13/3/22

Πρωινή σπουδή

Κάθε πρωί
ο ήλιος πλησιάζει τη γη
στέκει στα δάκτυλα,
ακουμπώντας το κυρτό, ανεμοδαρμένο
του μέτωπο στον ορίζοντα
και μας κοιτά –
με θλίψη,
ή θαυμασμό,
ή αγαλλίαση.
Και από την κοντινή του ανάσα
η γη αποκτά λόγο.
Και κάθε κτήνος αρχίζει να συνθέτει με ήχους
την αγαλλίαση της ψυχής του
κι όσα από λαλιά δεν ξέρουν,
καπνίζουν με μπλε ομίχλες.
Κι από τον ήλιο ξεκινούν
οι αχτίδες και στα λιβάδια
ως χορτάρι καταλήγουν.
Οι ευτυχέστερες από τις αχτίδες,
μόλις ακουμπήσουν τις λίμνες,
μεταμορφώνονται σε βατράχια,
πλάσματα τρυφερά και ευαίσθητα,
και τόσο απεχθή στην όψη,
που προκαλούν στη σκέψη των ζώντων
εύθραυστη, ψαθυρή ευλάβεια.
Τα βατράχια των βάλτων δεν ξέρουν
πως με τον ήλιο έχουν συγγένεια,
έχουν όμως ακλόνητη πίστη
στην αυγή και στη δύση του ήλιου.
Ανάμεσα στα χόρτα, τις φτέρες,
και τα βατράχια των βάλτων,
περιπλανώνται τ’ αγόρια.
Όπως όλα τα βλαστάρια ανθρώπων,
ξεχωρίζουν από τα πουλιά και τα ζώα
με της καρδιάς τους τη φαντασία.
Και γι΄αυτό δημιουργείται στο Σύμπαν
ανάμεσα σε ζώντες και ομιλούντες
κι αυτός ο άναρχος πόνος
κι αυτός ο ατέρμονος θαυμασμός
απέναντι στη ζωή.

Ξένια Νεκράσοβα
(1912-1958)
Μετάφραση: Ευγενία Κριτσέφσκαγια

Δεν υπάρχουν σχόλια: