από το ψηφιακό στο αναλογικό
Του Σπύρου Κακουριώτη
ΠΑΝΟΣ ΖΕΡΒΑΣ, Σημειώσεις για τον Εμφύλιο, τόμος Α΄, Αντίσταση και κατοχικός εμφύλιος, 1941-1944, εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2021, σελ. 352
Είναι φαινομενικά παράδοξο ένα βιβλίο που επιχειρεί να αφηγηθεί την πυκνή σε πολιτικοστρατιωτικές και κοινωνικές εξελίξεις τετραετία 1941-1944 να επιγράφεται Σημειώσεις για τον Εμφύλιο: Ένας τέτοιος τίτλος, αναμφίβολα, προκαταλαμβάνει τον αναγνώστη, δημιουργώντας έναν «ορίζοντα προσδοκιών» που κατατάσσει τον ανά χείρας τόμο στο ιστοριογραφικό εκείνο ρεύμα που αντιμετωπίζει τη δεκαετία του 1940 ως ένα αδιαφοροποίητο συνεχές εμφυλίου πολέμου.
Ήδη όμως από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου γίνεται φανερό πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αντίσταση και ενδοελληνικές συγκρούσεις παρουσιάζονται ευκρινώς διαχωρισμένες (περισσότερο, ίσως, κι απ’ όσο υπήρξαν), χωρίς η πτυχή της εμφύλιας σύγκρουσης να επισκιάζει εκείνη της αντίστασης στις κατοχικές δυνάμεις, όπως συχνά συμβαίνει σε πολλά πονήματα της καθ’ ημάς «εμφυλιολογίας».
Το βιβλίο του Πάνου Ζέρβα είναι ένα εξαιρετικό δείγμα δημόσιας ιστορίας για τη δεκαετία του 1940. Κι είναι εξαιρετικό όχι μόνο για την ίδια την αφήγησή του αλλά και για τον ίδιο τον τρόπο που γεννήθηκε: ο συγγραφέας, παλαίμαχος μπλόγκερ, δοκίμασε, συζήτησε και διαμόρφωσε τις ιδέες που διατυπώνει στις σελίδες του βιβλίου του μέσα από το ιστολόγιο «Η καλύβα ψηλά στο βουνό» (ένα forum, στην πραγματικότητα, με έντονο διαλογικό χαρακτήρα) και, στη συνέχεια, στο ιστολόγιο «Σημειώσεις για τον Εμφύλιο», που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο.
Το ιστολόγιο μπορεί να αποτέλεσε χώρο συζήτησης, το βιβλίο όμως είναι κάτι διαφορετικό, γραμμένο εξ υπαρχής, διατηρώντας από τον ψηφιακό «πρόγονό» του μόνο τις ιδέες και τον ρέοντα διάλογο με τον αναγνώστη. Αποτελεί, έτσι, ένα εξαιρετικό παράδειγμα διασταύρωσης ψηφιακού και αναλογικού μέσου, ιστορίας που αρδεύεται μεν από την ακαδημαϊκή ιστοριογραφία, παράγεται όμως στον δημόσιο (ψηφιακό) χώρο, για να μετασχηματιστεί σε μια στοχαστική μορφή δημόσιας ιστορίας, αξιόπιστο συνομιλητή της ιστορίας των ιστορικών. Όπως πολύ σωστά σημειώνει ο συγγραφέας, επιδίωξή του υπήρξε η αξιοπιστία, όχι η «αντικειμενικότητα». Δεν πιστεύω πως κάποιος ιστορικός θα το έθετε διαφορετικά...
Ο Πάνος Ζέρβας μπορεί να μην είναι ιστορικός, γνωρίζει όμως καλά τις ιστοριογραφικές συζητήσεις σχετικά με τη δεκαετία του 1940, παρότι αποφεύγει να τις εισάγει στην αφήγησή του. Ξεκινά από την τριπλή κατοχή της χώρας και την κοινωνική αποδιάρθρωση που προκάλεσε, τη γέννηση των οργανώσεων αντίστασης στις πόλεις και την επέκταση και γιγάντωσή της στην ύπαιθρο. Στη συνέχεια εστιάζει στις ανταρτικές οργανώσεις και την εξέλιξη των μεταξύ τους συγκρούσεων, ενώ αφιερώνει ένα κεφάλαιο στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, που οδήγησαν στις διαδοχικές εξεγέρσεις του προσωπικού των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στα 1943-1944 και στην τραγική καταστολή τους. Το τελευταίο κεφάλαιο αφιερώνεται στην αιματηρότατη σύγκρουση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ με τον ένοπλο δωσιλογισμό, που χαρακτήρισε τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής και έθεσε, σε μεγάλο βαθμό, τις βάσεις για τις μεταπελευθερωτικές εμφύλιες συγκρούσεις.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί μια εξαιρετικά σύνθετη και πολύπλοκη ιστορία να γίνεται, χάρη στην αφηγηματική δεινότητα του συγγραφέα, απλή και προσβάσιμη, χωρίς να χάνεται κάτι από τη συνθετότητά της. Εστιασμένη κατά κύριο λόγο στις πολιτικοστρατιωτικές διεργασίες και λιγότερο στις κοινωνικές, η αφήγηση στηρίζεται σε εκτεταμένη μελέτη μιας επαρκέστατης βιβλιογραφίας. Η βασική ερμηνευτική παραδοχή αφορά την ύπαρξη δύο γραμμών στο εσωτερικό του ΚΚΕ και του ΕΑΜ (μιας «ρεαλιστικής», που αποδέχεται τον συμβιβασμό με τους Βρετανούς, και μιας «επαναστατικής», που προωθεί την ιδέα της ρήξης). Η υπερίσχυση, κάθε φορά, της μίας ή της άλλης ευθύνεται, σύμφωνα με την ανάλυση του συγγραφέα, είτε για τις κατά τόπους ή και γενικευμένες ακρότητες εις βάρος «αντιδραστικών» είτε για τις υποχωρήσεις απέναντι στις αστικές δυνάμεις, αντίστοιχα.
Ο συγγραφέας απορρίπτει αναφανδόν την ιδέα ότι οι συνθήκες κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξαν επαναστατικές, δίνοντας την εντύπωση ότι διατηρεί μια εξιδανικευμένη αντίληψη για το τι συνιστά «επαναστατική συνθήκη». Ίσως, αν εστίαζε ακόμη περισσότερο στην κοινωνική διάσταση της Κατοχής, να γινόταν περισσότερο καθαρό το επαναστατικό δυναμικό που αναγνωριζόταν στο ασαφές πρόταγμα της «Λαοκρατίας».
Εθνικοαπελευθερωτική πάλη και κοινωνική σύγκρουση, αντίσταση και εμφύλιος, είναι διαδικασίες αδιαχώριστες. Δεν μπορείς να έχεις τη μια χωρίς την άλλη. Σε αυτό το πλαίσιο, πολλές κινήσεις που διαφορετικά μοιάζουν ακατανόητες ή αποτέλεσμα μιας βούλησης μονοπώλησης της αντίστασης διαβάζονται πολύ διαφορετικά, στη δική μου ανάγνωση, τουλάχιστον.
Για παράδειγμα, ακολουθώντας την αφήγηση του συγγραφέα, ως αναγνώστης αντιλήφθηκα ότι πολλές φορές οι αποφάσεις του ΚΚΕ, με δεδομένους τους κάθε φορά περιορισμούς, ήταν εξαναγκαστικές: μια τέτοια περίπτωση ήταν, π.χ., η διάλυση του 5/42 Συντάγματος (όχι όμως και η δολοφονία Ψαρρού) ή του συγκροτήματος Σαράφη - Κωστόπουλου και άλλων ένοπλων σχηματισμών αντίστασης, ενδεχόμενη εδραίωση των οποίων θα οδηγούσε στην περικύκλωση του ΕΛΑΣ.
Στον ιστοριογραφικό διάλογο των τελευταίων δεκαετιών για τη δεκαετία του 1940, η ανάδυση της έννοιας του εμφυλίου έγινε τις περισσότερες φορές εις βάρος της διάστασης της αντίστασης. Η χρήση της δεν ήταν -ποτέ δεν υπήρξε, όπως πολύ καλά έχει δείξει ο David Armitage (Εμφύλιοι πόλεμοι: Μια ιστορία στο πεδίο των ιδεών, ΠΕΚ 2020)- αξιολογικά ουδέτερη, αλλά ήταν και είναι ένα πολιτικό εργαλείο στα χέρια των εκάστοτε νικητών.
Αναδεικνύοντας τη διάσταση της Αντίστασης και πλάι της τις εμφύλιες συγκρούσεις που τη συνόδευσαν, ο συγγραφέας αποφεύγει μια «πολιτική» (με την έννοια που μόλις αναφέραμε) αφήγηση για τη δεκαετία του 1940, προσφέροντας στον αναγνώστη ένα πεδίο ανοιχτό, για να μοιραστεί μαζί του τα ερωτήματα που γεννήθηκαν μέσα από τη μελέτη της βιβλιογραφίας και τον πολύχρονο διάλογο στον ψηφιακό κόσμο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου