Της Μαρίας Μοίρα
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΜΑΝΤΑ, Τα υλικά του χρόνου, εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 146
Το αφήγημα της Μαργαρίτας Μαντά φέρνει στην επιφάνεια τα αποθησαυρισμένα μνημονικά κειμήλια της παιδικής της ηλικίας. Συνθέτει θραύσματα από πρωτόγνωρες εμπειρίες και σπαράγματα από προσωπικά βιώματα. Καταγράφει με επιμέλεια ιστορίες ανθρώπων, φυσιογνωμίες τόπων, αισθητηριακές εντυπώσεις. Τότε στα τέλη του εξήντα που ο χρόνος μοιράζονταν άνισα, αλλά με την ίδια ένταση, προσδοκία και απόλαυση ανάμεσα στην Αθήνα και στις Σπέτσες. Ανάμεσα στην αστική πολυκατοικία των γονιών στο Κουκάκι δίπλα στην Ακρόπολη και το αγροτικό σπίτι του παππού και της γιαγιάς στο νησί δίπλα στη θάλασσα. Ανάμεσα στη σχολική ζωή με τις απαραίτητες πειθαρχίες που έδιναν τον ρυθμό στην καθημερινότητα και στην ανέμελη ραστώνη των διακοπών με τις επαναλαμβανόμενες, κάποτε βαρετές, αλλά αγαπημένες και καθησυχαστικές τελετουργίες.
Η συγγραφέας ανασηκώνει τις επάλληλες στρώσεις μνήμης στο παλίμψηστο της ζωής της συλλέγοντας με τρυφερότητα, χιούμορ και αδιόρατη συγκίνηση τις λησμονημένες μισοσβησμένες εγγραφές. Στα δύο μέρη του βιβλίου κατασκευάζει με ευαισθησία και αισθαντικότητα τις αντίστοιχες τοπογραφίες της Αθήνας και των Σπετσών και εξετάζει με ακρίβεια τα ορυκτά κοιτάσματα που καθόρισαν την ταυτότητά της. Χαρτογραφεί τους τόπους, περιγράφει τα σπίτια, αναπολεί τις περιστάσεις και εξιστορεί τα κοσμοϊστορικά συμβάντα της εποχής χωρίς ανώφελες ρητορείες, εξιδανικεύσεις και λυρισμούς. Με λόγο λιτό και διεισδυτικό, με παλίνδρομες κινήσεις από το μερικό στο γενικό, από το ατομικό στο συλλογικό, φιλοτεχνεί το πορτραίτο της αθηναϊκής πρωτεύουσας της δεκαετίας του εξήντα και παραθέτει στοιχεία της τότε αστικής κατοίκησης. Σκηνογραφεί την Αθήνα των αλλαγών, των αντινομιών και των μετασχηματισμών πριν, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και αμέσως μετά, όταν ακόμα η γειτονιά κρατούσε κάτι από την ζεστασιά και την ζωντάνια των επαρχιακών μικρόκοσμων. Κάτι από την αθωότητα και την φρούδα πίστη της μετεμφυλιακής Ελλάδας σε ένα καλύτερο αύριο, πριν οι συνταγματάρχες την βυθίσουν στην απόγνωση της ανελευθερίας, στην οπισθοδρόμηση και στο θρησκευτικό-πατριωτικό φολκλόρ. Όταν οι άνθρωποι του περίγυρου ήταν ορατοί, αναγνωρίσιμοι και οικείοι. Όταν οι κοινές μπουγάδες ανέμιζαν στις ταράτσες των πολυκατοικιών και οι γειτόνισσες ανεβοκατέβαιναν από τις σκάλες υπηρεσίας μπαινοβγαίνοντας στα ανοιχτά διαμερίσματα όπου έπαιζαν στη διαπασών τα ραδιόφωνα. Όταν όλα ήταν λαμπερά μυστηριώδη και πρωτοφανέρωτα, όπως η τηλεόραση, η Coca-Cola και η προσσελήνωση στο φεγγάρι. Ενώ πίσω από τις χαρές και τις λύπες, τον χωρισμό των γονιών, τα διαφορετικά σπίτια και τη συγκατοίκηση με την γιαγιά, κρυβόταν ο φόβος και η αγωνία για το άγνωστο, αλλά και η ελπίδα και η προσμονή για το αινιγματικό και το μυστικό αύριο που θα ερχόταν να αλλάξει τον κόσμο και τη ροή των πραγμάτων. Στον αντίποδα της κανονικότητας της αστικής ζωής, οι Σπέτσες, το νησί των εκ πατρός παππούδων, πριν την επιθετική επέλαση της τουριστικής αξιοποίησης και του εξευγενισμού των υπηρεσιών, αντιπροσώπευαν τον επίγειο παράδεισο των πασχαλινών και καλοκαιρινών αποδράσεων. Τον ιδανικό τόπο για να ανακαλύψει η συγγραφέας και ο μικρός της αδελφός χωρίς πειθαναγκασμούς και απαγορεύσεις την περιπέτεια των αισθημάτων και την αφύπνιση των αισθήσεων. Στον επίλογο που ακολουθεί και κλείνει την αφήγηση οι καταγραφές τελειώνουν με την ενηλικίωση της ηρωίδας και την αναγκαστική απομάγευση της παιδικής ηλικίας. Με τον θάνατο του παππού και της γιαγιάς, με την απομάκρυνση από τους αγαπημένους τόπους, τις παλιές γειτονιές, τα οικογενειακά σπίτια.
Οι συνομήλικοι με την συγγραφέα αναγνώστες θα περιπέσουν σε αναστοχασμούς, νοσταλγικές ανακλήσεις, αναλογίες και συγκρίσεις, ερήμην των προθέσεών της, ενώ οι νεώτεροι θα αφεθούν να απολαύσουν μια μαυρόασπρη ταινία που διαδραματίζεται ανάμεσα στην Αθήνα και στις Σπέτσες του εξήντα και του εβδομήντα και έχει κάτι από την χαμένη γοητεία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Με μάζεμα χόρτων στο Ηρώδειο και στου Φιλοπάππου, βόλτες με λεωφορείο στο Φάληρο, εξόδους στην Κυψέλη, ταινίες στο Σινεάκ, ατέλειωτες ποδηλατάδες στο νησί για ψώνια και θελήματα, κολύμπι και μακροβούτια κάτω από τον καυτό ήλιο, μεσημεριάτικες αποδράσεις από το κοιμισμένο σπίτι και λαμαρίνες που πηγαινοέρχονται στους φούρνους με αχνιστές πατάτες, γιουβέτσια και γεμιστά. Και τον αγαπημένο αστείο, τρυφερό παππού στην απαραίτητη καθημερινή βόλτα για τα χρειαζούμενα να ρωτά τις γειτόνισσες φιλοπερίεργα για τα μαγειρέματά τους με την παράδοξη φράση: «πώς το ‘χετε σήμερα;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου