6/11/22

Η αναζήτηση της Ελένης

Χριστίνα Μήτρεντσε, Boobs on Books / Please touch, 2022, χειροποίητα κεραμικά, βαφή λούστρου, διάμετρος 21 εκ. 

Του Κώστα Βούλγαρη

[Για το βιβλίο μου, Η δικιά μας Ελένη. Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης, Εκδοτική Αθηνών, 2022, σελ. 480]

Απελπισμένος πως ύστερος ήλθε
Διονύσιος Σολωμός,
μετάφραση στίχου της Ιλιάδας

ΠΕΡΙΞ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΗΣ κωμοπόλεως, υπάρχουν υπό την γη θαμμένα αρχαία λείψανα, τα οποία εκάστοτε ανευρίσκουν οι χωρικοί την γη ανασκάπτοντες· τινα δε αυτοί ακόμη κατέχουν, όπως ανάγλυφα, δακρύρροα αγγεία, πλάκες μετ’ επιγραφών και άλλα, λ.χ. χρυσά ή αργυρά νομίσματα. Εις το μέρος τούτο, ανά τα στόματα των ανθρώπων φέρεται ότι, υπήρχε και ακόμη ευρίσκεται υπόνομος οχετός, φθάνων μέχρι του παρακειμένου φρουρίου.
Έτι δε, ότι εκεί άνδρας νεαρός, ούτινος το μόνο σωζόμενο όνομα “ανήλιαστος”, διά του οχετού εκείνου του υπονόμου επορεύετο νύκτωρ και μεθ’ εκάστην, προς συνέντευξη ερωτική μετά βασιλοπούλας, κατοικούσης κατά το φρούριο, προσηγορεύετο δε ως “ανήλιαστος”, διότι, προσερχόμενος, πράττων και αποχωρών, ποτέ δεν έβλεπε αυτόν ο ήλιος. Και ότι κάποτε, αργοπορήσας να απέλθει εκ της βασιλοπούλας, κατελήφθη υπό του φωτός της ημέρας, την ώρα που ο αλέκτωρ εφώνει, και ότι απελιθώθη. Αντιστοίχως, η βασιλοπούλα, σύντροφος αυτού υπό το σκότος της νυκτός, προσηγορεύετο ως “ανήλιαστη” Ελένη.
ΠΟΛΛΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑΝ να βαδίσουν μέχρι του κάστρου διά του υπονόμου, μεταξύ δε αυτών και ένας ιερεύς, αλλά δεν ηδυνήθησαν, ως άδεται, είτε εκ του φόβου, είτε εκ του πηκτού σκότους, είτε εξ άλλου τινός.
Όπως ισχυρίζονται γέροντες και γραίες, ο απολελιθωμένος άνδρας, ο “ανήλιαστος”, ευρίσκεται ακόμη εντός του υπονόμου, και αν γίνουν ανασκαφές θέλει ευρεθεί σώος. Η δε βασιλοπούλα ανακαλείται εις την μνήμην θρηνούσα αλλά αιωνίως θελκτικωτάτη, κατά την προφορική παράδοση:

Το μαύρο το μαντήλι μωρ’ Ελένη, που βάζεις στα μαλλιά
να μην το ξαναβάλεις μωρ’ Ελένη, τρελλαίνεις τα παιδιά

Η περιοχή είναι εύφορη, και ως εκ τούτου καλλιεργείτο και κατοικείτο ανελλιπώς, κατά την αρχαιότητα, τη βυζαντινή εποχή, τη φραγκοκρατία, φυσικά και κατά την τουρκοκρατία, απ’ όπου και το τραγούδι:

Στης Αρκαδιάς το διάσελο ήρθ’ ο καδής και κρένει,
ο άρχοντας κι ανακριτής, και κρένουν την Ελένη,
και βγάζουν το φιρμάνι τους, όπου αγαπάει να παίρνει,
φράγκο και τούρκο και ρωμιό, η Λένη, αχ Ελένη

Η ΚΩΜΟΠΟΛΙΣ πανηγυρίζει την 21η Μαΐου, χωρίς όμως να έχει εκκλησία αφιερωμένη στη μνήμη Κωνσταντίνου και Ελένης, ως είθισται. Κατά το στόμιον όμως του οχετού, στοιχείο της επί του εδάφους εγγεγραμμένης ιστορίας είναι και το τοπωνύμιο Αγιαλένη, στην ίδια περιοχή με το αρχαίο ιερό του Άδη. Εκεί, σύμφωνα με την λαογραφική παράδοση –την οποία μελέτησε εμβριθώς η κ. Ελένη Ψυχογιού, της Ακαδημίας Αθηνών–, κάθε Μάιο λαμβάνει χώρα το επεισόδιο της γαμικής συνεύρεσης του “ανήλιαστου” και της “ανήλιαστης”. Ο χθόνιος ξένος, εραστής-ρόδο, σμίγει κατ’ έτος με την λουλούδω Ελένη, κόρη-γη και χθόνια υφάντρα, ανανεώνοντας τον βλαστικό-παραγωγικό κύκλο.
Στη χριστιανική ναοδομία δεν ευδοκίμησε η αυτόνομη παρουσία της Ελένης∙ την συναντάμε μόνο συνεκδοχικά, να έπεται μάλιστα του Κωνσταντίνου. Στην προφορική παράδοση της εν λόγω κωμοπόλεως, διασώζεται και η αιτία, δηλαδή η κατάρα της Παναγίας:

Ελένη να λογιάζεσαι, Ελένη να λογιέσαι
και ούτε να δοξάζεσαι, ουδέ να προσκυνιέσαι!

Σε αυτή την κωμόπολη, πριν αρκετά χρόνια έγινε ένα συνέδριο για τον Τάκη Σινόπουλο, όπου ήμουν ομιλητής, με ανακοίνωσή μου για την ποιητική σύνθεση της νεότητάς του, “Ελένη”. Μετά το πέρας του συνεδρίου, συζητώντας με εντοπίους λογίους, επληροφορήθην όλα αυτά, και μάλιστα με ξενάγησαν στην περιοχή Αγιαλένη.
Αυτή η «ανήλιαστη» Ελένη με στοιχειώνει έκτοτε, σε όλη τη λογοτεχνική μου διαδρομή, αφού παρέμεινε πάντα ανεύρετη και αθέατη, παρά τις άοκνες προσπάθειές μου∙ κι έτσι κατέστη εμμονή, διαρκές πάθος, ανικανοποίητος πόθος μου, επί δεκαετίες.
Γιατί είναι κοινός τόπος, ότι ο στόχος όποιου εμπλέκεται στην περιπέτεια της λογοτεχνίας είναι να συναντήσει την Ελένη, το πλέον διαχρονικό και παγκόσμιο σύμβολο. Την Ελένη, ως αίτιο και αποτέλεσμα της συγγραφής, από την Τροία μέχρι σήμερα, ως μέθεξη ζωής και τέχνης∙ και ακόμα, ως συλλογικό σημείο αναφοράς κάθε εποχής, που αναζητά τη δικιά της Ελένη, απαύγασμα και πρότυπο του ωραίου.
ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ να δημοσιοποιήσω την εμμονή μου, μήπως και λυτρωθώ. Ξανακοίταξα στο αρχείο μου τα κείμενά μου για τη σύγχρονη ποίηση, και με αυτά ως εφαλτήριο συνέθεσα έναν τόμο με τις απόψεις μου, δηλαδή με την περιπέτειά μου στις εκτάσεις της νεοελληνικής ποίησης, υπό τον τίτλο Η δικιά μας Ελένη. Ο τόμος ήταν έτοιμος, η ποιήτρια Μαρία Κούρση τον είχε διορθώσει, όπως και όλα τα προηγούμενα βιβλία μου. Όμως, ρίχνοντάς του μια τελευταία ματιά, «σκάλωσα» στο εδάφιο για τον Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου και άρχισα να το «σκαλίζω». Και όλο μεγάλωνε το εδάφιο, διαλύοντας την εύλογη δομή του τόμου, αλλά και ποτέ δεν τελείωνε, ώστε να εκδοθεί το βιβλίο μου για τη δικιά μας Ελένη. Κατάλαβα πως έπρεπε να παραστρατήσω, κι έτσι προέκυψε το προηγηθέν βιβλίο μου Ο Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ. Ο Νίκος Εγγονόπουλος απέναντι στον μακρυγιαννισμό.
Αλλά, αφού ο Κολοκοτρώνης ήταν πλέον ωραίος σαν Μπολιβάρ, όλος ο τόμος για τη σύγχρονη ποίηση άλλαζε άρδην. Άλλωστε, ο καθ’ ημάς μοντερνισμός, εκκινών με τον μεγάλο αλεξανδρινό, δεν είναι ένας αλλά περισσότεροι, και μάλιστα, τελευτούσης της δεκαετίας του ’30, οι μοντερνισμοί της ποίησης αντιπαλεύουν μέχρι θανάτου, με ποιήματα και γιαταγάνια. Ένας πόλεμος που μαίνεται μέχρι τις μέρες μας, χωρίς να έχει κριθεί οριστικά, παρά τις μάχες που έχουν κερδηθεί και χαθεί. Μετά δε την εισαγωγή του μοντερνισμού, από την τριάδα Καβάφης, Βάρναλης, Καρυωτάκης, οι δύο βασικοί μοντερνιστικοί πόλοι που προέκυψαν είναι ο Σεφέρης και ο Εγγονόπουλος.
Αυτό ήταν το φόντο, αλλά και το πλαίσιο, μέσα στο οποίο εγγράφονταν, και γράφονταν τα σύγχρονα ποιήματα. Μπορούσα να το αγνοήσω; Όμως, τα περισσότερα από αυτά τα ποιήματα αγνοούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο υπάρχουν, αγνοούν το ρήγμα και τον μοντερνιστικό εμφύλιο. Ας είναι∙ εγώ δεν θα μπορούσα να τα προσπεράσω όλα αυτά. Άρχισα λοιπόν να φτιάχνω τον τόμο, Η δικιά μας Ελένη, απ’ την αρχή. Αυτό μου πήρε δύο χρόνια, τα χρόνια της πανδημίας, που τα έζησα με την υπόρρητη ελπίδα, ότι τουλάχιστον τώρα κάπου θα την εύρισκα, θα τη συναντούσα τη δικιά μας Ελένη, μέσα στα σύγχρονα ποιήματα.

Έστω και αν, κάθε τόσο, μου έρχονταν απειλητικά στο μυαλό ο στίχος του Ευγένιου Αρανίτση:
την ομορφιά λίγοι αγάπησαν, την ελένη οι πάντες.

καθώς και εκείνοι της ποιήτριας-διορθώτριάς μου:

Η γυναίκα που βγαίνει από το θέατρο
δεν είναι η Ελένη∙ Ελένη ονομάζεται

ΠΑΡ’ ΟΤΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ, πάντα θεωρούσα ότι η ποίηση είναι που συνέχει τη διαδρομή μου, μα και όλη τη νεοελληνική διαδρομή, όπως την προσέγγιζα μέσα από τη μελέτη και κριτική της ποίησης. Είναι μια παραδοχή απ’ την οποία είχα και ίδιον όφελος: έτσι έγραψα τα πεζογραφικά μου βιβλία, όπως άλλωστε και τα δοκιμιακά, και μόνο έτσι, αυτά τα βιβλία, θα μπορούσαν να γραφούν. Γιατί η ποιητική παράδοση είναι η μόνη που διαθέτουμε ως εθνική λογοτεχνία και πάνω της ενοφθαλμίζονται όλες οι άλλες λογοτεχνικές εκφάνσεις. Έστω και αν, τόσα χρόνια ασχολούμενος με τη σύγχρονη ποίηση, δεν τη βρήκα πουθενά, δεν τη συνάντησα ποτέ, εκείνη, τη δικιά μας Ελένη. Με αποτέλεσμα, η συγγραφή του βιβλίου μου, τον πρώτο χρόνο της πανδημίας, να πελαγοδρομεί.
Μέχρι που, κάποια στιγμή, στάθηκα σε μερικές κρίσιμες σκέψεις του ποιητή Τάκη Σινόπουλου, σκέψεις της ωριμότητάς του. Είχε κι αυτός τον δικό του ήσκιο, ονόματι Σεφέρης, που τον ακολουθούσε κραδαίνοντας μαρμάρινα μέλη∙ σε εκείνον απαντά:

Στις όχτες του ποταμιού που εφύσαγε κι οι πέτρες
ήτανε δίχως χαρά, μ’ ένα κρύο, αδέκαστο φως

Και πάνω απ’ όλα, πήρα πολύ στα σοβαρά την περίφημη ποιητική αποστροφή του, που αναφέρεται στον ίδιο ήσκιο:

Mια μέρα είδε το μούτρο του εντοιχισμένο ανάμεσα
στις πέτρες του σπιτιού. Έχω πεθάνει, θα πεθάνω,
συλλογίστηκε.
Mα τι θα πει κεκυρωμένος;

Ευτύχησα δηλαδή να αντιληφθώ, μαζί με τον Σινόπουλο, ότι κεκυρωμένος δεν θα πει τίποτα, η μνημείωση είναι κενό γράμμα. Εγκατέλειψα λοιπόν την περιπλάνηση σε άγονες εκτάσεις, όπως το στατικό, και μόνον κατ’ όνομα ταξίδι της γραμματολογίας και άλλες ερημώσεις. Άρχισα να συχνάζω σε εναργείς τόπους της ποίησης, σαν τον Νεκρόδειπνό του, μέσα στο νερό του ποταμιού, όταν κυλάει. Εκεί, κατάφερα τελικά να συναντήσω την Ελένη, τη δικιά μου Ελένη∙ έτσι ονομάζεται ο τρόπος, Ελένη.
Κι επειδή κάθε λογοτεχνικός τρόπος είναι πρώτα απ’ όλα μια γλωσσική επιλογή, εδώ ας αλλάξω πάλι τον τρόπο της αφήγησής μου.
ΑΠΕΔΕΞΑΜΗΝ ως πρέπουσα των εις τον τόμο τούτο εγκειμένων ασμάτων σπουδή, των εις την ελληνική γλώσσα γραφομένων εν ταις ημέραις ημών και εις τας ημέρας των πατέρων ημών, και ως αναγκαία την μελέτη τής εκεί θησαυριζομένης ποιητικής ύλης, όπου ως σε διαυγές κάτοπτρο δύναται τις αναγνωρίσει το διαρκέστερον πρόταγμα:
Ερρέτω εις βάραθρον τον λαμπρόν γένος∙ χωρείτο εις χάος πάσα επιστήμη και μάθησις∙ κρημνισθήτω αφ’ υψηλού όρους η χρηστοήθεια∙ καυθήτω πυρί μεγάλη πατρίς∙ πάσες γαρ αυτές οι αξίες ουδέν είναι, άνευ ποιήσεως
Το ποιητικό πνεύμα των ασμάτων τούτων δεν αφίσταται παντελώς ξενισμού και μιμήσεως, ούτε πάντα αμαυροί την διαπρέπεια περιαυτολογίας και τον κόμπο αλαζονικού στόμφου, όμως αλλού ζώσα καταλείβει του έπους η διασκευή και καταρδεύει την αισθητική κρίση του αναγνώστη, αλλού εμφιλοχωρεί ο λόγος κατά της τυραννίας και της δουλοφροσύνης, αλλού εκστατικώς βλέπει ο έρως την ιδίαν αυτού διάλεκτο εις ενός άσματος την εκφραστικότητα. Ως παλαιόθεν:

Για έβγα ήλιε μ’, για ν’ αυγώ, για λάμψε για να λάμψω
Μον’ που αν λάμψεις, ήλιε μου, θα κάψης τα χορτάρια
Κι εγώ αν λάμψω, ήλιε μου, θα κάψω παλληκάρια
Δε με σώνουν μαϊστράλια
Και ως των παλληκαρίων το σκώμμα:
Μία λαμπρή, μια κυριακή, και μιαν καλήν ημέρα
Ξεθηλυκώθη το κουμπί και φάνη το βυζί της
Άλλοι το λένε μάλαμα κι άλλοι το λεν’ ασήμι
Κάμ’, Ελένη, λεημοσύνη

ΠΟΙΚΙΛΟΣ ο εν αυτή εισρέων και εξ αυτής απορρέων πλούτος∙ ούτος ευγενής, ούτος ανόσιος, ούτος αυθάδης, ούτος σοφός, ούτος πανούργος, ούτος αήθης, ούτος φιλόκαλος, ούτος ατημέλητος, ούτος λάγνος, ούτος λόγιος, ούτος δημώδης∙ άπασες οι αρετές και κακίες εις την ποίησιν ευρίσκονται.
Πολυειδές το ήθος αυτής, ως της εταίρας∙ αληθή λέγει και ψευδή, πικρά τε και ηδέα, φείδεται και χαρίζεται, αεί πολλά συνάγει και αεί πολλά δαπανά, δίδεται εις τον καθένα αλλά ποτέ ολοσχερώς∙ είναι και εν ταυτώ ουκ είναι.

Τι όμορφο σώμα
του έρωτα δώμα
με ρόδα πλασμένη
εγώ η Ελένη!

Φοράω πορφύρα
αλείφομαι μύρα
και βγαίνω το βράδυ
της πόλης ζαρκάδι

Πλατείες, παγκάκια
γωνίες, σοκάκια
ημίφως και ούρα
μπουζούκια, καψούρα

Περνάω και βλέπω
τον έρωτα δρέπω,
μα μένει στο τέλος
ιδρώτας και γέλως

Σαν ήχος ερήμου
πνιχτή η φωνή μου∙
είν’ θρόισμα κρίνου
ή κλάμα του θρήνου;

Και πάλι στις ρούγες
χωρίς πια φτερούγες
βυθίζομαι μόνο
στην πίκρα, στον πόνο

Εγώ η Ελένη;
Κι αν είναι η ξένη
που βάζει μαντήλι
και κρύβει τα χείλη;

Κι αν είναι η άλλη
ονόματι Τσάρλυ
που κράζει τα γένη
με υπόρρητο γένι;

Ξανθιά, παινεμένη
στης Τροίας τα κάστρα
σκοτείνιαζα τ’ άστρα
γυμνή, ξαναμμένη

Μα τώρα ποια είμαι;
Εδώ ξεχασμένη
το γήρας εμβαίνει
ανώνυμη κείμαι

ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΤΗΣ των εκφερομένων εν μεγαλορρημοσύνη ο ζήλος εμού, έγραψε μετά σεβασμού παρά των ποιημάτων αυτών βραχέα τινα σημειώματα, τα απολύτως αναγκαία προς διασάφηση της ποιητικής ιστορίας των κειμένων τούτων.
Ώστε, διά της καταλλήλου θεωρίας φανερωθεί η εγκεκρυμμένη εις τα λεγόμενά τους φιλοσοφία, εκ της προχείρου κατά την λέξιν εμφάσεως κεκαθαρμένης. Ότι άλλο μεν εστί το ευκόλως νοούμενον, εις έτερον δε βλέπει η των λεγομένων διάνοια και του λόγου μορφή.
Των εγκειμένων ασμάτων ο χαρακτήρας είναι η εκτεταμένη εκείνη πολυμαθής ανθολόγηση, καθ’ ην του ποιούντος η σκέψη, περινοστούσα εις των ιστορικών και τοπογραφικών και υπαρξιακών γνώσεων και των ιδεών και της ποιήσεως τα πεδία τα πλούσια, εκλέγει απ’ αυτών τα πρόσφορα εις του εκάστου θέματος την ανάπτυξη, πολλαχώς και τεχνηέντως αυτά συνδυάζουσα. Εις τας πλέον προκεχωρημένας εκφάνσεις της, η ανθολόγηση ταύτη παλιννοστεί εις τον υπόνομο οχετό, όπου ευρίσκεται θαμμένος ο «ανήλιαστος» εραστής της Ελένης:

Μπήκα στο βαθύ τουνέλι
να ξεχώσω το κουνέλι

Αχ, Ελένη

Αλλά και τούτη, η εκ νέου κατάβαση στο τουνέλι δεν είναι μια πρόσκαιρη πιρουέτα του Ηλία Λάγιου, που μάλιστα αποτίει φόρο τιμής στην ανοίκεια γλώσσα και αντίληψη του μοντερνιστή Βάρναλη. Είναι μια διαρκής διαδικασία, με πολλά, αφανή επεισόδια, υπερχειλίζοντα καρυωτακικής απαξίωσης προς την λεγόμενη κοινωνία. Έτσι, στο εξώφυλλο του προκείμενου τόμου ευρίσκεται έργο του Πάνου Χαραλάμπους, υπό τον τίτλο “Φύλλα καπνού”∙ τεκμήριο από κοινές εμπειρίες, μνήμες, αγωνίες και καταβάσεις. Γιατί αν μας έβλεπε κάποιος, στα χρόνια της νεότητάς μας, καθημερινούς θαμώνες σ’ εκείνο το άθλιο καφενείο του Αιγάλεω, με τα φτηνά λουκάνικα, το τζουκ μποξ και τα καφάσια μπύρες, μαζί με τους μετέπειτα επίσης εικαστικούς Δημήτρη Ζουρούδη και Αντώνη Βάο, με τον Γιώργο Μπλάνα και άλλα περιφερόμενα ράκη της κρίσης της Αριστεράς και της Μεταπολίτευσης, θα μας θεωρούσε αυτόχρημα τελειωμένους. Πού να ήξερε, ο δυστυχής, ότι αλλιώς είναι η ιστορία της τέχνης∙ και πώς να εννοήσει τι συνέβη το 1989, πώς να αντιληφθεί ότι αλλάζει ο ρυθμός του κόσμου;
Προθύμως λοιπόν απεδεξάμην την περί των εγκειμένων ασμάτων φροντίδα, ουχί ως τι χρησιμαίον εις την ούτως ειπείν κοινωνία, αλλά σκοπούσα προς την πνευματική και μουσική της ψυχής κατάσταση, και συνακόλουθη παιδεία, προς ην άγει η βίβλος τούτη, διά της των εν αυτή ποιημάτων σοφίας και ρυθμοποιίας, έτι δε διά της συμπυκνώσεως και αραιώσεως του όλου χρόνου, όσπερ τυγχάνει επιστήμης τε και φιλοσοφίας το επίδικο. Ότι της ποιήσεως ο λόγος, του σύμπαντος κόσμου ταλάντωσιν παριστάνει και μεταβάλλει.
ΕΑΝ ΤΥΧΟΝ προκύψει έτερος λόγος αναλυτικός, το εξ εμού οικονομούμενον επιδεικνύων ανεύθυνον, τότε ως αληθεύων εκείνος ο λόγος επιδειχθήσεται, ότι το γράμμα αποκτείνει, το δε πνεύμα ζωοποιεί.
Εάν τιμωρός εμού τοιούτος λόγος φανεί, του ιδικού μου καταχωνευσθημένου εν χάσματι, ουδέν το κακόν∙ πολλαχώς αγαλλίασέ με και επλούτισέ με η ιδική μου Ελένη, καν ευρεθησομένη πτωχή ούσα.

Ω λογισμέ, κι αν έσφαλες, και νου, αν εγελάσθης
Κατακαϋμένο μου κορμί, έτσι καταλαγιάσθης

Αχ, Ελένη!

Δεν υπάρχουν σχόλια: