![]() |
Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Σκηνή από το Θέατρο Καμπούκι, 1958, μελάνι και λευκή τέμπερα σε χαρτί japon |
Του Θεόδωρου Βάσση
στον Λαοκράτη Βάσση
Το πρώτο είναι η ταινία Ξύπνα Βασίλη (1969. Παραγωγός: Φίνος Φιλμ. Σκηνοθέτης και σεναριογράφος: Γιάννης Δαλιανίδης. Διασκευή τού ομώνυμου θεατρικού κειμένου τού Δημήτρη Ψαθά). Σ’ αυτό το φιλμ παρουσιάζεται ο ενδοκινηματογραφικός ήρωας ποιητής φανφάρας, ως ένας μοντερνιστής ποιητής που άδει ακαταλαβίστικους ελεύθερους στίχους, κενούς νοήματος (κατά την κοινή / μέση αντίληψη), οι οποίοι επισύρουν τη θυμηδία, το γέλωτα και το σκώμμα των ενδοκινηματογραφικών παρευρισκομένων, βοηθούντος -φυσικά- και του αλλοπρόσαλλου παρουσιαστικού του: η, σκηνοθετικά, μονοδιάστατη (γελοιοποιητική) οπτική γωνία, που εξισώνει την παράταιρη εξωτερική εμφάνιση με την παράταιρη, άδουσα, ποίηση είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.
Αυτού του είδους η (επιδιωκόμενη) πρόσληψη εκ μέρους του φιλοθεάμονος κοινού προκύπτει από ένα συγκεκριμένο σκεπτικό (σκηνοθετικό και σεναριακό): το εν λόγω φιλμ παράγεται για το μαζικό κοινό (στα όρια της συγκεκριμένης ιστορικοκοινωνικής πραγματικότητας «λαϊκό»). Το «λαϊκό» νοείται (στο μυαλό των βασικών συντελεστών) ως κοινωνικοοικονομική κατηγορία (το σύνολο των φτωχών εργατών και των χαμηλοεισοδηματιών ελευθέρων επαγγελματιών και, κατώτερης βαθμίδας, δημοσίων υπαλλήλων) και, ταυτοχρόνως, ως πολιτισμική κατηγορία (το σύνολο των αγραμμάτων καθώς και των εγγραμμάτων χαμηλού μορφωτικού επιπέδου).
Οι βασικοί συντελεστές του φιλμ (παραγωγός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος) μ’ αυτόν τον τρόπο εκλαμβάνουν το «λαό»: οι εξαιρέσεις (λόγου χάρη, κάποιος φτωχός εργάτης ή χαμηλόμισθος ελεύθερος επαγγελματίας, ωστόσο όχι χαμηλής πολιτισμικής στάθμης) απλώς δεν τους αφορούν, μιας και το (χρηματοοικονομικό) κέρδος προκύπτει από την προσέλκυση όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων από αυτόν το «λαό», ο οποίος δεν κατανοεί τη μοντερνιστική ποίηση και, γι’ αυτό, την παρωδεί.
Κατά τη γνώμη μου, αυτή η θεώρηση του «λαού», σε σχέση με τη μοντερνιστική ποίηση, απορρέει από τη μικροαστική (συντηρητική) πολιτισμική ταύτιση του σκηνοθέτη /σεναριογράφου με αυτόν ακριβώς το «λαό», όπως ο ίδιος τον αντιλαμβάνεται: αφού ο ίδιος δεν εκτιμά (θετικά) τη μοντερνιστική ποίηση, είναι βέβαιον (κατά τη γνώμη του) ότι δεν την εκτιμά (θετικά) και ο «λαός». Έτσι, επινοεί ένα χαρακτήρα-καρικατούρα (εκπρόσωπο της μοντερνιστικής ποίησης), προκειμένου να τον περιγελάσουν όλοι μαζί. Με βάση αυτή την αντίληψη, αφού η μοντερνιστική ποίηση είναι «terra incognita» γι’ αυτόν (και, άρα, για το «λαό», όπως ο ίδιος τον αντιλαμβάνεται) τη «λιθοβολεί», διά της παρώδησης, και ησυχάζουν όλοι μια και καλή! «Ούτε γάτα ούτε ζημιά». Η χαμηλή κουλτούρα νίκησε την υψηλή κουλτούρα: ο «λαός» νίκησε!
Το
δεύτερο παράδειγμα είναι το φιλμ Το δόλωμα (1964. Παραγωγός: Φίνος Φιλμ.
Σκηνοθέτης και σεναριογράφος: Αλέκος Σακελλάριος). Σ’ αυτήν την ελληνική ταινία
εντοπίζεται, εκτός από το προαναφερθέν πολιτισμικό (και ταξικό) στερεότυπο
(«λαός» = χαμηλή κουλτούρα vs μεσοαστική τάξη, ευθέως συναρτώμενη με τη μοντερνιστική
ποίηση = υψηλή κουλτούρα∙ «λαός», χαμηλή κουλτούρα - μεσοαστική τάξη, υψηλή κουλτούρα), και μία ακόμη διάσταση: η
απέχθεια, διά της διακωμώδησης, όχι μόνο προς τους μεσοαστούς εκπροσώπους της
μοντερνιστικής ποίησης (ενδεικτική η παρωδιακή αναφορά, στο εν λόγω φιλμ, ονομαστικά,
μάλιστα, στον κάτοχο Νόμπελ Λογοτεχνίας, 1963, Γ. Σεφέρη) αλλά και προς τη
μεγαλοαστική τάξη (προς τις συζύγους των μεγαλοαστών, για την ακρίβεια), η
οποία υποδύεται τη «φιλόμουση» (ως προς τη μοντερνιστική ποίηση) ενώ είναι,
στην πραγματικότητα, «άμουση». Με δυο λόγια, οι κυρίες της «υψηλής κοινωνίας» διακωμωδούνται,
επειδή επιθυμούν διακαώς να φανούν και κυρίες της «υψηλής κουλτούρας» ενώ δεν
είναι.
Εδώ, πλέον, ο «λαός», ως φορέας της χαμηλής κουλτούρας, κατάγει νίκη διττή: τόσο προς τους μεσοαστούς (φορείς της μοντερνιστικής ποίησης) όσο και προς τους μεγαλοαστούς (επίπλαστους θιασώτες της). «Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια», που λέει κι ο θυμόσοφος λαός.
Τώρα, πόση είναι η απόσταση (χαοτική, θα λέγαμε) αυτού του «λαού» του (μικροαστικού) καλλιτεχνικού/ κινηματογραφικού λαϊκισμού από το λαό της (αριστοκρατικής) καλλιτεχνικής/ ποιητικής πρωτοπορίας τού κόντε Δ. Σολωμού (1798-1857), γόνιμου αφομοιωτή του λαϊκού[1] πολιτισμού και του λόγιου[2] (ευρωπαϊκού ρομαντικού πρωτίστως!), απόσταση που φωτίζει καθαρά και ένα από τα μείζονα προβλήματα των σύγχρονων Ελλήνων: το πολιτι(σμι)κό, το (απο)δείχνουν τ’ ακόλουθα λόγια του (άκρως ρεαλιστικά, επειδή είναι οραματικά):
Εδώ, πλέον, ο «λαός», ως φορέας της χαμηλής κουλτούρας, κατάγει νίκη διττή: τόσο προς τους μεσοαστούς (φορείς της μοντερνιστικής ποίησης) όσο και προς τους μεγαλοαστούς (επίπλαστους θιασώτες της). «Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια», που λέει κι ο θυμόσοφος λαός.
Τώρα, πόση είναι η απόσταση (χαοτική, θα λέγαμε) αυτού του «λαού» του (μικροαστικού) καλλιτεχνικού/ κινηματογραφικού λαϊκισμού από το λαό της (αριστοκρατικής) καλλιτεχνικής/ ποιητικής πρωτοπορίας τού κόντε Δ. Σολωμού (1798-1857), γόνιμου αφομοιωτή του λαϊκού[1] πολιτισμού και του λόγιου[2] (ευρωπαϊκού ρομαντικού πρωτίστως!), απόσταση που φωτίζει καθαρά και ένα από τα μείζονα προβλήματα των σύγχρονων Ελλήνων: το πολιτι(σμι)κό, το (απο)δείχνουν τ’ ακόλουθα λόγια του (άκρως ρεαλιστικά, επειδή είναι οραματικά):
το έθνος [=ο λαός] θέλει από μας [=τους εκφραστές της υψηλής κουλτούρας]
*Ο Θεόδωρος Βάσσης είναι νεοελληνιστής φιλόλογος (μ.δ.), συγγραφέας.
[1] Βλ. Εμμ. Κ. Χατζηγιακουμή [1940-2024], Νεοελληνικαί πηγαί του Σολωμού. Κρητική λογοτεχνία, δημώδη βυζαντινά κείμενα, δημοτική ποίησις, Αθήνα: Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή. Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου, 1968 [αρ. 1].
[2] Βλ. Γιώργος Βελουδής [1935-2014], Ρομαντική ποίηση και ποιητική. Οι γερμανικές πηγές. Αθήνα: «Γνώση», 1989 [Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου -Κριτικής, 1990].
[3] Απόσπασμα επιστολής του Δ. Σολωμού (Κέρκυρα, 1833) προς τον Γ. Τερτσέτη (Αθήνα).
Βλ. Διονύσιος Σολωμός, Ποιήματα και πεζά, φιλολογική επιμέλεια: Γιώργος Βελουδής, Αθήνα: Πατάκης, 2008, σ.27.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου