8/8/21

Ποιητές και ποιηματογράφοι

Του Κώστα Βούλγαρη

Προσφάτως διάβασα πάλι, νομίζω μετά από είκοσι έτη, τα ποιητικά Άπαντα του Κώστα Ουράνη, όπως κάνω κατά καιρούς, ώστε να δω εκ νέου κάποιους συγγραφείς, επιβεβαιώνοντας έτσι, ή αλλάζοντας, την εικόνα που έχω για την ιστορία της λογοτεχνίας. Ο δε Ουράνης με συντρόφευσε στα χρόνια της εφηβείας, ενώ είχα, και έχω, σε μεγάλη υπόληψη την όλη πνευματική του παρουσία, για παράδειγμα τα ταξιδιωτικά του κείμενα, την αντιφασιστική του στάση και τη συμμετοχή του στο πολύ σημαντικό περιοδικό Σήμερα, ακόμα και το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, που μαζί με τη σύζυγό του κληροδότησε στη νεοελληνική λογοτεχνία, το οποίο τόσες και τόσες σημαντικές εκδόσεις έχει στεγάσει ή επιχορηγήσει.
Τι γίνεται όμως με τα ποιήματά του; Ομολογώ πως απογοητεύτηκα, σε βαθμό που εξεπλάγην. Με εξαίρεση δυο τρία υποφερτά ποιήματα, τα υπόλοιπα δεν αντέχουν ως ποιήματα. Για την ακρίβεια, αναπαράγουν, και μάλιστα βαρετά, τη «ποιητική κοινή» της δεκαετίας του 1920, στην οποία θήτευσαν και δεκάδες, ή μάλλον εκατοντάδες άλλοι. Γιατί ο μόνος ποιητής που βγήκε μέσα από αυτήν την ποιητική κοινή, και είναι ποιητής ακριβώς γιατί την άφησε πίσω του, υπερβαίνοντάς την, είναι ο Κ. Γ. Καρυωτάκης. Το είπε ο Τέλλος Άγρας, με αφοπλιστική κριτική ευθύτητα και εντιμότητα: «[με την τρίτη του συλλογή, Ελεγεία και σάτιρες] μας εξεπέρασεν όλους, αμέσως και εξακολουθητικά». Και συνέχισε ο Άγρας, επιστρατεύοντας όλα τα κριτικά του εργαλεία, ώστε να εξηγήσει τι ακριβώς κάνει στην ποίησή του ο Καρυωτάκης, ποια είναι η ποιητική του.
Τι συνεπάγεται αυτή η κριτική θέση του Άγρα; Πως ο Καρυωτάκης, με την τρίτη του συλλογή, έφτιαξε μια δικιά του ποιητική, έγινε ποιητής. Τι είναι οι υπόλοιποι, συνοδοιπόροι του Ουράνη, δηλαδή ο ίδιος Άγρας, ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Λαπαθιώτης, η Πολυδούρη, και τόσοι άλλοι της «ποιητικής κοινής» της εποχής, οι οποίοι μάλιστα έχουν γράψει όχι μόνο δυο τρία ποιήματα ο καθένας αλλά και περισσότερα; Αν όμως όλοι αυτοί είναι ποιητές, τότε τι ακριβώς είναι ο συγκαιρινός τους Καβάφης, όπως και ο Καρυωτάκης ή ο Βάρναλης; Αν όλοι είναι ποιητές, τι ακριβώς εξεπέρασεν ο Καρυωτάκης;
Ο Νίκος Φωκάς, που έφυγε απ’ τη ζωή αυτές τις μέρες, πριν από κάποιες δεκαετίες εισήγαγε τη διάκριση μεταξύ ποιητών και ποιηματογράφων. Δεν θυμάμαι την επιχειρηματολογία του και, εν μέσω πανδημίας, καύσωνος και Αυγούστου, δεν έχω εύκολη την πρόσβαση στα κείμενά του. Όπως και να είναι όμως, αυτή η διάκριση μου έχει μείνει ως μια σκέψη σημαντική.
Γιατί η ιστορία της τέχνης, και εν προκειμένω της ποίησης, νοείται μόνο ως αλληλουχία μορφών, κι έτσι ποιητές είναι όσοι διαθέτουν μια δικιά τους, διακριτή ποιητική, εκείνον δηλαδή τον τρόπο που μας προσφέρει η τέχνη, να δούμε τον κόσμο και τη ζωή υπό διαφορετική οπτική∙ «υπό λοξήν γωνίαν», όπως το έλεγε ο Καβάφης. Οι υπόλοιποι είναι ποιηματογράφοι, λίγων ή περισσοτέρων ποιημάτων, καλών ή καλύτερων, κάποτε και εξαιρετικών. Όμως, οι ποιητές είναι που φτιάχνουν την κάθε φορά καινούρια γλώσσα της ποίησης.
Πώς φτιάχνεται μια ποιητική; Μέσα από μιας μεγάλης έκτασης έργο; Όχι, φυσικά∙ το παράδειγμα του Καρυωτάκη, αλλά και του Καβάφη, μαρτυρεί το αντίθετο, όπως άλλωστε και η Αμοργός του Νίκου Γκάτσου, ο οποίος είναι πολύ σημαντικός ποιητής, μόνο με αυτό το ποίημα. Μήπως η ποιητική φτιάχνεται μέσα από μεγάλες ποιητικές συνθέσεις; Συνήθως ναι, αλλά όχι κατά αιτιατή, ευθύγραμμη σχέση, αφού ούτε ο Καρυωτάκης ούτε ο Καβάφης έκαναν μεγάλες συνθέσεις, έστω και αν το σύνολο του έργου τους μπορεί να θεωρηθεί σύνθεση, όπως εξηγούσα πριν μερικές εβδομάδες, γράφοντας εδώ για το τελευταίο βιβλίο του Αλέξιου Μάινα. Αλλά και η μεγάλη σύνθεση δεν είναι πανάκεια. Ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Εγγονόπουλος, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, θα ήσαν όντως ποιητές, ακόμα και αν δεν είχαν γράψει, αντίστοιχα, το Μυθιστόρημα, τον Επιτάφιο ή την Ρωμιοσύνη, τον Μπολιβάρ, το Άξιον εστί, την Οκτάνα∙ την ποιητική τους την συγκροτούν και με το υπόλοιπο έργο τους. Αλλά ακόμα και αν κάποιος έχει κάνει μόνο αποτυχημένες μεγάλες συνθέσεις, μπορεί να διαθέτει τη δικιά του ποιητική, όπως μας δείχνει το παράδειγμα του Σικελιανού, τον οποίο ο Ζήσιμος Λορεντζάτος έφθασε να τον χαρακτηρίσει ως τον μεγαλύτερο ποιητή του ελληνικού εικοστού αιώνα, διασώζοντας-ανθολογώντας περί τα δεκαπέντε ποιήματά του, και αργότερα μόλις εννέα.
Χρησιμοποιώ τη διάκριση, ποιητών και ποιηματογράφων, γιατί η τέχνη της γραφής, προκειμένου να μιλήσουμε γι’ αυτήν, αλλά και για να προχωρήσει, χρειάζεται έννοιες και διαχωρισμούς, εννοιολογικές και αναπόφευκτα αξιολογικές διασαφήσεις. Περισσότερο απ’ όλους όμως οι πολυπληθείς νεώτεροι, επίδοξοι ποιητές, όσοι εισέρχονται στο πεδίο της ποίησης με τις καλύτερες των προθέσεων, χρειάζονται στόχους, ώστε, κάποιοι εξ αυτών, να βρουν τη δική τους φωνή, που ανυπερθέτως πρέπει να είναι καινοφανής, διακριτή και συγκροτημένη. Ακόμα και αν δεν το επιτύχουν, αξίζει η προσπάθεια, ως εμπειρία ζωής και μέθεξη τέχνης. Καμμιά φορά δε, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι και απροσδόκητα, όπως μας δείχνει το παράδειγμα του Νίκου Καρούζου, που αναλώθηκε μια ζωή, προσπαθώντας, ανεπιτυχώς, να υπερβεί και να υποκαταστήσει τον Ελύτη, στο πεδίο του λυρικού μοντερνισμού. Κι όμως, τα σπαράγματα αυτής της αποτυχίας που μας κατέλιπε, είναι τόσο σημαντικά, που συγκροτούν ένα διακριτό, και εν πολλοίς εξαιρετικό ποιητικό πρόσωπο, το οποίο εκφεύγει των ορίων του καθ’ ημάς συντηρητικού μοντερνισμού, ως μια σύνθεση σπαραγμάτων, με λειτουργικότητα και ποιητική πληρότητα.
Είναι λοιπόν θέμα στόχων και προσπάθειας, αντίληψης για την ποίηση και εν γένει για την τέχνη. Δεν πειράζει η αποτυχία∙ σίγουρα ατελέσφορη, αλλά και αφόρητη, είναι η ατολμία, η νωχελικότητα, και κυρίως η αναπαραγωγή της «ποιητικής κοινής» κάθε εποχής, ελαφρά τη καρδία.
Αυτή τη διάκριση, ποιητών και ποιηματογράφων, με ενδιαφέρει ως εργαλείο, προκειμένου να επισημάνω κάποια πράγματα σήμερα, να συγκεκριμενοποιήσω τη διάκριση τέχνης και πολιτισμού, βλέποντας και βιώνοντας την τεράστια διόγκωση, στις μέρες μας, του πεδίου του πολιτισμού, το οποίο απειλεί, όλο και πιο έντονα, όλο και πιο αδηφάγα, το πεδίο της τέχνης∙ ιδιαίτερα την ποίηση, όπου υπάρχουν αρκετοί μορφωμένοι άνθρωποι, με καλλιέργεια και παιδεία, οι οποίοι στιχουργούν, και αυτόχρημα θεωρούν, με την αυτοπεποίθηση που τους δίνει η μόρφωσή τους και η κοινωνική τους ταυτότητα, εαυτούς ποιητές – δεν αρκούν όμως αυτά, όπως μας δείχνει το παράδειγμα του Ουράνη, που μάλιστα τα διέθετε όλα σε υψηλότατο επίπεδο.
Χωρίς τέτοιες διασαφήσεις και διακρίσεις, δεν υφίσταται ο ρόλος του κριτικού και η έννοια της κριτικής. Και, χωρίς λογοτεχνική κριτική, όλοι είμαστε ποιητές, όλα τα κείμενα είναι ποίηση: ανυπερθέτως τα στιχουργημένα, αλλά, γιατί όχι, και τα αστιχούργητα (αλειτούργητα πήγα να πω, και δεν θα απείχα πολύ απ’ την αλήθεια), αφού η πεζότητα διαστέλλεται πια, μέχρι αφανισμού της πεζόμορφης ποιητικότητας. Ναι, όμως στην εποχή μας τα στεγανά μεταξύ των λογοτεχνικών ειδών έχουν καταργηθεί, λέει ένας αντίλογος. Αλλά, ποτέ δεν υπήρχαν τέτοια στεγανά, δεν υφίσταντο με τον τρόπο που νομίζουν κάποιοι∙ ιδού η Γυναίκα της Ζάκυθος, ιδού η ποιητικότητα. Και η διάκριση υψηλού και χαμηλού έχει επίσης καταργηθεί, επιμένει ο ίδιος αντίλογος. Τίποτα δεν έχει καταργηθεί, γιατί η λογοτεχνικότητα είναι που καθιστά ένα κείμενο ποίημα ή πεζογράφημα. Αυτό που έχει συμβεί τις τελευταίες δεκαετίες είναι η αποενοχοποιημένη χρήση πάσης φύσεως υλικών, ευγενών και ευτελών, υψιπετών και εφήμερων, ακριβώς όμως ως «υλικά» του λογοτεχνικού λόγου.
Επίσης, δεν υπάρχουν κάποιοι μείζονες ποιητές, και όλοι οι άλλοι, αδιακρίτως, βρίσκονται απλώς κάπως «χαμηλότερα» στην κλίμακα των αξιών, άρα «είναι και αυτοί». Όχι, όλοι οι άλλοι δεν «είναι και αυτοί». Εκτός από τους μείζονες υπάρχουν οι ελάσσονες ποιητές, π.χ. ο Μαλακάσης, ο Παπατσώνης, ο Κάλας, ο Καββαδίας, ο Λεοντάρης. Να μια άλλη χρήσιμη διάκριση, που όμως σπανίως χρησιμοποιείται πια, γιατί προσβάλλει τον μικροαστισμό μας.
Η ιδιότητα του ποιητή συνιστά μια διαδικασία διεκδίκησης έναντι του δεδομένου ποιητικού πεδίου μιας εποχής, αλλά και εντός του ποιητικού πεδίου εν γένει. Ο ποιητής γράφει αυτή την ποίηση, επειδή συγκροτεί αυτή την εικόνα του ποιητικού πεδίου και αντιστρόφως («είναι ρωμαντικοί, ρωμαντικοί, ρωμαντικοί», έλεγε ο Καβάφης για τους «ποιητάς των Αθηνών»). Ο ποιητής παρεμβαίνει στο ποιητικό πεδίο με μια νέα ποιητική, κομίζοντας συγχρόνως και έναν νέο τρόπο θέασης του πεδίου στο οποίο παρεμβαίνει. Κανένας ποιητής όμως δεν μπορεί να συνομιλεί συγχρόνως με όλα τα σημαντικά μεγέθη του ποιητικού πεδίου (ούτε και ο Καβάφης μπορούσε...), επομένως δεν γίνεται να συγκροτήσουμε με ασφαλή τρόπο μια εικόνα του πεδίου μόνο μέσα από την εικόνα της ποίησης που ένας ποιητής, ή ένα ρεύμα, διεκδικούν ως μόνη έγκυρη της εποχής τους.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο αρχίζει η δουλειά του κριτικού, τέτοια, δε, είναι τα εργαλεία της κριτικής, τέτοιες και οι κατηγοριοποιήσεις στο ποιητικό πεδίο. Ο κριτικός δεν είναι κάποιος «περίεργος», που απονέμει «υποκειμενικά» την ταμπέλα του μείζονος ή του ελάσσονος, την ταμπέλα του ποιητή ή εκείνη του ποιηματογράφου∙ κάθε κριτικός έχει ένα θεωρητικό σχήμα, το οποίο διεκδικεί να είναι έγκυρο, όπως κάθε ποιητής έχει μια ποιητική, η οποία διεκδικεί να δώσει ένα πρόταγμα, αισθητικό και γενικότερο. Αντίθετα, σήμερα έχει αναδυθεί στο προσκήνιο ένα ολόκληρο κοινωνικό φαινόμενο, που οφείλεται στη γενικευμένη κρίση ταυτότητας (αποτέλεσμα της κρίσης των μεγάλων αφηγήσεων της νεωτερικότητας)∙ λόγω δε της εκδοτικής ευκολίας και της επικοινωνιακής πληθώρας, έχουμε την «ποιητική» υπερπαραγωγή και τη συνακόλουθη φεϊσμπουκική «επικύρωση», που μάλιστα απαιτούν ένα ποιητικό πεδίο αδιαβάθμητο και αδρανές, στατικό, όπου ό,τι γράφεται στοιβάζεται στα προηγούμενα, αυτόχρημα στο ίδιο πεδίο με ό,τι έχει ήδη γραφτεί.
Έτσι, νομίζω πως και η έννοια «ποιηματογράφος» είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σήμερα. Και, στο κάτω κάτω της γραφής, το «ποιηματογράφος» είναι μια ταυτότητα, θεμιτή και έντιμη.

Μαρία Λουϊζου, Έξι ανάσες το λεπτό, 2021, άποψη εγκατάστασης, φωτ. Πέτρος Τουφεξής

Δεν υπάρχουν σχόλια: