17/4/22

Μια νέα αφετηρία

Άποψη της έκθεσης Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης (1979-2017) στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς


Του Κώστα Βούλγαρη

ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΩΤΟΥΛΑ, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος. Ποιήματα της λευκής σελίδας, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 96

Η μεγάλη, η συντριπτική (και ως εκ τούτου για τη λογοτεχνική συνθήκη ακυρωτική) πλειοψηφία των νεότερων ποιητών αναπαράγει απρόσκοπτα (ήτοι ανυποψίαστα) την ποιητική κοινή που εμπέδωσαν ως ύστατη μοντερνιστική επιβίωση εκείνοι του ’70.
Η Δήμητρα Κωτούλα αφίσταται αυτής της πρακτικής, υπερβαίνει αυτόν τον ορίζοντα και, χωρίς φωνασκίες και δήθεν «προγραμματικές» υπερβολές, προσπαθεί να δημιουργήσει μια νέα αφετηρία. Και σε ποιο άλλο «περιβάλλον» θα μπορούσε να προστρέξει, όχι για να λάβει συνταγές αλλά για να αναπνεύσει μέσα του, παρά στην ιδρυτική στιγμή της νεοελληνικής ποίησης και εν γένει λογοτεχνίας, δηλαδή στον Διονύσιο Σολωμό.
Η πρώτη, και κύρια ενότητα του βιβλίου επιγράφεται «Ποιήματα της λευκής σελίδας», δηλώνοντας με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο πώς ακριβώς προσέρχεται. Βεβαίως, αυτή η «λευκή σελίδα» θα μπορούσε να παραπέμπει στην «ποίηση ποιητικής», δηλαδή στην τόσο φθαρμένη, κατά τις μεταπολεμικές κυρίως δεκαετίες, κυκλοθυμική, ενδοποιητική συζήτηση περί της ποιήσεως, στην ουσία άλλοθι οκνηρίας και αδράνειας, ατολμίας των εγλωβισμένων στη βαριά σκιά της σεφερικής ποιητικής.
Η Κωτούλα προσέρχεται στον Σολωμό ως επόμενη («απελπισμένος πως ύστερος ήλθε», έγραφε ο ίδιος ο Σολωμός, μεταφράζοντας έναν στίχο της Ιλιάδας). Η Κωτούλα δεν προσέρχεται λοιπόν στον Σολωμό ούτε σεβαστικά, ούτε νοσταλγικά, παρά μόνο ποιητικά, ως ήδη ποιήτρια. Φωτίζει την ιδρυτική του σημασία, νομιμοποιεί, σε εκείνου την αμηχανία, τη δικιά της, εκείνη μπροστά στο απροσδιόριστο της ποίησης που πρόκειται να γράψει και να γραφεί, νομιμοποιεί τη διαρκή αναρώτηση για το ορθό ή όχι των επιλογών της, για τη μορφή που αυτές θα έχουν, ήτοι για τις αισθητικές προϋποθέσεις τους και τα προτάγματά τους.
Το εντυπωσιακό στο βιβλίο της Κωτούλα είναι πως όλα αυτά γίνονται με γλώσσα απλή, με ρυθμό ήρεμο, σε χαμηλούς τόνους αλλά με αποφασιστική ροή, εν τέλει με μια φυσικότητα, που δείχνει όχι μόνο την πλήρη συνείδηση του εγχειρήματός της αλλά και την ωριμότητά της.
Προχωρώντας τη διαδικασία αναζήτησης/σύνθεσης μιας νέας αφετηρίας, διατρέχει υπαινικτικά τη διανυσμένη σε δύο αιώνες ποιητική διαδρομή, προσθέτοντας π.χ. έναν αδιόρατο διάλογο με τις αναρωτήσεις του Βύρωνα Λεοντάρη (χωρίς όμως το ιδεοκρατικό βάρος/βραχνά τους) ή, δι’ εκείνου, επαναστρέφοντας με μια έκτακτη νότα υπόμνησης μιας άλλης, κορυφαίας στιγμής αμηχανίας, που συνιστά το «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» του Κ. Γ. Καρυωτάκη:
Υπάρχει μια ρωγμή στο ταβάνι./ Θα μπορούσα να συνεχίσω το ποίημα/ για λίγο ακόμα/ αλλά με εμποδίζει το μαύρο σ’ αυτήν την πληγή.
Και αμέσως ο τόνος αλλάζει. Με ορμή σολωμικής καταγωγής και αγωγής, η ποιήτρια αρχίζει να ορίζει τα πράγματα μέσα στη λευκή σελίδα, αδιαφορώντας αν ακόμα παραμένει λευκή. Φθάνει να γίνει μέχρι και να καρυωτακικά εριστική:
Πόσα γέλια προκάλεσε άραγε/ αυτή η σελίδα// Είσαι κι εσύ ένας/ απ’ αυτούς που γέλασαν.
Μιλάει. Περιγράφει, αλλά και ονομάζει τα πράγματα του καιρού μας, του καιρού της, τώρα αντιστικτικά με τον Σολωμό:
Ακαθόριστα θολές στο χρώμα του νεκρού/ οι ιδέες λιποψυχούν επικίνδυνα.
Και έτσι φθάνει να συνομιλεί ανοιχτά με τον ευκλεή πρόγονο. Αποτίνοντας φόρο τιμής στη μέθοδο εργασίας του:
Μην ξεχάσεις/ στο ημίχρονο/ ανάμεσα σε δύο ποιήματα/ να θυμηθείς/ τι ακριβώς οφείλεις/ να πράττεις και να μην πράττεις/ ως ποιητής.
Αλλά και διατυπώνοντας, επίσης ανοιχτά, το αίτημα του δικού της εγχειρήματος:
Υπάρχει μια λευκή σελίδα πάνω στο τραπέζι./ Ο Διονύσιος Σολωμός ένιωσε κιόλας την υγρασία της./ Εμείς;
Αυτή η ποιητική στάση της Δήμητρας Κωτούλα έρχεται να σταθεί δίπλα σε εκείνη του προηγηθέντος Ηλία Λάγιου, αλλά και την ανάλογη του Γιώργου Μπλάνα, του Σπύρου Βρεττού, της Μαρίας Κούρση, του Ευγένιου Αρανίτση, όχι ως συνέχειά τους αλλά ως μία ακόμη, νέα εκδοχή∙ μαζί με εκείνη του ομηλίκου της Αλέξιου Μάινα, συνιστούν τις πλέον ελπιδοφόρες ποιητικές φωνές νεοτέρων, επειδή ακριβώς έχουν συνείδηση της ανάγκης επανίδρυσης του νεοελληνικού ποιητικού λόγου.
Τίποτα βέβαια δεν είναι δεδομένο και κατακτημένο. Η επανάληψη και η ευκολία, και κυρίως η «θεματογραφία» καραδοκούν, να κατασπαράξουν την αναστοχαστική και ανατρεπτική της αδράνειας προσπάθειά τους, να τους οδηγήσουν, μαζί με κάποιους ακόμα, ενδιαφέροντες ομηλίκους τους, στη συμβατικότητα να γράφουν «ωραία ποιήματα», όπως εκείνα του τελευταίου, ήσσονος μέρους της συλλογής της Κωτούλα. «Ωραία ποιήματα». Ε, και; Η ποίηση προχωρά ερήμην τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: