9/10/22

Αριστερή θεωρία

Φώτης Κόντογλου (1895-1965) «Ο Λαοκόων», 1938, λάδι σε καμβά, 80 × 100 εκ., Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών

Του Πάρη Μπουρλάκη*

ΚΥΡΚΟΣ ΔΟΞΙΑΔΗΣ, Νεοφιλελευθερισμός και νεοτερική εξουσία: Καπιταλισμός, βιοπολιτική, ακροδεξιά, εκδόσεις Νήσος, σελ. 196

«Επί τέλους η ιδεολογία του καπιταλισμού απέκτησε όνομα: νεοφιλελευθερισμός» (σελ. 60). Πάντως ο ίδιος ο τίτλος του πρόσφατου βιβλίου του Κύρκου Δοξιάδη φαίνεται παράδοξος: Νεοφιλελευθερισμός και νεοτερική εξουσία - οι νεοφιλελεύθεροι όμως δηλώνουν ότι είναι ενάντιοι στον «κρατισμό»: ενάντιοι σε κάθε κρατική παρέμβαση, στην (οικονομική) αγορά, που θα έθετε προσκόμματα στον «υγιή ανταγωνισμό», άρα στην «ομαλή» λειτουργία της. Τι μπορεί λοιπόν να τους συνδέει με την (κρατική) εξουσία, και (γενικότερα) με την νεοτερική εξουσία;
Πρώτα απ’ όλα τους συνδέει ακριβώς η κρατική παρέμβαση για την δημιουργία συνθηκών υπέρ του καπιταλισμού: κρατική παρέμβαση για την λεγόμενη απορρύθμιση των αγορών, για την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας, για την προστασία των επιχειρηματιών εναντίον των «καταχρήσεων» της δημοκρατίας. (βλ. το κεφάλαιο «Διαβάζοντας τον νεοφιλελευθερισμό Ι: Φιλελευθερισμός και δημοκρατία.»).
Αυτό παρεμπιπτόντως φαίνεται πως είναι και το όριο της δημοκρατικότητας των νεοφιλελεύθερων: η ατομική ιδιοκτησία. Αν τυχόν μια δημοκρατική πλειοψηφία αποφασίσει το κατ’ αυτούς αδιανόητο, να μη σεβαστεί την ατομική ιδιοκτησία, τότε το κράτος πρέπει να δείξει τα δόντια του. Η εμφυλιοπολεμική πλευρά της εξουσίας. Με λιγότερο προκλητική διατύπωση: για τους νεοφιλελεύθερους φαίνεται ότι αποτελεί εξίσου κατάχρηση της δημοκρατίας η μεσοπολεμική εκλογική ανάδειξη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος σε πρώτο κόμμα στην Γερμανία, με την τυχόν δημοκρατική απόφαση των πολιτών να προχωρήσουν σε αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας. Πρόκειται για την περιβόητη θεωρία των δύο άκρων που φαίνεται ότι αποτελεί βασικό στοιχείο του νεοφιλελευθερισμού.
Δεύτερον, αυτό που συνδέει τον νεοφιλελευθερισμό με την νεοτερική εξουσία είναι το ότι εξουσία δεν είναι μόνον η κρατική εξουσία. Ο ίδιος ο καπιταλισμός, ο τρόπος παραγωγής που αποτελεί την οικονομική «βάση» της κοινωνίας, κατά τον παραδοσιακό μαρξισμό, είναι, μπορεί να θεωρηθεί, κατά τον Δοξιάδη, που εδώ παραπέμπει στον Φουκώ, σύστημα εξουσίας - το κυρίαρχο σήμερα σύστημα εξουσίας, που έχει κυριαρχήσει ακριβώς επειδή είναι παραγωγικό, δεν καταστέλλει και απαγορεύει μόνο. Αυτή είναι η παραγωγική πλευρά της εξουσίας.
Στον πυρήνα, νομίζω, της εξέτασης των σχέσεων εξουσίας από τον Φουκώ (και τον Δοξιάδη) είναι ότι όπως δεν είναι δεδομένες άπαξ διά παντός και «υπεριστορικές» οι εκάστοτε συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής, αλλά μπορούν και πρέπει να αμφισβητηθούν και χρειάζονται τουλάχιστον νομιμοποίηση - έτσι ακριβώς δεν είναι δεδομένες οι εκάστοτε σχέσεις εξουσίας. Και αυτή η έννοια της εξουσίας, ή αυτή η στάση απέναντι στην εξουσία, αν θέλετε, επιτρέπει, νομίζω, στον Δοξιάδη να αποσυναρμολογήσει με επιτυχία τον νεοφιλελεύθερο λόγο, δείχνοντας και τις αντιφάσεις του (λ.χ., ανάμεσα στην αξιοκρατία, που επιτρέπει, όπως πρέπει να πιστέψουμε, στους αρίστους να πρωτεύουν στην αγορά, και στην υπεράσπιση της κληρονομιάς από τον Χάγεκ).
Με άλλα λόγια, το βιβλίο αυτό δεν αποτελεί απλώς μια πολεμική κατά του νεοφιλελευθερισμού (από την σκοπιά κάποιας «αλήθειας», που αποκλειστικός κάτοχός της θα είναι ο συγγραφέας της εν λόγω πολεμικής). Επιτελεί μιαν ανατομία του νεοφιλελεύθερου λόγου, σε όλες τις εκφάνσεις του, από το επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής μέχρις αυτό της παραγωγής επιστημονικής γνώσης - όπως αυτός ξεδιπλώνεται στα δύο κύρια βιβλία του βασικού του εκφραστή, του Φρίντριχ Χάγεκ, αλλά και στο έργο του Γκάρυ Μπέκκερ. Και το ενδιαφέρον σε αυτό το βιβλίο δεν είναι μόνον ο στόχος, ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά (κυρίως) η θεωρητική σκευή που χρησιμοποιείται: φαίνεται πως βρισκόμαστε μακριά από την παραδοσιακή Αριστερή θεωρία, τον παραδοσιακό μαρξισμό. Ας δούμε πόσο μακριά – και πόσο κοντά.
Σε όλη την διάρκεια του σύντομου εικοστού αιώνα, πιστευόταν ότι αφού ο καπιταλισμός μαστίζεται από κρίσεις και εσωτερικές συγκρούσεις, αυτές είναι αναπόφευκτο να οδηγήσουν στην ανατροπή του. Η Αριστερά φαινόταν να έχει την Ιστορία με το μέρος της, και αυτό δεν ήταν πεποίθηση μόνο ανθρώπων της Αριστεράς. Ο Κ. Δοξιάδης ήδη από τον πρόλογο του βιβλίου ξεκινά με την διαπίστωση ότι μετά το 1991, την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, κλονίσθηκε αυτή η βεβαιότητα. Ούτε το τελικό αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων, ο σοσιαλισμός, η αταξική κοινωνία, είναι βέβαιο πως είναι προδιαγεγραμμένο, ούτε ο καπιταλισμός είναι βέβαιο πως αναπόφευκτα θα ανατραπεί λόγω της λεγόμενης κυρίαρχης αντίφασής του:
«Η αντίφαση μεταξύ σχέσεων παραγωγής και παραγωγικών δυνάμεων… [έχει] ισχύ γενικού ερμηνευτικού σχήματος για όλες τις μεταβάσεις μεταξύ των σταδίων. Το ζήτημα είναι όμως ότι δεν πρόκειται για αντίφαση. (…) Όταν ο Μαρξ μιλάει για αντιφάσεις, έχει προηγουμένως διευκρινίσει πως τούτες θα προκύψουν σε «κάποιο ορισμένο στάδιο ανάπτυξης», δηλαδή αφού θα έχουν συμβεί αλλαγές στην τεχνολογία, στην οργάνωση της εργασίας ή άλλες παρεμφερείς στα μέσα παραγωγής ή την εργατική δύναμη.» (σ. 10).
Δεν είναι δεδομένο ωστόσο ότι θα προκύψουν αντιφάσεις, αλλά έστω και αν προκύψουν, δεν είναι δεδομένο ότι θα οδηγήσουν σε ανατροπή των σχέσεων παραγωγής. «Η Αριστερά [στην περίοδο μετά τον ψυχρό πόλεμο] έρχεται αντιμέτωπη με την σκληρή πραγματικότητα των ταξικών αγώνων, που είναι η πραγματικότητα ενός κοινωνικοπολιτικού πολέμου, χωρίς προκαθορισμένο νικητή.» (σ. 12). Για την Αριστερή θεωρία, αυτό σημαίνει, κατά τον Δοξιάδη, ότι δεν πείθουν πια οι βεβαιότητες (περί ιστορικής νομοτέλειας, περί τέλους της ιστορίας) μιας «ιδεαλιστικής, εν τέλει – εγελιανομαρξιστικής φιλοσοφίας της ιστορίας.»
Όμως και ο μεταμοντερνισμός είναι ακριβώς η δυσπιστία προς τις μεγάλες αφηγήσεις. Ο Δοξιάδης ωστόσο επιμένει να αναφέρεται στον Μαρξ και σε μια «αληθινά (ιστορικο)υλιστική προσέγγιση», αντιδιαστέλλοντας σαφώς την δική του στάση από το μεταμοντέρνο: το περιγράφει με αρκετά πολεμικούς τόνους, προβάλλοντας δύο κυρίως λόγους για να μην το δεχθούμε: από τις ποικίλες εκφάνσεις του μεταμοντέρνου στην (κοινωνική και πολιτική) θεωρία απουσιάζουν η ταξική ανάλυση και το ζήτημα του κράτους, το κράτος σαν ζήτημα - εν παρόδω, διορθώνει μια παρερμηνεία του Φουκώ, ότι είναι μεταμοντέρνος επειδή δήθεν παραμελεί το κράτος: αντίθετα, ο Φουκώ, όπως επισημαίνει ο Δοξιάδης, χρησιμοποιεί την λέξη κυβερνητικότητα ακριβώς για να μιλήσει για το κράτος στην νεοτερικότητα.
Ο υπότιτλος του βιβλίου μας δίνει το εύρος των θεμάτων που εξετάζονται σε αυτό: καπιταλισμός, βιοπολιτική, ακροδεξιά.
Πρώτον, ο καπιταλισμός. Υπάρχουν πραγματικά προβλήματα, γενικά προβλήματα, και κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε, είτε επειδή μας εμποδίζει η θεωρία μας (ο νεοφιλελευθερισμός μας εμποδίζει να δούμε τον καπιταλισμό σαν πρόβλημα, όχι σαν λύση – και ο παραδοσιακός μαρξισμός μας εμποδίζει να δούμε σαν πρόβλημα λ.χ. τις σχέσεις εξουσίας στα ψυχιατρεία, στις φυλακές, στα σχολεία, στον στρατό: λες και όλα θα βαίνουν καλώς αν δεχθούμε τις λύσεις που έδωσαν τα δυτικά –αστικά, καπιταλιστικά− κράτη από τον 19ο αιώνα, σε θέματα όπως η τρέλα, το έγκλημα, η εκπαίδευση…), είτε επειδή δεχόμαστε σαν βέβαιο ότι δεν μπορούμε να σκεφτούμε και να πούμε τίποτε για τον κόσμο γενικά. «Έχεις δύο ελέφαντες μέσα στο δωμάτιο. Όποιος δεν βλέπει τον έναν, που είναι ο καπιταλισμός, δεν είναι αριστερός. Όποιος δεν βλέπει τον άλλον, που είναι το κράτος, είναι μεταμοντέρνος» (σ. 178).
Ο άλλος ελέφαντας είναι λοιπόν το κράτος, και η ιδιότυπη τύφλωση, κατά τον Δοξιάδη, των μεταμοντέρνων απέναντι σε αυτό. Κατά τον Δοξιάδη, ο νεοφιλελευθερισμός και ο μεταμοντερνισμός είναι τυφλοί απέναντι σε προβλήματα όπως ολοφάνερες ιεραρχίες και ανισότιμες σχέσεις εξουσίας: από την οικονομία, με την νεοφιλελεύθερη θεωρία περί ανθρώπινου κεφαλαίου, οπότε δεν υπάρχουν πια εργαζόμενοι και εργοδότες αλλά άτομα-επιχειρήσεις, μέχρι ένα κράτος με ψυχιατρεία και άσυλα, με φυλακές και μυστική αστυνομία, υπηρεσίες «ασφαλείας», στον σημερινό καπιταλισμό αλλά και στο ιστορικό πείραμα που ονομάσαμε υπαρκτό σοσιαλισμό.
Δεύτερο θέμα του βιβλίου, η βιοπολιτική: «Η βιοπολιτική με την έννοια της ταυτόχρονα επιστημονικής και πολιτικής μέριμνας για την ευζωΐα του πληθυσμού κατά τον 20ό αιώνα, και ιδιαίτερα κατά το δεύτερο μισό του, [έχει] καταστεί εγγενές στοιχείο του καπιταλισμού στην ανεπτυγμένη του φάση.» Με δυο λόγια, το νεοτερικό κράτος δεν έχει σκοπό του μόνο την καταστολή και την απαγόρευση, αλλά και την φροντίδα για τον πληθυσμό. «(…) Το επίπεδο της βιοπολιτικής καθορίζει ακόμη και το πεδίο της καπιταλιστικής οικονομίας» (σ. 96), «Η βιοπολιτική υπερβαίνει τον καπιταλισμό αλλά και τον επικαθορίζει» (σ. 97). Στο κεφάλαιο για την βιοπολιτική ο Δοξιάδης ασκεί κριτική στον Αγκάμπεν, και δείχνει πώς ο Αγκάμπεν χρησιμοποιεί την λέξη βιοπολιτική με εντελώς διαφορετική, αν όχι αντίθετη, σημασία, από τον Φουκώ.
Τρίτο θέμα του βιβλίου, η ακροδεξιά: με την εξέταση του ναζισμού είναι που ξεκινά το βιβλίο, ακριβώς επειδή στην θεωρία των δύο άκρων είναι που βασίζεται και ο νεοφιλελευθερισμός του Χάγεκ και ο γερμανικός νεοφιλελευθερισμός (ο λεγόμενος «ορντοφιλελευθερισμός»).
Για το άλλο «άκρο», τον υπαρκτό σοσιαλισμό, εύκολο δυστυχώς στόχο της κριτικής του Χάγεκ, ο Δοξιάδης προφανώς παίρνει τις αποστάσεις του και από την σταλινική και από την μετανασταλινική του περίοδο. Ας μού επιτραπεί εδώ να παραθέσω μιαν απάντηση του Φουκώ, για την ΕΣΣΔ, από συνέντευξή στον Κ. Σ. Καρόλ:
Κ.Κ. «Αλλά η εξήγηση αυτών των παραδόξων δεν οφείλεται άραγε στο γεγονός ότι η ΕΣΣΔ ισχυρίζεται πως είναι σοσιαλιστική, χωρίς να είναι καθόλου στην πραγματικότητα; (…)
Μ. Φ: «Είναι αλήθεια ότι οι Σοβιετικοί τροποποίησαν το καθεστώς της ιδιοκτησίας και τον ρόλο του κράτους στον έλεγχο της παραγωγής: για όλα τα υπόλοιπα όμως απλώς μετέφεραν στην χώρα τους τις τεχνικές διαχείρισης της εξουσίας που είχαν επινοηθεί στην καπιταλιστική Ευρώπη τον 19ο αιώνα. (…) Η πειθαρχία του εργαστηρίου, η σχολική πειθαρχία, η στρατιωτική πειθαρχία, όλες οι πειθαρχίες ύπαρξης γενικά ήταν τεχνικές επινοήσεις αυτής της εποχής. (…)»[1]
Αυτή η απάντηση δείχνει ότι ο Φουκώ παραδέχεται τις αλλαγές που είχαν γίνει ως προς το καθεστώς της ιδιοκτησίας και τον ρόλο του κράτους στον έλεγχο της παραγωγής, οπότε είναι τουλάχιστον αφελές να θεωρηθεί αντικομμουνιστής ή αντιμαρξιστής. Αντίθετα, και τούτο αποτελεί την κεντρική και προκλητικότερη θέση του βιβλίου του Κύρκου Δοξιάδη, φαίνεται πως ο Φουκώ με το έργο του, επειδή ακριβώς τονίζει την υλικότητα των σχέσεων εξουσίας, τρόπου πράξης επί των πράξεων των άλλων, έρχεται να συμπληρώσει τον Μαρξ – ή εμείς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον Φουκώ για να συμπληρώσουμε την υλιστική αντίληψη της Ιστορίας, θα λέγαμε. Παρεμπιπτόντως, βλέπουμε εδώ και ότι ο Δοξιάδης έχει δίκιο, όταν λέει ότι ο Φουκώ δεν παραβλέπει το κράτος: δεν εμφανίζεται να έχει πρόβλημα στο να χρησιμοποιήσει την λέξη κράτος σε αυτά που λέει.
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα καλογραμμένο και διαφωτιστικό βιβλίο, γραμμένο με την γνωστή καθαρότητα στην έκφραση, την καυστικότητα και το χιούμορ του Κύρκου Δοξιάδη. Η παρουσίαση αυτή απέχει πολύ από το να δείχνει όλον τον πλούτο των θεμάτων και την επιχειρηματολογία του. Ακόμη και στα σημεία όπου ενδέχεται να διαφωνήσει κανείς, λόγου χάριν για το μεταμοντέρνο ή για τα εγελιανά στοιχεία στον μαρξισμό, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει την δύναμη και την πειστικότητα των επιχειρημάτων του Δοξιάδη. Είναι βιβλίο που θεωρώ ότι θα είναι εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο σε όλους τους ανθρώπους της Αριστεράς.

*Ο Πάρης Μπουρλάκης έχει μεταφράσει την Ιστορία της τρέλας του Μισέλ Φουκώ

[1] Στο βιβλίο Μισέλ Φουκό, Εξουσία, Γνώση και Ηθική, μτφ. Του Ζήση Σαρίκα, Ύψιλον, Αθήνα 1987, σελ. 41-42. (ή έμφαση δική μου)

Δεν υπάρχουν σχόλια: