Προδημοσίευση από το βιβλίο της Έλενας Χαμαλίδη, με τίτλο Ιστορίες στο Μεταίχμιο. Μοντερνισμός και πραγματικότητα στην μεταπολεμική ελληνική τέχνη, που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Μέλισσα
Της Έλενας Χαμαλίδη*
Τα πέντε κείµενα αυτού του τόµου πραγµατεύονται την πρόσληψη αισθητικών προταγµάτων και καλλιτεχνικών πρακτικών της µοντέρνας και νεοπρωτοποριακής τέχνης στο παράδειγµα πέντε ελληνικής καταγωγής καλλιτεχνών κατά τη µεταπολεµική περίοδο και, σε κάποιες περιπτώσεις, έως πρόσφατα: πρόκειται για τον Γιάννη Χαΐνη, τον Τάκι (Τάκης Βασιλάκης) σε διάλογο και µέσα από το βλέµµα του Νικόλα Κάλας, τον Βλάση Κανιάρη, τη Νίκη Καναγκίνη και τη Νέλλα Γκόλαντα. Κοινό θεµατικό άξονα αποτελεί η διερεύνηση της σχέσης του µοντερνισµού —της αποτύπωσης της µοντέρνας εµπειρίας στην εικαστική γλώσσα της αφαίρεσης ή σε νεοπρωτοποριακές πρακτικές, µε νέα υλικά και µέσα— µε την κοινωνική και ιστορική πραγµατικότητα, σε συνδυασµό µε την ιστορική και πολιτισµική µνήµη. Σε κάποιες περιπτώσεις η σχέση µε το πραγµατικό βαδίζει παράλληλα µε νέους και διευρυµένους ορισµούς του ρεαλισµού, ενώ σε άλλες συνδέεται περισσότερο µε την ολοένα και µεγαλύτερη έµφαση που δίνεται, από τη δεκαετία του 1960 και µετά, στις πλευρές της δηµιουργικής διαδικασίας που αφορούν τα υλικά, την επεξεργασία τους και την ποιότητα του απτικού (tactile), σε συνδυασµό µε τον πειραµατισµό µε νέα µέσα, τη διαµεσικότητα και νέες στρατηγικές.
Η εστίαση στη συγκεκριµένη θεµατική στόχο έχει τη συµµετοχή στη διεθνή συζήτηση γύρω από συγκλίσεις και εναλλακτικές θεωρήσεις του πραγµατικού, της υλικής διάστασης της τέχνης και του ρεαλισµού που κινήθηκαν µεταξύ των πόλων των ιδεολογικά φορτισµένων αντιπαραθέσεων την περίοδο του Ψυχρού Πολέµου.
Στα πέντε, λοιπόν, κείµενα που ακολουθούν επιχειρείται να έρθουν ξανά στο φως και να αναδειχτούν, µε την αξιοποίηση των πηγών και του αρχειακού υλικού και µε την ένταξη του έργου και της σκέψης των καλλιτεχνών στο διεθνές γίγνεσθαι, οι θεωρητικές αντιπαραθέσεις αλλά και η αλληλεπίδραση µεταξύ της καλλιτεχνικής πρακτικής και του λόγου των καλλιτεχνών µε την υποδοχή τους από την κριτική και άλλους θεσµούς, καθώς και η σχέση τους µε την αγορά της τέχνης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Στόχος εδώ είναι να αναδειχτεί ένα πλέγµα από διασταυρούµενα βλέµµατα που θα µπορούσε να συµβάλει στη συγκριτική προσέγγιση της ελληνικής τέχνης. Θα µπορούσε επίσης να συµβάλει σε µελλοντικές συνθετικές θεωρήσεις της µοντέρνας και της σύγχρονης τέχνης που παράχθηκε εντός ή εκτός Ελλάδας και σε διάλογο µε την ελληνική παράδοση ή ιστορία.
Μπορεί η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τον ρεαλισµό να συµπίπτει µε το «τέλος του µεταµοντέρνου» που τον απαξίωσε, µε αποτέλεσµα να απουσιάζει ως αντικείµενο θεωρητικής ανάλυσης ακόµα και από τα έργα αναφοράς της σύγχρονης πολιτισµικής θεωρίας, η σύγχρονη ιστοριογραφική έρευνα όµως έχει φέρει στο φως περισσότερες και µάλιστα εναλλακτικές θεωρήσεις της σχέσης της τέχνης µε την κοινωνικοπολιτική πραγµατικότητα και διαφορετικές εννοιολογήσεις του ρεαλισµού κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέµου. Η επανεξέταση των δύο όρων της πολωτικής αντιπαράθεσης µεταξύ σοσιαλιστικού ρεαλισµού και µοντέρνας τέχνης και των αντιλήψεών τους για την πραγµατικότητα που ξεκινά µε την αποσταλινοποίηση ή λίγο νωρίτερα είχε επίσης ως αποτέλεσµα να αναδειχτούν καλλιτεχνικές πρακτικές που παρεκκλίνουν από τις κοµµατικές γραµµές και τις κυρίαρχες ιδεολογίες. Αυτό αποκαλύπτουν οι «µικροϊστορίες» των προσωπικών επαφών και των δικτύων σχέσεων µεταξύ καλλιτεχνών, καθώς και η έρευνα γύρω από τις λεγόµενες πολιτισµικές µεταφορές (cultural transfers), οικειοποιήσεις ή «µεταφράσεις» εννοιών και σηµασιών, πρακτικών και πολιτισµικών αξιών και ιεραρχήσεων.
Η έννοια της πραγµατικότητας και η θέση της στον λόγο και τον αναστοχασµό γύρω από την τέχνη συνιστά ένα από τα σηµεία συνάντησης του κριτικού και θεωρητικού λόγου µε τις καλλιτεχνικές πρακτικές στη ∆υτική και Ανατολική Ευρώπη, σε υπέρβαση των πολιτικών διαιρέσεων.
Mια ακόµη διαπίστωση που προκύπτει από τη σχετική βιβλιογραφία είναι ότι οι προσεγγίσεις του πραγµατικού και οι απόπειρες επαναπροσδιορισµού του ρεαλισµού όπως εκδηλώνονται στη µεταπολεµική τέχνη εστιάζουν όλο και περισσότερο στις υλικές πλευρές του έργου τέχνης και της καλλιτεχνικής παραγωγής. Αντιστρόφως, νέες καλλιτεχνικές πρακτικές, µεταξύ των οποίων ορισµένες των νεοπρωτοποριών που επικεντρώνονται στον πειραµατισµό γύρω από τα µέσα, στην υλική διάσταση και την εκφραστικότητα της ζωγραφικής χειρονοµίας, στην χρήση υλικών και αντικειµένων σε διαφορετικούς βαθµούς επεξεργασίας ή συναρµογής τους (collage, assemblage), εκκινούν ουσιαστικά από νέες διερευνήσεις της έννοιας της πραγµατικότητας και του πραγµατικού σε µεγαλύτερο βαθµό από ό,τι γνωρίζαµε µέχρι πρόσφατα. Το 1963 η Μπάρµπαρα Ρόουζ ισχυριζόταν ότι η έκταση του ενδιαφέροντος των νεοπρωτοποριών για τον ρεαλισµό ήταν συγκρίσιµη µε την κυριαρχία του σοσιαλιστικού ρεαλισµού και συνέδεε εµµέσως, κατά τη Χάµιλτον, τις στρατηγικές τους µε το κυρίαρχο ιδεολογικό σύστηµα του καπιταλισµού.[1]
Οι Ιστορίες στο µεταίχµιο είναι ιστορίες συνάντησης σε περιοχές που εκτείνονται ανάµεσα σε φαινοµενικά αντιθετικούς πόλους —την Αριστερά και τον µοντερνισµό, την αφαίρεση και τις κοινωνικές σηµασίες, το ποιητικό και το πραγµατικό, τον (γαλλικό) νέο και τον κριτικό ρεαλισµό, τον ρεαλισµό και τις νεοπρωτοπορίες, το µοντέρνο και το µεταµοντέρνο— ή αλλιώς πρόκειται για ιστορίες µεταβάσεων και ρευστών περιοχών. Είναι επίσης ιστορίες όψεων της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, ιδωµένες µέσα από τη σχέση µε την εποχή τους δηµιουργικών υποκειµένων, περισσότερο ή λιγότερο προβεβληµένων, εικαστικών οι οποίοι δεν συνιστούν τυπικά παραδείγµατα της σύγχρονης τέχνης του καιρού τους, για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους.
Οι Ιστορίες στο µεταίχµιο επιχειρούν να εξετάσουν αφενός τη µεταβαλλόµενη σχέση του µοντερνισµού µε την πραγµατικότητα και αφετέρου τη χρονικότητα της ελληνικής τέχνης σε σχέση µε αυτή άλλων χωρών, εστιάζοντας στα ζητήµατα της επικοινωνίας µε το κοινό, της γενεαλογικής σχέσης µε τις ιστορικές πρωτοπορίες, του µετασχηµατισµού της εννοιολόγησης του πραγµατικού και του κοινωνικού (έµφυλη ταυτότητα, δηµόσιος χώρος). Σε ένα δεύτερο επίπεδο επιχειρούν να καταδείξουν τη συνθετότητα του τοπίου της µεταπολεµικής ελληνικής τέχνης, από τα µετεµφυλιακά χρόνια έως πρόσφατα, να αναδείξουν µέρος του υποµελετηµένου πλούτου της, και να καταστήσουν σαφή τη σηµασία που έχει η εµβάθυνση σε µεµονωµένες περιπτώσεις καλλιτεχνών και, παράλληλα, στο καλλιτεχνικό κλίµα και το ιδεολογικό, πολιτικό, θεσµικό πλέγµα σχέσεων, ελληνικό και διεθνές, εντός του οποίου αυτοί δηµιουργούν και αλληλεπιδρούν.
* Η Έλενα Χαμαλίδη είναι ιστορικός τέχνης, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο
[1] Barbara Rose, «Dada Then and Now», Art International 7, No 1 (1963), 23–28· Jaimey Hamilton, «New Realisms in the 1960s», Art Journal 71, no. 2 (2012), https://artjournal.collegeart.org/?p=3073.
Chloé Royer, Xenophora, (kiss), 2022, κεραμικά, μαργαριτάρια και βραχιόλια με ποικίλες τεχνικές, μεταλλική αλυσίδα, υφάσματα, ατσάλι, αφρός, υαλοβάμβακας, ρητίνη, 180 x 110 x 110 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου