6/11/22

Ποίηση, το «νέο γένος»

Μεταξύ κατανόησης και επινόησης

Χριστίνα Μήτρεντσε, EmblemRug (Το έμβλημα της καλλιτέχνιδας), 2022, χαλί με παραδοσιακή ελληνική χειροποίητη τεχνική ύφανσης αργαλειού, 140 x 200 εκ

Του Αλέξιου Μάινα*

I. Η δημιουργία της έννοιας

Κάθε ποίημα έχει τις σχέσεις του προς ορισμένους αναγνώστες και τις πολλαπλές περιστάσεις – έχει το δικό του περιβάλλον, τον δικό του κόσμο, τον δικό του Θεό.
(Νοβάλις, 1772-1801)

Όπως η τέχνη έτσι και η ποίηση αμφισβητήθηκε με πολλούς τρόπους – ακόμα και το αν υπάρχει. Εμπνευσμένος από την απόφανση του αυστρικού ιστορικού τέχνης Ερνστ Γκόμπριχ (το 1950) «There is no such thing as art. There are only artists», ο επίσης αυστριακός ποιητής Έριχ Φρηντ σχολιάζει το 1969: «Η ποίηση δεν υπάρχει […] υπάρχουν απλώς μεμονωμένα ή μεταξύ τους συνδεδεμένα ποιήματα». Ο Φρήντριχ Σλέγκελ, ως προς την πράξη της συγγραφής, είχε εισηγηθεί στις αρχές του 19ου αιώνα την ενσωματωμένη διάδραση της ποίησης με τα άλλα γένη: «Τα ποιήματα δεν θα ’πρεπε ν’ αποτελούν ξεχωριστό γένος», μια σύλληψη εμπνευσμένη και από τα χορικά των τραγωδιών, που πραγματώθηκε σε κάποιον βαθμό στα μυθιστορήματα των Ρομαντικών με τον εγκιβωτισμό ποιημάτων. Ο Μπενεντέτο Κρότσε, μεγεθύνοντας καντιανές θέσεις περί μορφής και ετερότητας του έργου που καταθέτει ο ιδιοφυής καλλιτέχνης θέτοντας τους δικούς του κανόνες, γράφει το 1902 ότι κάθε έργο είναι μοναδικό ως «έκφραση»/«ποιητική ενόραση» και ότι μεταξύ της συνολικής έννοιας της τέχνης και του μεμονωμένου έργου δεν υπάρχει ενδιάμεση κατηγορία που να δικαιολογεί επιμερισμούς και ομαδοποιήσεις, π.χ. γενών.
Αυτό που αμφισβητεί ένας τέτοιος ριζικός νομιναλισμός δεν είναι η επικοινωνιακή χρησιμότητα γενικών εννοιών, αλλά το αν αποτυπώνουν κάτι οντολογικό∙ π.χ., στην περίπτωση της «ποίησης», αν ένας ορισμός της αναφέρεται σε υπαρκτά κειμενικά φαινόμενα ή αν είναι μια λίγο-πολύ αυθαίρετη εννοιολογική κατασκευή. Έτσι, ο θεωρητικός της Νέας Κριτικής Ρενέ Γουέλεκ γράφει το 1972: «Θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί πλήρως η προσπάθεια να οριστεί η γενική φύση της ποίησης και του ποιητικού». Ασχέτως οντολογικού αντικρίσματος, ακόμα και ορθές οι ενστάσεις αυτές παραβλέπουν το γεγονός της ύπαρξης, στο εκάστοτε κοινωνικοπολιτισμικό συγκείμενο, επιδραστικών εννοιών όπως τα λογοτεχνικά γένη. Ακόμα και ως προκατάληψη, ο τρόπος που τα αντιλαμβανόμαστε διαμορφώνει το λογοτεχνικό πεδίο επενεργώντας ποικιλοτρόπως, τόσο κατά τη δημιουργία κειμένων όσο και κατά την πρόσληψη, ανάλυση ή αξιολόγησή τους.
Οι αντιρεαλιστικές (ο όρος σημαίνει την αμφισβήτηση της ύπαρξης ουσίας εντεύθεν της νοητικής σύλληψης) ενστάσεις αυτές θυμίζουν ένα παλιό παράδοξο: Παρόλο που ήδη από τον 7ο π.Χ. αιώνα, σε αιγυπτιακά ιερογλυφικά δε ήδη από το 2600 π.Χ., σώζονται κείμενα και σπαράγματα, που με βάση τη σύγχρονή μας –ασαφή και συγκεχυμένη έστω– αντίληψη περί ποίησης, θεωρούμε ποιητικά, η ίδια η έννοια ήταν άγνωστη μέχρι τον 18ο μ.Χ. αιώνα. Γιατί η λέξη «ποίηση» σήμαινε ουσιαστικά «λογοτεχνία», συνάρθρωνε δηλαδή όλα τα εκάστοτε λογοτεχνικά είδη, και πρέπει τωόντι να αποδίδεται με την πλησιέστερη αυτή σημερινή έννοια, προς αποφυγή στρεβλώσεων στην ιστορία των ιδεών που επιφέρει η λέξη «ποίηση» όταν μένει αμετάφραστη. Ακόμα και ο όρος «λυρική ποίηση»/«λυρικός ποιητής» (που χρησιμοποιείται για σημεία όπου το κλασικό κείμενο γράφει π.χ. «διθυραμβοποιός», «ελεγοποιός» ή «μελοποιός») ως ευρύτερα γενολογικός όρος ήταν αδόκιμος στην αρχαιότητα, χρησιμοποιήθηκε από την Αναγέννηση και μετά συνεκδοχικά για είδη που προτάσσουν ένα κάποιο είδος μουσικότητας ή εκφέρονταν, τουλάχιστον στην αρχαιότητα, συνοδείᾳ οργάνου, συνήθως λύρας, κιθάρας ή αυλού, όπως στην περίπτωση της ελεγείας, και δη της ελληνικής, καθώς με τους Ρωμαίους ξεκινάει ήδη η μακρά γενεαλογία εκτοπισμού της μουσικής.
Η ποίηση ως έννοια με τη σημερινή σημασία είναι προϊόν του 18ου αιώνα, όπου αρχίζει σταδιακά να χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό για να δηλώσει ένα αυτόνομο λογοτεχνικό γένος. Είναι ίσως παράδοξο ότι η μουσική ή η μουσικότητα (π.χ. του σονέτου, που δεν εκφερόταν συνοδείᾳ οργάνου, αλλά λόγω της ρίμας έμοιαζε να έχει μια εμμενή μουσικότητα που εξηγεί και τον όρο «σονέτο»), παρόλο που ήταν καθοριστική για την ανθρωπολογική εξήγηση της ανάδυσης της ποίησης ως τρόπου έκφρασης, από τον Χέρντερ και όσους τον ακολούθησαν (π.χ. τον Γκαίτε), στη σκυταλοδρομία ορισμών τής υποτιθέμενης φύσης-ουσίας της ποίησης δεν παίζει κάποιον σημαντικό ρόλο. Ο Χάινριχ Βίλχελμ φον Γκέρστενμπεργκ το 1766 αμφισβήτησε αποφασιστικά «την παραφροσύνη ότι κάτι γίνεται ποιητικό ένεκα μουσικής εκφοράς».
Στην πραγματικότητα η ποίηση, ακόμα ως «λυρική ποίηση», πρωτορίζεται εμμενώς-κειμενικά το 1746 από τον Σαρλ Μπατώ ως μίμηση συναισθημάτων, ως αναπαράσταση της παροντικής κατάστασης της ψυχής, που κοντοστέκεται και αποδίδει αυτό που νιώθει∙ σε αντιδιαστολή με τα άλλα δύο «κύρια γένη», το δράμα και την αφηγηματική πεζογραφία, που μιμούνται πράξεις, δηλαδή την εξέλιξη της δράσης. Ο Μπατώ ακολουθεί τον Αριστοτέλη, προσθέτοντας όμως τον ορισμό τού τρίτου, άγνωστου στην αρχαιότητα γένους. Αξίζει να τονιστεί ότι πολλοί θεωρητικοί, όπως ο Ζεράρ Ζενέτ, έδειξαν εναργώς σε αναλύσεις τους ότι η έννοια της ποίησης ήταν όντως άγνωστη στην αρχαιότητα, αλλά μοιάζει ακόμα σισύφεια η προσπάθεια να εξαλειφθεί η ευρύτατη αυτή γραμματολογική πλάνη και στρέβλωση – η λερναία ύδρα για τη λυρικολογία (την επιστημονική θεωρία της ποίησης).
Τον όντως επιδραστικό μπατωικό ορισμό, που σηματοδοτεί τη ρητή γενοθεσία της ποίησης (παρόλο που η τριαδική αντίληψη κειμενικών τύπων προϋπήρχε του Μπατώ, π.χ. μια δεκαετία νωρίτερα στον πατέρα της σύγχρονης αισθητικής Μπάουμγκαρτεν), θα υιοθετήσουν και θα παραλλάξουν τόσες φορές οι Ρομαντικοί, ειδικά οι γερμανοί και οι άγγλοι, ώστε θα καταλήξει να διαποτίσει και να αρδεύει έως σήμερα την αντίληψή μας για την ποίηση και τον τρόπο δημιουργίας της. Υπήρξε τωόντι καθοριστικό ότι, όπως και όλο τον 19ο αιώνα, η ποίηση δεν εξετάζεται αυτόνομα, αλλά πλάι στα άλλα δύο γένη και σε αντιδιαστολή προς αυτά, δηλαδή στο πλαίσιο μιας συνολικής συστηματοποίησης της λογοτεχνίας (ήτοι για να συμπληρωθεί ένα κενό), και δη εντός μεγαλύτερων αισθητικών συστημάτων. Η έννοια της ποίησης, ορισμένως, προκύπτει «παραγωγικά» –όπως ομολογεί λίγο αργότερα ο Έγελος– ως αποκύημα μεταφυσικών εικασιών για την αισθητική, και όχι περιγραφικά «από την εμπειρία, τη συγκριτική εξέταση», δηλαδή από μια εκ του σύνεγγυς σπουδή ποιημάτων ή μια ευρύτερη αντιπαραβολή ποιητικών ειδών από διάφορες εποχές. Δεδομένων αυτών, όπως πρωτοτέθηκε η έννοια, αποκρυσταλλώνει αντιλήψεις και τρόπους ποιητικής άρθρωσης που προκρίνονται στην προ-Ρομαντική και Ρομαντική εποχή, και μοιάζει εντέλει να εκπροσωπεί μόνο εκείνες.
Παράδοξο ίσως φανεί το γεγονός ότι και στον Μπατώ, που ήρθε να κλείσει ένα κενό, και στη συνέχεια έως τις μέρες μας έμειναν αχαρτογράφητοι και κατά κανόνα ανένταχτοι αρκετοί κειμενικοί τύποι ή είδη, παρόλο που υπήρξαν προτάσεις για παραπάνω γένη, όπως αυτό της «διδακτικής λογοτεχνίας» και μιας πολυσυλλεκτικής «συμπληρωματικής κατηγορίας» από τον Φρήντριχ Μπούτερβεκ το 1806, όπου θα μπορούσαν να ενταχθούν και όσα έμειναν άστεγα έως σήμερα: π.χ. το επίγραμμα ή ο αφορισμός, μορφές φιλοσοφικού διαλόγου (που ο Αριστοτέλης θεωρούσε «ποίηση», δηλαδή λογοτεχνία), μύθων και αλληγορικού σχολιασμού, χρονογραφήματα, μικρομυθοπλαστικά υβρίδια, επιστολές, κ.ά. Ως προς τον Μπατώ, τα είδη αυτά μάλλον αγνοήθηκαν συνειδητά, καθώς πρωταρχικός του στόχος, ως θεωρητικού της αισθητικής, ήταν να αναστηλώσει μονιστικά για όλη την τέχνη τη μιμητική θεωρία της αρχαιότητας. Αποτέλεσμα δε τελικά ήταν να συμβάλει αποφασιστικά στην υπέρβασή της προς μια εκφραστική θεώρηση των τεχνών.
Σημαντικό για όλη τη διαδρομή της θεωρίας της ποίησης έως τον 20ό αιώνα είναι να έχει κανείς επίγνωση του γεγονότος ότι τόσο στην αρχαιότητα όσο και κατά την ιδρυτική πράξη γενοθεσίας της ποίησης από τον Μπατώ, αλλά και μετά τη ρητή αυτή συγκρότηση της έννοιας, η ματιά στην ποίηση παραμένει ετερόνομη, καθορίζεται δηλαδή από αισθητικές, δηλαδή εξωλογοτεχνικές αρχές – π.χ. στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Μπατώ από τη μονιστική αρχή της μιμήσεως. Σε άλλο αισθητικό πλαίσιο, με άλλα αξιώματα ή προκείμενες, η σύλληψη και ο ορισμός της έννοιας, αρκετά αυθαίρετης όπως συστάθηκε και συστήθηκε από τον Μπατώ, θα ήταν με βεβαιότητα διαφορετική.
Θα συνεχίσω την επόμενη Κυριακή

*Ο Αλέξιος Μάινας είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: