Χίος: από τις ανοιχτές αγκαλιές στο πογκρόμ
Του Κωστή Παπαϊωάννου*
Ν. ΣΟΥΖΑΣ, Ι. ΜΕΡΜΗΓΚΑ, ΤΖ. ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ, «Γιατί η μοναξιά μου θεωρείται ασφαλής χώρα». Αγώνες αιτούντων άσυλο και τοπικές αντιδράσεις στο συνοριακό καθεστώς της Χίου, εκδόσεις Ψηφίδες, σελ. 320
Στις μέρες των push backs και των άγνωστων θανάτων, το προσφυγικό είναι ένα μη θέμα. Αλήθεια, τι μένει από την προσφυγική εμπειρία 2015-16; Πώς τη βίωσαν οι άμεσα εμπλεκόμενοι; Μέσα από τη δική τους ματιά φωτίζεται ο τρυφερός παιγνιώδης τίτλος του βιβλίου. Ο αναγνώστης παρακολουθεί την αρχή της μετακίνησης, τη συλλογική αλληλεγγύη, τη διπλή διαχείριση του προσφυγικού, ανθρωπιστική και αστυνομική. Το 2015 αναφερόμασταν στους Σύρους ως πρόσφυγες, όχι (λαθρο)μετανάστες. Νίκη πολιτική και κοινωνική. Σταδιακά, με τις ίδιες λέξεις η συζήτηση εξέπεσε στη μονοθεματικότητα της φύλαξης συνόρων. Ο πυκνός χρόνος του προσφυγικού στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, η αλλαγή στις αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας, οι διεκδικήσεις των προσφύγων περνούν με καθαρότητα και ένταση από τις σελίδες του βιβλίου. Η θητεία ενός μέλους της συγγραφικής ομάδας στην υπηρεσία ασύλου παρέχει πολύτιμη «εσωτερική» οπτική.
Μεταρατσισμός
Ο στοχασμός γύρω από τον μεταρατσισμό βοηθά να είμαστε ακριβείς με τις αλλαγές του ρατσισμού στον χρόνο, αλλά κυρίως καταδεικνύει τις ενδιάμεσες αποχρώσεις, τα «μέσα γκρίζα», όσα δεν αποτελούν συγκροτημένο ρατσισμό αλλά αμφιθυμίες και μετακινήσεις μεταξύ ξενοφοβίας και ρατσιστικού λόγου. Το «δεν είμαι ρατσιστής, αλλά...» συμπυκνώνει την άρνηση και την κατάφαση του ρατσισμού, την αποστασιοποίηση από τον παραδοσιακό φυλετικό ρατσισμό και την πλήρη αποδοχή του ρατσισμού της πολιτισμικής διαφοράς. Από τον ρατσισμό χωρίς ράτσα στον ρατσισμό χωρίς ρατσισμό. Ανάγλυφα φάνηκαν αυτά στις αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας της Χίου απέναντι στις βίαιες πράξεις ακροδεξιών οργανώσεων και το πογκρόμ κατά των προσφύγων.
Αλληλεγγύη
Δίπλα στον πατριωτισμό της αλληλεγγύης, την «εθνική περηφάνια» για τους Έλληνες που άνοιξαν την αγκαλιά στους πρόσφυγες και άξιζαν Νόμπελ, φύτρωναν τα σπέρματα του μεταρατσισμού. Γρήγορα φούντωσαν. Καταλυτικός όρος η «“ΜΚΟποίηση” της αλληλεγγύης», με όσα συνεπάγεται σε επίπεδο γραφειοκρατικοποίησης και αποξένωσης των μεγάλων Οργανώσεων από την τοπική κοινωνία. Πρόκειται για διττή οικονομική εκμετάλλευση των προσφύγων, ως νέας πελατείας για τους ντόπιους μαγαζάτορες και ως ύλη για τη διεθνή αγορά των Οργανώσεων. Κρίσιμο μέγεθος η επαγγελματοποίηση της αλληλεγγύης και η οικονομία των συνόρων, η αγορά γύρω από το προσφυγικό (από τα 5 ευρώ για φόρτιση κινητού μέχρι το μεγάλο πλέγμα φύλαξης συνόρων και φορέων ανθρωπιστικής βοήθειας). Στηλιτεύεται επίσης μια αποικιοκρατική, περίπου, αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής παρέμβασης, με την Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες στο επίκεντρο της κριτικής.
Η κοινή δήλωση Ε.Ε.-Τουρκίας αποτελεί τομή στην ιστορία του προσφυγικού και αφετηρία της εξωτερίκευσης συνόρων: ο έλεγχος των ευρωπαϊκών συνόρων ανατίθεται στην Τουρκία. Το ότι η Τουρκία θεωρείται ασφαλής χώρα από την Ελλάδα αποτελεί μια από τις μεγάλες τερατογενέσεις της Συμφωνίας. Διαμαρτυρόμαστε για τουρκική επιθετικότητα αλλά είμαστε οι μόνοι που θεωρούμε την Τουρκία ασφαλή χώρα!
Πρόσφυγες
Στο βιβλίο πιστώνεται η συνεπής θέση ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται οι αιτούντες άσυλο ως ανήμπορα χρήζοντα βοήθειας πρόσωπα χωρίς βούληση. Είναι πρόσωπα με βούληση, διαδρομή, ανάγκες και διεκδικήσεις. Απέναντι στις κυρίαρχες απεικονίσεις τους ως θυμάτων ή επικίνδυνων εγκληματικών στοιχείων, οι συγγραφείς αντιπαραθέτουν την αυτονομία των αιτούντων άσυλο, την εμπρόθετη δράση τους. Διαφωτιστικές οι συνεντεύξεις ανθρώπων που κρατούνταν ή εργάζονταν στα camps. Μιλούν για την κοινότητα, τις αυτοσχέδιες μεθόδους συμβίωσης, πώς εκατοντάδες άνθρωποι σε άθλιες συνθήκες διατηρούν στοιχειώδη αξιοπρέπεια στην καθημερινότητα, φυσικά με τη βία πάντοτε παρούσα. Στέκονται οι συγγραφείς στους αγώνες των αιτούντων άσυλο, τους ορατούς με δημόσιο χαρακτήρα και τους αόρατους, προσωπικούς ή προϊόντα συλλογικής επινοητικότητας για να βρεθούν ανάσες στα κενά και τις ρηγματώσεις της πολιτικής ασύλου. Ο κυρίαρχος λόγος ποινικοποιούσε κάθε προσπάθεια των αιτούντων άσυλο να αποδράσουν από τον γεωγραφικό περιορισμό. Η χρήση πλαστών εγγράφων αντιμετωπιζόταν ως βαρύ ποινικό αδίκημα και όχι ως όρος επιβίωσης. Συγγενής και ο ηθικός πανικός απέναντι στη μικροπαραβατικότητα γύρω από τους καταυλισμούς, ο οποίος κορυφώθηκε με fake news για τις συνήθειες των προσφύγων, οι οποίοι παρουσιάζονταν περίπου σαν πρωτόγονοι και άγριοι.
Ρατσιστική βία
Με αυτή τη κυρίαρχη οπτική ειδώθηκε η απόδραση από το hotspot, το ξέσπασμα βίας μεταξύ Αφγανών και Σύρων λόγω προτεραιοποίησης των τελευταίων, η επταήμερη κατάληψη του λιμανιού. Ήταν το κρίσιμο σημείο για την επιτάχυνση αλλαγής κλίματος στη Χίο. Καταλύτης η διαμαρτυρία κατοίκων, που αντιμετωπίστηκε με αστυνομική βία. Είναι ένα από τα σημεία κριτικής των συγγραφέων στην τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για τη μεταναστευτική και προσφυγική της πολιτική και την επαμφοτερίζουσα στάση της απέναντι στις αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας, καθώς με πράξεις ή παραλείψεις δεν απέτρεψε ή ενίσχυσε αντιδράσεις του τοπικού πληθυσμού και την ώσμωση με ακροδεξιά στοιχεία. Έτσι φτάσαμε σε επιθέσεις εναντίον χώρων αλληλεγγύης και προσφύγων, με την κάθοδο των ακροδεξιών στο λιμάνι, τον Απρίλιο του 2016. Τα ΜΜΕ επέρριψαν την ευθύνη στους αιτούντες άσυλο, χωρίς αναφορά στην πρωτοφανή ανοχή της αστυνομίας στις βίαιες ομάδες ακροδεξιών. Η φράση που φέρεται να είπε σε αλληλέγγυους ο τότε δήμαρχος: «Αν δεν φύγετε θα σας αφήσω στους φασίστες», αποτυπώνει τον τρόπο που αρχές και μέρος της τοπικής κοινωνίας ταυτόχρονα αποκήρυτταν τον ρατσισμό αλλά εργαλειοποιούσαν τη ρατσιστική βία.
Κοινωνική ακροδεξιά
Ο επαμφοτερίζων μεταρατσιστικός λόγος κινήθηκε μεταξύ καταδίκης «θερμοκέφαλων παλικαράδων» που άσκησαν ρατσιστική βία και ανάγκης καταστολής των προσφύγων. Ο ακροδεξιός λόγος καταγγέλλει την πολιτική ορθότητα ως αντίστροφο φασισμό και συναισθηματικό εκβιασμό σε βάρος των «κανονικών ανθρώπων». Στη Χίο εκστομίζονταν όλα, κλασικές συνωμοσιολογίες για την πολιτισμική ταυτότητα και την εθνική ασφάλεια, με την άφιξη μουσουλμάνων προσφύγων να αποκαλείται «όπλο μαζικής μετανάστευσης». Κρίσιμος ο ρόλος της Παγχιακής Επιτροπής Αγώνα (συντόνισε τις μαζικότερες διαδηλώσεις στην ιστορία του νησιού), που στράφηκε εναντίον ΜΚΟ και αλληλέγγυων νησιωτών. Από την άλλη, οι συγγραφείς με ευθυκρισία αντιτίθενται σε όσους με επιπόλαιο και ισοπεδωτικό τρόπο χαρακτήριζαν την Παγχιακή Επιτροπή ως νεοναζί. Τέτοιες προσεγγίσεις δεν βοηθούν την επιδραστικότητα του αντιρατσιστικού λόγου, λειτουργούν αντίστροφα. Ας συγχωρεθεί και μια μικρή προσωπική αναφορά: στο βιβλίο υπενθυμίζεται ότι ως γ.γ. Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έστειλα δημοσιεύματα για ακραίες δηλώσεις του Μητροπολίτη Χίου στον εισαγγελέα κατά του ρατσισμού, προκειμένου να διερευνηθεί αν συνιστούσαν αξιόποινες πράξεις. Το γεγονός ότι ο Μητροπολίτης εξέπεμπε λόγο εμπρηστικό σε καιρούς έντασης, ενώ είχε και στιγμές ανθρωπιστικής ευαισθησίας, δείχνει ακριβώς την πολυπλοκότητα του φαινομένου.
Συμπερασματικά, το βιβλίο βλέπει τη Χίο σαν εργαστήριο συνθηκών που ευνόησαν ρατσιστικές τάσεις σε μερίδα της τοπικής κοινωνίας και απανθρωποποίησαν τους πάντες, εντός και εκτός camps. Συνδυάζει δύο μεγάλες αρετές: συστηματική μελέτη και τεκμηρίωση όσων συνέβησαν την κρίσιμη διετία στη Χίο και αφηγηματική αρτιότητα και δεινότητα, με ιδιαίτερη μέριμνα στη χρήση των όρων.
* Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι εκπαιδευτικός, πρώην γ.γ. Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου