4/9/22

[Πέντε χρόνων πεθαμένη και θαμμένη στο νερό]

− Δεν είχ’ αλήθεια τρέλα περισσή;
Τι λες, Μαρία;

Ν. Καμπάς

Δεν φανταζόσουν πως θα γράφονταν αυτά; Με τη μειλίχια φωνή των αποτυχημένων, στο βραστήρα της κίνησης, βάζεις τέλος στον καβγά σπάζοντας μύτη και μάτια, με το χέρι, όσο να μη σηκωθεί (όχι πέτρα, μέταλλο, ξύλο) με το χέρι, μου εξηγούσες, κάτω, σαν γουρούνι. Μόνο αν έχεις προκληθεί.
Άνθρωπε τρελέ, στον εισαγγελέα; Τρέμουλο, ποντίκια, σκορπιοί, τζιτζίκια, σταφίδα Σίβυλλα, γερνώ και με γεμίζεις με βρισιές. Ένορκη κατάθεση στον αστυνόμο, μια πλήξη φωτεινή μέσα στην πλήξη, γέλιο πικρό. Εμείς, Αστυνόμος Β’ Δημητρίου […] και Ανθυπαστυνόμος […] Μωυσής, δυνάμει του 244 παρ. 1 Κ.Π.Δ. καλούμε τον […] όπως εντός πέντε [5] ημερών από την παραλαβή της παρούσης, εμφανιστεί ενώπιον του […] στο κατάστημα του Αστυνομικού Τμήματος […] προς παροχή εξηγήσεων.
Ποιες εξηγήσεις; Δεν γνωρίζω αν στη Σούτσου υπήρξε μπετονιέρα ή σώμα γλυκό να περιμένει τ’ αστέρια, δεν γνωρίζω αν μεθαύριο κληθώ στον ουρανό πώς θα διακρίνω ανθρώπους και πουλιά, Σίβυλλα, ποιον εισαγγελέα;
Απ’ τα χαράματα μεσημέρι ξυπνώ κι έχει πνιγεί το σπίτι, νεκρανάσταση, κόκκαλα, πόνοι, ψιχάλες, πυρωμένο σίδερο, θα ’ρθει τη μέρα εκείνη, θα ρωτήσει: πού είναι η θυγάτηρ ήτις εθυσίασε τον εαυτό της στην κακή και φθισική μητριά, στα ξένα παιδιά; Και μετά: σε συγχώρεσα μια φορά, σε συγχώρεσα, αφίενταί σοι λοιπόν και τώρα αι αμαρτίαι σου αι πολλαί, ότι πολύ ηγάπησας. Άκου μες στην επιληψία σπασμούς, τη μελωδία νεκρού στα γόνατά μου ραγισμένα πλάι στα χείλη της κλειστά. Χύνεται στο στομάχι μολτ οχιά, μη με ρωτάς αν νιώθω, πόσο σ’ αγαπώ, στις φλέβες μου αν κόκκινο χρυσό αίμα κυλά, αν συνεχίζω να μετρώ λειψό το ζύγι των απατεώνων.
Μια μέρα ακόμα, ένα μήνα, μια χρονιά, καλέ Θεέ της ποίησης, άλας ραχιτικών οστών, σοδιά βλαμμένη, κομμένα χέρια στο λασπότοπο μυρίζουν γύρη, πέντε χρονών στον Έβρο πεθαμένη και θαμμένη στο νερό, να μην αλλάξει, χάσει τη μορφή, και γίνει δυσανάγνωστη— των αστυνομικών, ψαράδων, ποιητών: με τα κουνούπια του έλους ξέρουν να θρηνούν.
Μηχανικέ, στο σανατόριο με τον Σεττεμπρίνι; Αλλιώς το διάβασα πριν, αλλιώς το διάβασα μετά.
Παρότι ο κόσμος μες στο χρόνο σ’ έχει κάνει κτήνος —Καμπά, στα είκοσι τρία, νωρίς— πασχίζεις να είσαι ποιητής. Με τρόμο η λέρα μη σε καταπιεί. Κι η αρχαιολογία — Παλαμά, υπάρχεις τώρα πουθενά; Μα ψάλλει στα γεράματα παθητικώτατον ύμνο στο χαρτί, πρώτη φορά μας είπε μιαν αλήθεια.
Μαρία, παιδί μου, σκορπιοί. Και νερουλάδες. Μια μέρα, ένα μήνα, μια χρονιά, όταν σε βρω, έξω από τη ζωή (τι άλλο;): Στέμμα φιλί. 

Αλέξανδρος Μηλιάς

Δεν υπάρχουν σχόλια: