H απαρχαίωση των αισθητικών κατηγοριών
Του Στέφανου Ροζάνη
Ο Schoenberg έγραφε: «Για να συλλάβει κανείς την πραγματική ουσία της δημιουργίας, θα πρέπει να παρατηρήσει ότι δεν υπήρχε φως πριν ο Κύριος πει “Γεννηθήτω φως”. Και επειδή δεν υπήρχε φως, συνέλαβε η πανσοφία του Κυρίου ένα όραμα (Vision), το οποίο μόνο η παντοδυναμία του μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Όταν εμείς οι φτωχές ανθρώπινες υπάρξεις λέμε για τα μεγάλα πνεύματα που κυκλοφορούν ανάμεσά μας ότι είναι δημιουργοί, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε τι είναι ένας δημιουργός στην πραγματικότητα. Ένας δημιουργός έχει ένα όραμα για κάτι, το οποίο πριν από το όραμα αυτό δεν υπήρχε. Και ένας δημιουργός έχει τη δύναμη τούτο το όραμα να το φέρει στη ζωή, να το πραγματοποιήσει».[1]
Ο Shoenberg μιλά για τις αισθητικές κατηγορίες πέραν της Αισθητικής, ή ακόμη και εναντίον της Αισθητικής. Μιλά για ένα πρόταγμα μορφής ως προφητείας και συγχρόνως ως Αποκάλυψης, η οποία εποπτεύει τη δημιουργία και εποπτεύοντας την αποδίδει στην εξωτερικότητα ως δημιουργημένη μορφή, ως αποκαλυμμένο Θεό (Deus Revelatus). Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, κατά τον Schoenberg, η μορφή, τουλάχιστον καταγωγικά, δεν εμπίπτει στις αισθητικές κατηγορίες. Διότι οι αισθητικές κατηγορίες είναι πάντα κατηγορίες εκ των υστέρων, δηλαδή κατηγορίες οι οποίες επιβάλλονται όταν η μορφή έχει υποστεί το πεπρωμένο της εκκοσμίκευσής της, ή, με άλλα λόγια, της κρυστάλλωσής της μέσα στην εξωτερικότητα, από τη στιγμή που έχει πραγματωθεί και έχει ενταχθεί ως θετικότητα στην ιστορία των αισθητικών κατηγοριών. Ο Schoenberg, άλλωστε, έχει υποδείξει αυτή τη διαδικασία της εκκοσμίκευσης των μορφών και της υπαγωγής τους σε αισθητικές κατηγορίες: «Μια και θεραπευτήκαμε», γράφει, «από την πλάνη ότι ο σκοπός του καλλιτέχνη είναι να δημιουργήσει το ωραίο, και εφ’ όσον αναγνωρίσαμε ότι η ανάγκη να παράγει τον ωθεί να προχωρήσει στην παραγωγή αυτού που εκ των υστέρων θα χαρακτηρισθεί ως ομορφιά, θα καταλάβουμε επίσης ότι το κατανοητό και το σαφές δεν είναι συνθήκες που ο καλλιτέχνης είναι υποχρεωμένος να επιβάλει στο έργο του, αλλά που ο παρατηρητής θα επιθυμούσε να τις δει να εκπληρώνονται».[2]
Επειδή για τον Schoenberg η μουσική μορφή είναι πάνω απ’ όλα μια Apocalipsis cum figuris, προϋποθέτει κατ’ εξοχήν τη συστηματική αποδιοργάνωση της κατανόησης, ενώ, αντιθέτως, η αισθητική κατηγορία βρίσκεται πάντα στο πεδίο της παρατήρησης, η οποία επιθυμεί να επιβληθεί πάνω στη δημιουργημένη μορφή για να εκπληρώσει τη δική της επιθυμία, που είναι η μέσω της κατανόησης διερμήνευση των στοιχείων εκείνων τα οποία αποδίδονται με τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του ωραίου και της ομορφιάς. Πράγματι, οι αισθητικές κατηγορίες είναι εννοιολογήσεις του ωραίου και της ομορφιάς, ανήκουν δηλαδή στον χώρο του σχήματος ή του ίχνους, ενώ η μορφή καθεαυτήν ανήκει στον χώρο της Αποκάλυψης, δηλαδή στον άγνωστο Θεό (Deus Absconditus) που την δημιουργεί ex nihilo, από το μηδέν και το κενό. Χωρίς το «είπε» του Θεού, η μορφή θα παρέμενε έγκλειστη στην αμορφία και ο ήχος στη σιωπή.
O Schoenberg μιλά κατ’ ουσίαν για έναν προ-αισθητικό ήχο (το «είπε» του Θεού που δεν είναι ήχος, αλλά Aleph, ήχος όλων των ήχων πριν γίνει ακουστός). Αυτό είναι η μουσική Ιδέα, και όχι η Ιδέα του ωραίου, του όμορφου και του ακουστού. Η μουσική Ιδέα του Schoenberg χωρίζει τον εαυτό της από την Ιδέα, ή μάλλον από την πραγματωμένη Ιδέα των αισθητικών κατηγοριών, δηλαδή από την εκ των υστέρων Ιδέα. Ο Theodor W. Adorno έχει συλλάβει αυτόν τον χωρισμό, έστω και αν τον αντιπαραβάλλει με την προθετική γλώσσα της Ιδέας. «Η γλώσσα της μουσικής», γράφει, «είναι αρκετά διαφορετική από την προθετική γλώσσα. Περιέχει μια θεολογική διάσταση. Αυτό που έχει να πει αποκαλύπτεται και ταυτόχρονα κρύβεται. Ιδέα της είναι το θείο Όνομα στο οποίο έχει δοθεί σχήμα. Είναι απομυθολογικοποιημένη προσευχή, απαλλαγμένη από κάθε στοιχείο μαγικής αποτελεσματικότητας. Είναι η ανθρώπινη προσπάθεια –καταδικασμένη όπως πάντα– να ονομάσει το Όνομα, όχι να μεταδώσει νοήματα».[3]
Πώς μπορούμε να διαβάσουμε την αινιγματική διατύπωση του Adorno, κατά την οποία η μουσική Ιδέα «είναι το θείο Όνομα στο οποίο έχει δοθεί σχήμα»; Πιστεύω ότι εν τέλει θα πρέπει να ανατρέξουμε στον εσωτερικισμό του άλεκτου Ονόματος του θεού, το οποίο συγκροτεί τον πυρήνα των Καββαλιστικών ενοράσεων του Νόμου (Torah), προκειμένου να ερμηνεύσουμε τη μουσική Ιδέα, στην οποία αναφέρεται ο Adorno, ως Apocalypsis cum figuris, ήτοι ως Αποκάλυψη διά σχημάτων. Κατά την Καββαλιστική αντίληψη του Νόμου, το άλεκτο θείο Όνομα υποβάλλει το σχήμα (ίχνος) μιας ύφανσης της Ιδέας μέσα στην οποία ο Θεός εκφράζει το Είναι του, στον βαθμό που αυτό το Είναι εκπτυχώνεται μέσα στη δημιουργία και συγχρόνως αποκαλύπτεται μέσω της δημιουργίας.[4] Αναμφισβήτητα, αυτή την εσωτερικιστική παράδοση είχε στον νου του ο Adorno, διατυπώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη θεολογική διάσταση της μουσικής Ιδέας, προσθέτοντας μάλιστα ότι η ανθρώπινη προσπάθεια να ονομασθεί το άλεκτο Όνομα είναι καταδικασμένη, όπως πάντα, να μετεωρίζεται ανάμεσα στη λεξικολογική εννοιολόγηση της γλώσσας και στη μουσική Ιδέα, η οποία επιχειρεί να ονομάσει το άρρητο. Βέβαια, ο Adorno επιμένει να γεφυρώσει το χάσμα που διανοίγεται μεταξύ του Σαιμπεργκιανού «είπε» του θεού ως δημιουργίας και του λέγειν της αισθητικής κατηγορίας, η οποία περισφίγγει τη μουσική Ιδέα. Επισημαίνει τον χωρισμό της μουσικής Ιδέας από την προθετική γλώσσα, ωστόσο επισημαίνει επίσης ότι η μουσική Ιδέα «δεν διαχωρίζει εντελώς τον εαυτό της από την αναλογία με τη γλώσσα, αλλά μόνο από την πραγματοποιημένη της εκδοχή που υποβιβάζει το ιδιαίτερο σε ενθύμιο, σε συνταξιοδοτημένο σημαίνον ή σε απολιθωμένα υποκειμενικά νοήματα».[5] [Προδημοσίευση από το βιβλίο του Στέφανου Ροζάνη Το τέλος της αισθητικής, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Ηριδανός]
[1] Όπως παρατίθεται από τον Κωστή Δεμερτζή στο έργο του Η Σκαλκωτική Ενορχήστρωση, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1998, σ. 332.
[2] Ό.π., σ. 332.
[3] Theodor W. Adorno, Η κοινωνιολογία της μουσικής, μτφρ. Θ. Λουπασάκης, Γ. Σαγκριώτης, Φ. Τερζάκης, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1997, σ. 15.
[4] Βλ. Gershom Scholem, La Kabbale, Gallimard, Παρίσι 1998, σσ. 276, 277.
[5] Ό.π., σ. 15.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου