ψημένοι μαυραγορίτες που παραδίνονται στη γυναικείες μηχανορραφίες. Ψυχωμένα παλληκάρια με τσαγανό και μπέσα και άλλοι που συνεργάζονται με τον εχθρό για ένα κομμάτι ψωμί. Να καταδίνουν τους συμπατριώτες τους «ντυμένοι στα τάγματα» για μια φουστανέλα και ένα ζευγάρι τσαρούχια, χωρίς αναστολές και αιδώ. Γυναίκες που χρησιμοποιούν τη θηλυκότητά τους από ανέχεια και ανάγκη ή από πατριωτικό καθήκον, σε μια πόλη-σφαγείο όπου όλα είναι ρευστά και ακροβατούν στην κόψη του ξυραφιού. Όπως η ζουμερή δασκάλα που στρατολογούσε νεαρά παιδιά στην αντίσταση και έχασε τη ζωή της με μια σφαίρα στο στήθος, όταν ο τελευταίος πιτσιρικάς σε μια εξόρμηση για να γραφτούν συνθήματα στους τοίχους, πανικοβλήθηκε με το που είδε την ιταλική περίπολο, προδίνοντας τη δράση τους. Όπως ο αριστερός Μπραχαμιώτης τσαγκάρης που η κατοχική φτώχια τον έβγαλε στους δρόμους να μπαλώνει παπούτσια. Και όταν, μετά την μεγάλη πείνα που θέριζε τους ανθρώπους η ελπίδα ξαναγύρισε στην καρδιά του, αφού η Ρωσία άρχισε να παίρνει το πάνω χέρι στον πόλεμο, τον πρόλαβε η συμφορά: «Πήρε πάλι την τσάντα, φόρεσε ξανά το κόκκινο γαρύφαλλο και ξεχύθηκε στις γειτονιές - για ψωμί και εμψύχωση. Ένα παγερό πρωινό, έπεσε στο μπλόκο του Κατσιποδιού. Δεν χρειάστηκε να δείξει ταυτότητα. Η τσαγκάρικη τσάντα και το κόκκινο γαρύφαλλο του εξασφάλισαν τη θέση στο καμιόνι για τον αγύριστο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου