Η έκθεση-εγκατάσταση «Αμαζόνιος», του Δημήτρη Τσουμπλέκα, στο ΕΜΣΤ
Του Δημήτρη Τρίκα*
Στην ταινία «Stand by My» του Rob Rainer -αυτή την στυλ Americana ταινία ενηλικίωσης που αγαπήσαμε σαν τη δική μας σκοτεινή ιστορία της νεανικής μας αθωότητας- κάπου εκεί στα τέλη του ΄80, τέσσερεις έφηβοι ανακαλύπτουν στο τέρμα της διαδρομής τους μέσα στη δαιδαλώδη και αινιγματική φύση, το πτώμα ενός εξαφανισμένου κοριτσιού που αναζητούσαν χάριν περιπέτειας. Συναντούν τη σήψη και το θάνατο στο τέλος του δρόμου της παιδικής τους αθωότητας και επιστρέφουν στο σπίτι έφηβοι με το βάρος της γνώσης.
Στην πολυεπίπεδη έκθεση-εγκατάσταση «Αμαζόνιος», πρώτη εφετινή παραγωγή του ΕΜΣΤ εκτός των τειχών, ο φωτογράφος και εικαστικός Δημήτρης Τσουμπλέκας επιστρέφει με διάθεση αναστοχασμού και διερεύνησης- αν και δεν λείπει και μια δόση αμήχανης νοσταλγίας, στο σπίτι των θείων του, Νίκου Κεσσανλή και Χρύσας Ρωμανού, όπου πέρασε έντονα στα παιδικά του χρόνια και που κληρονόμησε (με την αδελφή του), μετά το θάνατο των δύο συγγενών του. Μαζί με το σπίτι, την πισίνα και το ατελιέ, κληρονόμησε την ακόμα πρωτόγονη φύση που περιβάλει τα κτίσματα στην όχθη του ρέματος Χαλανδρίου, αλλά και τη μνήμη του έργου του «Νίκου» και της «Χρύσας». Κληρονόμησε ένα πεδίο υλικότητας σε παρακμή και στη φυσική διαδικασία σήψης και αναγέννησης, και ένα αρχείο που θέτει κρίσιμα ερωτήματα για την τύχη του και αναθέτει εργασίες για τη διατήρηση του στο χρόνο.
Με άλλα λόγια, η κληρονομιά εδώ, λειτουργεί ως τοπίο αποπνικτικής ατμόσφαιρας, ως φορτίο που συνθλίβει με το βάρος του, αλλά και ως ποίημα που αναδεικνύει τις αποχρώσεις της φθοράς και της απώλειας.
Στην αρχή της διαδρομής ο θεατής-ηδονοβλεψίας της ζωής των άλλων, οδηγείται σε μια μακρόστενη αποθήκη για να δει το πρώτο δεκάλεπτο βίντεο-έργο της έκθεσης. Cargo, σαν βαρύ φορτίο και αλύτρωτο κλάμα μωρού που έχασε τη θηλή από το στόμα του οριστικά, με τη φωνή του καλλιτέχνη δημιουργού να ενώνει κείμενα ιεροφαντών του κενού και της απώλειας σαν του Έντγκαρ Πόε και άλλων, με τις εικόνες του φυσικού κι ανθρώπινου τοπίου εντός του οποίου εγκλωβίζεται ο επισκέπτης θεατής για να μπορέσει στο κατόπι να διεισδύσει στο εργόχειρο που συνθέτει κομμάτι-κομμάτι ο Δημήτρης Τσουμπλέκας.
Στον Αμαζόνιο, όνομα-λογοπαίγνιο του ίδιου του Κεσσανλή, ο Τσουμπλέκας διερευνά την αέναη φθορά της ύλης και την επακόλουθη μεταμόρφωση της, όσο και τα αντίστοιχα παιχνίδια της μνήμης στο πέρασμα του χρόνου. Παίζει με το πραγματικό και τις μεταλλάξεις που η φθορά προκαλεί. Το είναι και το φαίνεσθαι. Το ζωντανό και το νεκρό. Το χθες και το σήμερα. Φωτογραφίζει αντικείμενα φθαρμένα και επανατοποθετημένα σε έναν άλλο από τον φυσικό τους, χώρο. Ένα μαξιλάρι μισοκαμένο στήνεται «αλλιώς» και με ορατές τις «πληγές» του μοιάζει με κουκούλα-τοτέμ ταινίας τρόμου. Μια σκασμένη μπάλα ποδοσφαίρου με τα δακτυλικά απο-τυπώματα στην κορυφή της μιας πλευράς της, δημιουργεί την εντύπωση κρανίου που ξέβρασε ο χρόνος. Σπασμένα ξύλινα αντικείμενα ανασυγκολλώνται με άλλα μέλη και θραύσματα ή ντύνονται με παλιά ρούχα, για να προκύψουν νέες κατασκευές- τρυφερά τέρατα και νέες νοηματοδοτήσεις. Τα έργα του Δημήτρη Τσουμπλέκα τοποθετούνται σε ένα μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο που είχε κάποτε χρησιμοποιηθεί από τον πατέρα του «θείου Νίκου» σαν κοτέτσι, και παρατίθενται φαινομενικά τυχαία, δίνοντας την εντύπωση σύγχρονου Wunderkammer ή Cabinet of Curiosities της μνήμης του Καλλιτέχνη. Το ατελιέ του Νίκου Κεσσανλή λίγο πιο κάτω, με έργα και άλλα αντικείμενα και τη φύση να εισβάλει εντός και ανάμεσα, είναι ένας δεύτερος χώρος θέασης και πυροδότησης της μνήμης. Η πισίνα, πληγή χαίνουσα, με λίγα στάσιμα θολά νερά, με σάπια φύλλα που επιπλέουν και μια οθόνη στο ένα της τοιχίο όπου προβάλλεται το βίντεο «The River». Ένα αργό τράβελινγκ στις όχθες του ρέματος με την «τροπική» βλάστηση, που εγγράφει τις μεταμορφώσεις της φύσης από τη ζωή στο θάνατο στον αμφιβληστροειδή του θεατή, ενώ ακούγεται ασταμάτητα ένα νοσταλγικό, αρκούντος γλυκερό και στα αυτιά μας εν τέλει πεισιθάνατο γαλλικό τραγουδάκι. Rien n’ arrive plus, ψιθυρίζει η Jeanne Moreau σαν πρωταγωνίστρια του «Blue Velvet» του David Lynch που σφυρίζει στον αέρα τη μελωδία της απώλειας και του κενού. Λίγο πιο κάτω και ακριβώς πάνω από το ρέμα, ο Τσουμπλέκας κρεμάει από συρματόσχοινο μεγάλα φωτεινά γράμματα, σαν επιγραφή προς το πουθενά. Α-Μ-Α-Ζ-Ο-Ν-Ι-Ο-Σ…και εδώ τελειώνουν όλα. Ο Νίκος και η Χρύσα δεν μένουν πια εδώ.
*Ο Δημήτρης Τρίκας είναι μουσειολόγος, δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου