(και η μελαγχολία της γλυπτικής στον δημόσιο χώρο)
Του Δημήτρη Τρίκα*
Όποιος θλίβεται από την τύχη που η νεοελληνική κοινωνία και το Κράτος (της) έχουν επιφυλάξει στην τέχνη της Γλυπτικής στον δημόσιο χώρο δεν έχει παρά να δει και να απολαύσει την έκθεση «Το εργαστήρι του Γλύπτη» που επιμελήθηκε ο Γιάννης Μπόλης στο μουσείο Άλεξ Μυλωνά στην οδό Ασωμάτων.
Το κτήριο του μουσείου που ανήκει στο πλέγμα του MΟMus της Θεσσαλονίκης, είναι μικρό στο μέγεθος αλλά ισχυρό στον χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να φιλοξενήσει εκθέσεις μικρές- για να μην ασφυκτιούν έργα και θεατές στον χώρο- αλλά που οφείλουν να διαθέτουν έργα με προφανή ποιότητα και επιμελητική έμπνευση, ώστε το όλο εγχείρημα να έχει νόημα και να δικαιώνεται.
Ο Μπόλης συνδύασε το προφανές για μια έκθεση μεγάλου μουσείου (αναφέρομαι στον μητροπολιτικό οργανισμό) να έχει τις καλύτερες δυνατές επιλογές έργων (προφανές αλλά όχι αυτονόητο), με την καλή ιδέα να μην αρκεστεί στην έξυπνη και λειτουργική εκμετάλλευση του δεδομένου χώρου αλλά να τον επεκτείνει στον και με τον κατάλογο που σε συνεργασία με τον Δημήτρη Παυλόπουλο φρόντισε να υπάρξει. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι έχουμε έναν κατάλογο με υλικό από εικοσιτέσσερα εργαστήρια αντίστοιχων γλυπτών και γλυπτριών, αρκετό αρχειακό φωτογραφικό υλικό που απαθανατίζει τους καλλιτέχνες στα εργαστήρια τους και έργα τους προσεκτικά επιλεγμένα ώστε να εμφανίζεται η δημιουργική διαδρομή των καλλιτεχνών, με τα αντίστοιχα κείμενα δοκιμιακού χαρακτήρα από 15 συγγραφείς ενώ στο μουσείο έχουμε πολύ λιγότερα εργαστήρια αλλά τα εξαιρετικής επιλογής γλυπτά, διαθέσιμα στην βιωματική εμπειρία του θεατή.
Από το σύνολο των δύο πηγών προκύπτει μια ουσιαστική αφήγηση της ελληνικής γλυπτικής και των δημιουργών της. Είναι απολαυστικό να παρατηρεί κανείς τη εξέλιξη του κάθε καλλιτέχνη που σπανίως μένει στο ίδιο αισθητικό πλαίσιο, και που εξελίσσεται συνήθως από την παραστατικότητα στην αφαίρεση ή την γεωμετρία.
Ο θεατής έχει την ευκαιρία να δει για παράδειγμα τα παραστατικά έργα του Ζογγολόπουλου πολύ πριν γίνει ορατός στο ευρύ κοινό από τις μηχανικές, αφαιρετικές κατασκευές του και τα συμπλέγματα των ομπρελών που δεσπόζουν σε δημόσιους χώρους. Είναι αποκαλυπτικό να βλέπεις τον Ζογγολόπουλο στο εργαστήρι του στην Αθήνα δουλεύοντας την μαρμάρινη προτομή της Ρέας Καράβα το 1954 και τον καλλιτέχνη στην κατοικία-εργαστήριο στο Ψυχικό το 1970 με το γεωμετρικό γλυπτό του «Κενό και σφαίρα» ή ένα μπρούτζινο άλογο του 1939, υπέροχο δείγμα ρωμαλέας παραστατικότητας και αρχαιοελληνικής ομορφιάς και το άλογο του 1959 που με τον δυσανάλογο με το σώμα του, μακρύ λαιμό που στρέφει με οδύνη προς τα πάνω, στον ουρανό και το κεφάλι του σαν γεωμετρικό σχέδιο βγαλμένο από την Γκερνίκα του Πικάσο είναι σαν να θρηνεί τα δεινά του ανθρώπου και να αποστρέφεται τη φρίκη του πολέμου ή μιας μεγάλης καταστροφής. Είναι επίσης ό,τι πιο όμορφο, παιδευτικό και εντυπωσιακό να βλέπεις μπροστά σου τη διάτρητη αφαιρετική μεταλλική, άγριας ομορφιάς κατασκευή, του Κλέαρχου Λουκόπουλου με τίτλο «Ο σιδηρουργός» του 1958 στον ίδιο όροφο και απέναντι από το μεγάλο σχέδιο του Ζογγολόπουλου για το μνημείο Ζαλόγγου του ΄54 από μολύβι και κάρβουνο σε διαφανές χαρτί.
Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στα γλυπτά του Αχιλλέα Απέργη, του σημαντικότερου εκπροσώπου της ελληνικής αβανγκάρντ με τη διεθνή παρουσία και τις επαινετικές κριτικές που αφομοίωσε με τον πιο δημιουργικό τρόπο την αφαίρεση. Κατασκευάζει έργα που αναπτύσσονται κάθετα, με περιορισμένο όγκο και κενά που πρωταγωνιστούν στις άγριες επιφάνειες τους και που μοιάζουν με κατεστραμμένους καθεδρικούς ή απολιθωμένα αρχιτεκτονήματα.
Τέλος στα συν της έκθεσης είναι φυσικά η ευρεία αναφορά στις επτά γυναίκες γλύπτριες που επίσης πρωταγωνιστούν εντός και εκτός Ελλάδας αλλά επειδή ακριβώς είναι γυναίκες που τολμούν να παρεισφρήσουν σε ένα ανδροκρατούμενο καλλιτεχνικό τοπίο, πληρώνονται με τη σιωπή και την περιθωριοποίηση της δουλειάς τους ανεξάρτητα από την αξία της. Για την ιστορία αναφέρω τις Μπέλλα Ραφτοπούλου, Φρόσω Ευθυμιάδη-Μενεγάκη, Άλεξ Μυλωνά, Ναυσικά Πάστρα, Ναταλία Μελά, Σωσώ Χουτοπούλου-Κονταράτου και Γαβριέλλα Σίμωσι.
Η γλυπτική έχει ως τέχνη πολλές φορές τραυματιστεί από την κακή χρήση της στον ελληνικό δημόσιο χώρο και το λεγόμενο ευρύ κοινό καταλαμβάνεται από σύγχυση που καταλήγει συνήθως στην αδιαφορία για την τέχνη γενικότερα. Η επαφή λοιπόν με τα εργαστήρια των δημιουργών και με τα έργα τους στην «ησυχία» του μουσείου είναι μια καλή ευκαιρία να αντιστραφεί το κλίμα υπέρ της καλή τέχνης.
Ο Δημήτρης Τρίκας είναι μουσειολόγος, δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου