Της Ανθούλας Δανιήλ*
ΈΡΣΗ ΣΕΪΡΛΗ, Γκρίζος Κύκνος, εκδόσεις Σμίλη, σελ. 200
«Χόρεψα τον Κύκνο σε όλες του τις εκδοχές. Την πάναγνη και τη σατανική. Τον είδα να πεθαίνει με τον τρόπο της Πλισέτσκαγια και με τον τρόπο της Πίνα Μπάους»
Με αυτά τα λόγια η Έρση Σεϊρλή κλείνει την αφήγησή της για την πορεία της στον χορό, στο βιβλίο της με τον τίτλο Γκρίζος Κύκνος. Είναι χορεύτρια, αλλά όχι μόνο. Σπούδασε Ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ιστορία Τέχνης στη Σορβόννη. Ακολούθησε χορευτική και χορογραφική καριέρα και ο Γκρίζος Κύκνος είναι το όγδοο βιβλίο της. Όμως εδώ, σ’ αυτό το βιβλίο, εκείνο που πρωταγωνιστεί είναι ο χορός, τον οποίο η προικισμένη κοπέλα δεν φαίνεται να έβαλε ποτέ πρώτο στις επιλογές της, και ας την θαύμασαν, μες στην κούνια, βρέφος ακόμα, «πω, πω τι πόδια!» που τα χτυπούσε με «μαεστρία»...
Ο τίτλος μοιάζει υπονομευτικός, διότι ο Κύκνος είναι Γκρίζος∙ ούτε άσπρος ούτε μαύρος, κάτι ανάμεσα, όπου σ’ αυτό το ανάμεσα ισορρόπησε τα επιστημονικά, λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά της ενδιαφέροντα. Όπως μας λέει, προκαταβολικά, εκτιμά τον χορό περισσότερο από τη συγγραφή γιατί ο χορός -το σώμα- δεν ψεύδεται. Και αποδεικνύει την αλήθεια του, όταν έρχεται το γήρας και όλα «μαραίνονται και πεθαίνουν», «ασχημαίνει το δέρμα», «φθίνει ο σκελετός», «σε ταλαιπωρούν οι αρρώστιες», «παλιώνουν τα σπίτια»… Και είναι τόσα ακόμα που φέρνουν θλίψη.
Ένα ατύχημα θα την καθηλώνει στον υπολογιστή κι έτσι θα αρχίζει να γράφει την προσωπική της ιστορία εστιάζοντας στον χορό. Με συγκεκριμένη ορολογία, μεγάλη ευαισθησία, με τη «δύναμη του πεπρωμένου» (φράση που παραπέμπει κατευθείαν στην όπερα του Βέρντι) να δείχνει πως όσο και αν ο χορός δεν πρώτος στις επιθυμίες της, ο χορός επέπρωτο να δείξει την ικανότητα που είχαν τα πόδια της.
Το οικογενειακό περιβάλλον, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, οι δάσκαλοι και άλλοι αγαπημένοι που τους αφιερώνει το βιβλίο θα παίξουν τον ρόλο τους.
Η πρώτη χορογραφία της προκύπτει όταν ξηλώνει αντιαισθητικές αφίσες και κάποιοι την κυνηγούν. Εκείνη τρέχει σαν την Αταλάντη, να ξεφύγει, αλλά της πέφτουν τα πορτοκάλια που κρατάει κι έτσι πηδάει ανάμεσά τους χορεύοντας. Την χειροκρότησαν ακόμα και οι διώκτες της.
Στη ζωή της θα διασταυρωθεί με τον Λεωνίδα Ντεπιάν, που μόλις εμφανιζόταν τον φανταζόταν σαν τους πρίγκιπες στη Λίμνη των Κύκνων ή στη Ζιζέλ. Η παρουσία του Ντεπιάν αναβάθμισε τον χώρο. Μετά γνώρισε τον Γερμανό Willy Bec, ο οποίος σε μια μικρή αίθουσα, χωρίς καθρέφτη και χωρίς μουσική, τραγουδώντας ο ίδιος -«γκαι ένα, γκαι ντίο γκαι τρία…»- αυταρχικός και αυστηρός, αποφάνθηκε πως η νεαρή φοιτήτρια θα πάει χαμένη αν μείνει εδώ και ότι έχει ταλέντο σαν την Παύλοβα.
Κι έτσι θα κάνει το Grand jetès, το μεγάλο πήδημα. Θα πάει στη Γαλλία, στο Παρίσι. Θα μας μιλήσει για το Valse Hésitation, το διστακτικό (σαν εκείνο άραγε που χόρευε ο Μπαρτ Λάνκαστερ με την Κλαούντια Καρντινάλε στον Γατόπαρδο;), θα εκθέσει σκέψεις και ανησυχίες. Η επιστροφή της στην πατρίδα θα είναι απογοητευτική. «Η Χούντα είχε μετατρέψει την Ελλάδα σε κάτι ακατανόητο. Το μέτριο είχε αυξήσει τη μετριότητά του και το άριστο αμφισβητούσε την αριστεία του. Το κακό γούστο ήταν πλέον δημοκρατικά κατοχυρωμένο, δεν αποτελούσε προνόμιο των συνταγματαρχών».
Θα έρθει η ώρα του «Νεκρού αδελφού». Θα συναντηθεί άγονα με την Ραλλού Μάνου και τον μοντέρνο χορό. Ο Λεωνίδας Ντεπιάν πάλι, αλλιώτικος όμως, ο Μέτσης, ο Μανταφούνης∙ καθένας με το ταλέντο και την ιδιαιτερότητά του.
Η Έρση Σεϊρλή δεν μας δίνει μόνο τη ζωή μιας χορεύτριας, αλλά ένα γοητευτικό αφήγημα, με ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον χορό, τις ιδιαιτερότητές του, τις ανεπάρκειες, τις αντιζηλίες, την εποχή. Η φωτογραφία της στο εξώφυλλο αλλά και στο αφτί του βιβλίου, μισή στο φως και μισή στο σκοτάδι, σαν τον Γκρίζο Κύκνο της, βεβαιώνει τις αλλαξοκαιριές της.
*Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ φιλολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου