ΔΙΗΓΗΜΑ
Της Έλσας Κορνέτη
Η μνήμη επιστρέφει. Η μνήμη δεν ξεχνά. Η μνήμη θυμάται. Η μνήμη ολοένα σκληραίνει και πήζει σαν μαύρος χυλός από σκοτάδι. Η μνήμη γίνεται μια σφήκα που κεντρίζει στο μυαλό ένα ρόδο ανυποψίαστο. Τίποτα δεν αφομοιώνει τώρα πια, αχώνευτα όλα τα ξερνά και το τελικό επεισόδιο δυσπεψίας εκτυλίσσεται μέσα σε νέφος ερυγών. Στον ύπνο του ματαιοπονώντας φωνάζει Βοήθεια η μνήμη μου δεν χωνεύεται άλλο πια.
Ταΐζει ο αδαής σαν ζώο οικόσιτο τη μνήμη του με τοξίνες και λιπαρές τροφές κι άλλα όξινα και πολυακόρεστα στοιχεία, κι αυτή ολοένα πρήζεται και παχαίνει κι από το πάχος το πολύ αδρανοποιείται κι οριζοντιώνεται. Η άλλοτε πάλλουσα κελαηδιστή μνήμη του έγινε πλαδαρή, ρυπαρή, δυσκίνητη, έως άκαμπτη σαν πέτρα. Η μνήμη του τρέμει, τρίζει, σπάζει και δεν ξανακολλά έτσι όπως κείτεται εξαντλημένη.
Κι είναι τότε που ένα πρόγραμμα φωνητικό σαν ένα τζίνι νευρικό ενεργοποιείται από το πιστό κινητό του τηλέφωνο, έτσι όπως το τρίβει κάθε φορά μανιωδώς με υγρό αντισηπτικό για να το καθαρίσει. Τότε κάτι παράξενοι γαλαζωποί καπνοί αρχίζουν να βγαίνουν από το ακοίμητο έξυπνο τηλέφωνο που άρχισε να μοιάζει με μαγικό λυχνάρι. Το μαγικό κινητό τηλέφωνο-λυχνάρι αποθηκεύει ό,τι ο κάτοχος εισπνέει και εκπνέει, εικόνες ζωής, εμπειρίες και βιώματα που μεταμορφώνονται σε μικροπίξελς, μαγνητίζονται μεταξύ τους κι αποθηκεύονται με τη σειρά τους από τη μνήμη του στη μνήμη του τηλεφώνου.
Αποσπάσματα ζωής σαν σκόρπιοι στίχοι, ξεκάρφωτες παράγραφοι, άσχετοι πρόλογοι, φλύαροι επίλογοι, λιλιπούτειες παραπομπές, κολλούν μεταξύ τους, συσπειρώνονται σε αόρατα νέφη, γεννώντας νέες μορφές παραδοξότητας από μια πραγματική μνήμη που αδειάζει από το παρελθόν, το παρόν κι από το μέλλον της και μια άλλη τεχνητή που παράλληλα γεμίζει από όλα τούτα.
Ένας νέος κόσμος κυοφορείται, ένας κόσμος ανακαινισμένος με ό,τι μη αφομοιωμένο, αχώνευτο, με ό,τι ξεράστηκε από το παρελθόν και το παρόν να απορροφώνται στη μνήμη του έξυπνου τηλεφώνου από την υπηρεσία την εν αγνοία του ενεργοποιημένη.
Κι αυτός να μην καταλαβαίνει τι συμβαίνει, να το κοιτάζει βαθιά στα ψηφιακά μάτια, στο βάθος της κρυσταλλικής οθόνης, να περιμένει το αέρινο γαλαζωπό τζίνι να βγει και πάλι, περιμένοντας αναγνώριση και αποδοχή ένα «Πιστεύω σε σένα, δεν σε αμφισβητώ θα τα καταφέρεις», ώσπου αυτό κάποτε δίνει τέλος στην αγωνία του και του απαντά «Δεν έχεις πια ανάγκη τον δάσκαλο ούτε τον καθηγητή μόνον εμένα για να γίνεις άξιο κακέκτυπό μου».
Τώρα πια αγωνιά για μηνύματα και κλήσεις. Εκλιπαρεί κάποιος να τον καλέσει, μια εικόνα στην οθόνη να φανεί. Η συσκευή όμως μοιάζει άλαλη και νεκρή κι οι αλλοτινές φλόγες της εικονικές ζωής κείτονται παγωμένες. Το τελευταίο πράγμα που θυμάται είναι εκείνο το φαλακρό κεφάλι με τα σμιχτά μαύρα φρύδια και την αδαμάντινη οδοντοστοιχία μέσα στο κάδρο που ατμίζει να του χαμογελά πλατιά σπιθίζοντας χαιρέκακες λάμψεις.
Γρήγορα συνειδητοποιεί ότι καμιά υπόσταση δεν έχει πια, γιατί όλη του η ζωή, όλη του η μνήμη, η μνήμη της ζωής του εισχώρησε ύπουλα και αργά και αποθηκεύτηκε στο έξυπνο κινητό του τηλέφωνο και όλο του το είναι το διαχειρίζεται ένα αέρινο, ωφέλιμο, γαλαζωπό τζίνι με την αδαμάντινη αστραφτερή οδοντοστοιχία, ένα τζίνι που φέρεται φιλότιμα και φιλικά και υποστηρικτικά, κι αυτός που έχασε τη μνήμη του γιατί αυτή τον εγκατέλειψε υπακούοντας σε μια εντολή που πήρε από ένα αέρινο και ωφέλιμο γαλαζωπό τζίνι που ζούσε εν αγνοία του στο έξυπνο κινητό του, έχασε όχι μόνον την μνήμη τη δική του, αλλά και την πρόσβαση στη μνήμη του αυτή, την πλέον αποθηκευμένη στο έξυπνο κινητό-λυχνάρι, μένοντας κλειδωμένος απ’ έξω, σαν άδειο καύκαλο της μνήμης του κενός, αδυνατώντας ν’ ανακαλέσει το παραμικρό, μην μπορώντας να θυμηθεί ούτε αυτόν τον σωτήριο κωδικό εισόδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου