21/4/24

Εκατό μέρες στην ΕΣΑ...

Πάνος Χαραλάμπους, La Gazza Ladra, 2021, γλυπτική οπτικοακουστική εγκατάσταση

Του Σπύρου Κακουριώτη

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΕΡΕΜΕΤΗΣ, Βασανιστήρια στην ΕΣΑ. Ένα σενάριο (χωρίς πλατεΐτσα στην Κοκκινιά), Εκδόσεις Πόλις, σελ. 224
 
Πώς γίνεται κανείς ήρωας; Μέσα από ποιους μηχανισμούς, ψυχικούς πρώτα απ’ όλα, μπορεί, άπαξ και βρεθεί πιασμένος στα γρανάζια της κρεατομηχανής, να αντιμετωπίσει τους διώκτες του με την πονηριά εκείνου που ξέρει να υποχωρεί μόνο και μόνο για να χτυπήσει δυνατότερα όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν; Πώς αντέχει μέχρι τότε; Πώς μαθαίνει να αντέχει;
Με άφατο πόνο. Σωματικό, αλλά και ψυχικό, στα όρια της κατάρρευσης. Αυτή ήταν η «μαθητεία» του Δημήτρη Σερεμέτη στα κρατητήρια της ΕΣΑ, όπου έμεινε έγκλειστος για περισσότερες από 100 μέρες, από τον Μάιο έως και τον Αύγουστο του 1973. Μέλος της Αντι-ΕΦΕΕ, συνδικαλιστής και ένας από τους φοιτητές που στρατεύθηκαν, λόγω διακοπής της αναβολής τους από τη δικτατορία, τον Φεβρουάριο του 1973, τραυματίστηκε στη δεύτερη κατάληψη της Νομικής για να συλληφθεί από την Ασφάλεια δυο μήνες αργότερα. Έχοντας από την οργάνωση το καθήκον να μιλάει δημόσια σε συγκεντρώσεις και συνελεύσεις των φοιτητών, ήταν σταμπαρισμένος από τους χαφιέδες και τον αστυνομικό μηχανισμό της χούντας. Μετά από μια τέτοια ομιλία στα σκαλάκια της Νομικής κυνηγήθηκε από την αστυνομία και συνελήφθη.
Από εκείνη τη «Μεγάλη Τετάρτη», όπως την ονομάζει, ξεκινά ο Γολγοθάς του, το τετράμηνο των Παθών: Από την Ασφάλεια επί της Μεσογείων παραδίδεται στο ΕΑΤ/ΕΣΑ, όπου βασανίζεται άγρια για ένα σχεδόν μήνα. Μεταφέρεται στο στρατόπεδο της ΕΣΑ στη Νέα Χαλκηδόνα κι από εκεί στο ΚΕΣΑ στου Παπάγου, απ’ όπου θα απολυθεί με την αμνηστία του Παπαδόπουλου μετά το «δημοψήφισμα» του 1973.
Η βία των βασανιστών, και συνακόλουθα ο σωματικός πόνος, είναι το στοιχείο που κυριαρχεί στην αφήηση. Το σώμα, παραμορφωμένο από τα βασανιστήρια, γίνεται ξένο, ο αφηγητής το παρακολουθεί σαν τρίτος: «Δεν τις θυμάμαι αυτές τις τρίχες», μονολογεί παρατηρώντας ένα σημείο στους αγκώνες του.
Δεν είναι οι φρικιαστικές πρακτικές ή οι ιατροδικαστικού χαρακτήρα λεπτομέρειες που προσφέρουν στην αφήγηση τη δύναμη που τη χαρακτηρίζει. Αντίθετα, είναι η ένταση της ψυχολογικής βίας που κυριαρχεί, όταν το ξύλο περνά σε δεύτερο πλάνο: οι βασανιστικές προσπάθειες του νεαρού κρατούμενου να μαντέψει τι γνωρίζουν γι’ αυτόν και τους συναγωνιστές του οι βασανιστές του· να οικοδομήσει ένα προστατευτικό για τον ίδιο και τους συντρόφους του παραπλανητικό αφήγημα, που να ισορροπεί ανάμεσα σε στοιχεία αλήθειας και φανταστικές επινοήσεις· να υπομείνει την «ανθρώπινη» συνδιαλλαγή με τους ανθρωποφύλακες προστατεύοντας την αξιοπρέπειά του, αλλά και να μην καταρρεύσει μπροστά στα ελάχιστα δείγματα ανθρωπιάς που περνάνε, σχεδόν απαρατήρητα, μέσα από τις ρωγμές του τείχους της αποανθρωποποίησης: «όλο μου το κουράγιο πήγαζε μόνο από την αγριότητα, σαν ελάχιστη αντίδραση ... μια ανθρώπινη κουβέντα στάθηκε αρκετή για να το σκορπίσει». 
Ο αφηγητής κλυδωνίζεται αλλά δεν καταρρέει. Περιγράφει τους ψυχολογικούς μηχανισμούς που του επιτρέπουν να ισορροπήσει πάνω στη λεπτή εκείνη γραμμή που χωρίζει την αξιοπρέπεια από τη δουλοπρέπεια, χωρίς ποτέ να τον εγκαταλείπει ο φόβος μήπως παρασυρθεί και γύρει στιγμιαία προς την άλλη πλευρά: «Ο ζόφος τού να καταλήξεις μάρτυρας κατηγορίας», αυτός είναι ο διαρκής φόβος του, το ύψιστο μέλημά του. Η αφήγηση αποτελεί, λοιπόν, ένα λεπτομερές ψυχογράφημα της διαδικασίας της ανάκρισης από τη μεριά του κρατούμενου, για όσα του επιτρέπουν να αντέχει, αλλά και για τις στιγμές που κινδυνεύει να σπάσει.
Η αφήγηση εκτυλίσσεται σε πρώτο πρόσωπο· το αφηγηματικό εγώ, όμως, συνεπικουρείται από έναν τριτοπρόσωπο αφηγητή που, πάνω απ’ όλα, λειτουργεί σαν δικλίδα ασφαλείας, επιβάλλοντας την αποστασιοποίηση όταν η αφήγηση υπερθερμαίνεται συγκινησιακά και «η εξιστόρηση σε πρώτο πρόσωπο γίνεται αδύνατη». Η πλαισίωση αυτή, όμως, φαίνεται να μην είναι επαρκής, γι’ αυτό ο συγγραφέας επιστρατεύει και μια τρίτη φωνή, που απευθύνεται στο αφηγηματικό εγώ σε δεύτερο πρόσωπο, κρίνοντας από τη σκοπιά του παρόντος την αφέλεια του νεαρού που υπήρξε, χωρίς ποτέ όμως η (αυτο)κριτική του να μεταπίπτει σε ειρωνεία ή σε απομείωση των όσων υπέστη.
Μπορεί ο συγγραφέας να μην έγινε «πλατεΐτσα στην Κοκκινιά», όπως τον απείλησαν στην ΕΣΑ πως θα γίνει, «σε εκατό χρόνια που θα ’ρθει ο κοινοβουλευτισμός» κι εκείνον θα τον είχαν «φουντάρει». Το τραύμα όμως, παρά τα πενήντα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει, παραμένει ακόμη ενεργό. Γι’ αυτό και επιλέγει να θωρακίσει με κάθε τρόπο τον αφηγητή, προκειμένου να μην επιστρέψει στη σιωπή, μολονότι παραδέχεται πως «υπάρχουν στοιχεία που αποσιωπώνται [γιατί] δεν έχει τη δύναμη να τα αποτυπώσει στις πραγματικές τους αποχρώσεις».
Ο συγγραφέας, μισό αιώνα μετά τα γεγονότα που περιγράφει, έχει συνείδηση των μνημονικών κατασκευών και «προσχώσεων», γι’ αυτό εξαρχής προβληματοποιεί τη μνήμη. Καταφεύγει στα τεκμήρια εκείνα που θεωρεί ισχυρά και περιγράφει αναλυτικά τον τρόπο με τον οποίο κρατήθηκαν, διασώθηκαν και ανασυντάχθηκαν σε μεταγενέστερο χρόνο οι σημειώσεις του από τα κρατητήρια της ΕΣΑ. Θέτοντας στον εαυτό του το διαβόητο ερώτημα «γιατί τώρα;», επικαλείται, αφενός, το γεγονός ότι ο κύκλος της ζωής όλο και περισσότερων μαρτύρων κλείνει πλέον και, αφετέρου, το ότι στα χρόνια μας πληθαίνουν οι αρνητές, εκείνοι που επιχειρούν να ωραιοποιήσουν τη δικτατορία (και κάθε αυταρχική διακυβέρνηση), τότε που «κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα» κ.τ.ό. Σε αυτές τις συνθήκες, ο συγγραφέας θεωρεί ότι το επώδυνο κεφάλαιο των βασανιστηρίων είναι δυνατόν να ανοίξει, υπό τον όρο να προστατέψουμε τους βασανισθέντες και να μη χαριστούμε στους βασανιστές -όπως τους χαρίστηκε, εν πολλοίς, η μεταπολιτευτική Δημοκρατία. Να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς μέσα από τους οποίους κατασκευάζονται οι βασανιστές, όπως κάνει εδώ ο συγγραφέας, χωρίς οποιαδήποτε έκπτωση στην αντιμετώπισή τους.   
Το βιβλίο του Δημήτρη Σερεμέτη αποτελεί μια συγκλονιστική μαρτυρία για τη βία του χουντικού καθεστώτος, που έρχεται να προστεθεί σε εκείνες Κίττυς Αρσένη και του Περικλή Κοροβέση. Σε αντίθεση όμως με αυτές, διαθέτει το πλεονέκτημα της επίγνωσης των όσων συνέβησαν μετά, της ατιμωρησίας, ουσιαστικά, των βασανιστών, αλλά και τις ποικίλες διαδρομές που ακολούθησαν οι τότε συνοδοιπόροι στη μεταπολιτευτική πεντηκονταετία...

Δεν υπάρχουν σχόλια: