ΔΙΗΓΗΜΑ
Του Κωνσταντίνου Μπούρα
Αν υποθέσουμε πως είχαμε μια φτερωτή σφαιρική κάμερα σε μέγεθος καρφίτσας, αυτή θα ήταν ο «τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής» της παραδοσιακής αφήγησης. Κι αν υποθέσουμε πως αυτό το μηχανικό πετούμενο έμπαινε από το παράθυρο στο τελευταίο βαγόνι του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου κάπου εκεί στο Μοσχάτο, τότε θα προσπαθήσω να σας καταγράψω (αν όχι και να σας μεταδώσω) τι θα άκουγε, θα έβλεπε, θα οσφραινόταν (τουλάχιστον).
Εγώ τώρα δεν υπάρχω. Το συμφωνήσαμε. Είμαι μια μεταμοντέρνα αφαίρεση. Σε μία τετράδα θέσεων κάθονται: (προς το παράθυρο, κατά την φορά κίνησης του τρένου – με έψιλον) εκείνη, μεσόκοπη, κουρασμένη, οξυζεναρισμένη και άβαφη. Σέρνει διάφορα κουτιά, πλαστικές σακούλες και μία τσάντα απομίμηση διάσημης μάρκας, από αυτές που βλέπουμε κατά κόρον στην τηλεόραση, στις πανάκριβες βιτρίνες και στις κοσμικές στήλες των περιοδικών (όσων κυκλοφορούν ακόμα σε φτηνό ανακυκλωμένο χαρτί). Εκείνος, θα μπορούσε να είναι κι ο γιος, θετός οπωσδήποτε, ή ο μακρινός ανιψιός της, κάθεται απέναντι, κοιτάει έξω από το μυγοχεσμένο παράθυρο, φοράει ένα εκτυφλωτικά πράσινο φούτερ με κουκούλα (μπορεί κάποτε να ήταν φωσφοριζέ), είναι αχτένιστος και αξύριστος, με δάχτυλα κιτρινισμένα από τον καπνό, που τα φέρνει αφηρημένα στο στόμα του. Δίπλα του (προς τον διάδρομο) κάθεται ένας κύριος που θα μπορούσε να είναι ο πατέρας, ο νονός ή ο γηραιός εραστής του. Είναι γιγαντιαίος, ογκώδης και τρυφερός σαν τσοπανόσκυλο που γεννήθηκε σε pet shop. Απέναντί του (προς τον διάδρομο και κατά την φορά κίνησης του τρένου προς Κηφισιά) κάθεται μια μάλλον ευτραφής κυρία με στολή σεκιουριτά, μαύρα δεμένα μαλλιά, ίσια, δεμένα προς τα πίσω κι ένα τεράστιο σακ-βουαγιάζ ακουμπισμένο προσεκτικά στα γόνατά της. Το κοιτάζει σταθερά, σαν να περιέχει κάτι πολύτιμο, ένα γατάκι ίσως, ένα μωρό ή τα καθαρά της ρούχα για το σαββατοκύριακο που θα μείνει στη θεία της στο Κεφαλάρι.
Οι σταθμοί περνάνε μηχανικά. Σουρουπώνει. Σκοτεινιάζει. Τα φώτα ανάβουν δειλά, τα τζάμια φαίνονται παμβρώμικα και σαν χαραγμένα από τα νύχια αόρατου αρπακτικού. Κάποιοι, μάλλον φοιτητές, φωτογραφίζουν. Κανείς δεν διαμαρτύρεται. Περνούν την ζωή τους μηχανικά, παθητικά, σαν υπνωτισμένοι.
Μέχρι που κάποια απροσδιόριστη στιγμή κάτι μυρίζει άσχημα. Σαν κλούβιο αυγό. Θόρυβοι, τριξίματα, ήχοι τσαλακωμένων πλαστικών, αναστατώσεις. Και τότε, εκεί που όλοι οι άλλοι ετοιμάζονται να ησυχάσουν, ακούγεται στεντορεία η φωνή του μάλλον νεαρού (λίγο πριν αρχίσει να σιτεύει), εκείνου με το ξεβαμμένο φωσφοριζέ φούτερ: «Πάρε γρήγορα τα συμπράγκαλά σου από δω, γιατί θα σ’ τα πετάξω όξω απ’ το παράθυρο!!!». Οι τόνοι ανεβαίνουν. Η ίδια φράση ξανά και ξανά. Κανείς άλλος δεν μιλάει. Κοιτάνε όλοι κυκλικά χωρίς να κουνάνε καθόλου το κεφάλι. Σαν ρομπότ. Κι εκεί που περνάγανε μπροστά από το νεκροταφείο μετά τον σταθμό Άνω Πατήσια, δίνει μια, σηκώνεται, ανοίγει το παράθυρο, αρπάζει μια σακούλα από την βαριεστημένη σακούλα απέναντι και την πετάει έξω. Εκείνη προσγειώνεται με ένα πλούφ πάνω σε ένα περίπλοκο άγαλμα, μάλλον αντίγραφο αρχαίας επιτύμβιας στήλης. Η κυρία διαμαρτύρεται ασθενικά: «Αλήτη! Αλήτη!! Αλήτη!!!». Εκείνος πάει να ξανασηκωθεί και να την δείρει. Ο διπλανός υπερήλιξ κύριος τον καθησυχάζει τρίβοντάς του τρυφερά τον δεξί ώμο, στα μουγκά, δίχως να βγάζει μιλιά. Σαν να είναι μόνοι τους στο τρένο. Από το παράθυρο εισβάλλει ένας χείμαρρος από μυρουδιές (νυχτολούλουδο, γιασεμί, γαζία και κάτι άλλο που κάνει μικρά μωβ λουλουδάκια, είναι μάλλον αυτοφυές κι αδέσποτο, κανείς δεν φαίνεται να θυμάται πώς το λένε).
Η παθούσα σαν να αναστήθηκε φωνάζει, παραληρεί, στοχοποιεί, κραυγάζει: «Εμ βέβαια, πού πήγανε οι άντρες; Τον χαϊδεύετε αντί να τον δείρετε. Αλήτη, αλήτη, αλήτη!!! Να πας στη μάννα σου να τα κάνεις αυτά. Στη μούρη σου, ρε!!! Στην μούρη σου!!!» (εκείνος την μουτζώνει φεύγοντας με τον εραστή του).
Βγαίνοντας το θεριό αφήνει μια μπόχα απλυσιάς πολλών μηνών πίσω του. Κάτι σαν εξατμισμένα κάτουρα σε ασβεστωμένο πεζούλι. Τότε όλοι και όλες τρέχουν να περιθάλψουν την καλή αυτή γυναίκα. Η σεκιουριτάς την ρωτάει: «σας έκλεψε, κυρία μου;». Μία άλλη κυρία από απέναντι, μάλλον αδελφή καλογραίας, ερωτάει πιο επίσημα: «θέλετε να υποβάλλετε κάποιο παράπονο για κακοποίηση;». Πού, πότε, πώς; Κανείς δεν διευκρινίζει. Μήτε εκείνη βεβαίως.
Τότε η γραία, η αγουρογερασμένη πενηντάρα καταρρέει και λέει: «ο γιος μου ήταν, ο θεός μου γιος, υιοθετημένος. Κι αυτός απέναντι ήταν ο άντρας μου. Τον μαζέψαμε από το Δημοτικό Ορφανοτροφείο για να έχουμε ένα στήριγμα στα γεράματά μας, ένα αποκούμπι, όμως εκείνος βγήκε καμμένο χαρτί, ελαττωματικό εξάρτημα… Αφήστε τα, άσ’ τα να πάνε. Άμα είναι άτυχος κανείς, και στα λουλούδια να πέσει θα σπάσει τη μύτη του». Σταματάει. Παύση. Κενό. Τώρα ακούγεται μόνο το στρίγκλισμα των τροχών πάνω στις σκουριασμένες ράγες. Μετά όλοι μαζί: «φταίει το ντι-ενέι», «θα ήτανε από κακή πάστα», «από φτωχικά καρύδια θα γεννήθηκε, ποιος ξέρει πού», «τις οίδε ποιοι να ήτανε οι γονείς του».
Η παθούσα κρατάει σφιχτά τα αποδέλοιπα μπαγκάζια κι αναπνέει σαν ατμομηχανή. Κανείς δεν μιλάει. Σιγή. Μέχρι που το τρένο μπαίνει στον τερματικό του σταθμό κι όλοι βγαίνουν στην Κηφισιά ψάχνοντας μισοσκότεινο δέντρο για να κατουρήσουν. Η ιπτάμενη κάμερα αποσύρεται κι ο αφηγητής μοιάζει θορυβημένος. Γοργανασαίνει και κάνει στραβά τον σταυρό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου