ΔΙΗΓΗΜΑ
Του Κωνσταντίνου Μπούρα
Κάθε καλοκαίρι κάνει διακοπές στην υπόγεια διάβαση τού Άγιου Σώστη. Δεν αντέχεται το δεύτερο υπόγειο με τον καύσωνα. Τουλάχιστον εκεί κάνει κάποιο ρεύμα πού και πού. Ας είναι και καυτό.
Μεταφέρει συστηματικά (από τέλος Μαΐου) πρώτα το ξύλινο σπιτάκι ενός μπουλντόκ που είχε βρει στα σκουπίδια (στον κάδο της ανακύκλωσης, συγκεκριμένα). Βάζει έξω από το αυτοσχέδιο σπιτάκι του μια σημαία δικής του εμπνεύσεως (κάτι με κρανίο και κόκκαλα, αλλά όχι χιαστί, αλλά σαν θαυμαστικά, παράλληλα). Μετά φέρνει το φορητό ψυγειάκι με το υγραέριο. Τέλος μετακομίζει την βιβλιοθήκη του. Ένα μέρος. Όχι ολόκληρη. Έχει χιλιάδες βιβλία. Πολλοί λένε πως ήταν καθηγητής Πανεπιστημίου που τρελάθηκε γιατί δεν τον κάναν ακαδημαϊκό. Δεν τα πουλάει. Τα χαρίζει. Για την ακρίβεια, τα ανταλλάσσει με ξένα, όσο φθαρμένα κι αν είναι. Δεν τον πειράζει.
Ο βρεγμένος δεν βρέχεται και ο σαλεμένος δεν σαλεύει περαιτέρω. Είναι ευτυχισμένος. Ζωγραφίζει και graffiti. Κάθε μέρα και άλλο. Στρώμα μπογιάς πάνω σε άλλο στρώμα. Παλίμψηστο.
Όμως εκείνος για στρώμα του έχει τη γη. Το πατημένο τσιμέντο της υπόγειας διάβασης. Το έχει βάψει κόκκινο και μαύρο, για να θυμάται το μυθιστόρημα του Σταντάλ που τόσο τον είχε γοητεύσει στην εφηβεία του.
Δεν δέχεται ελεημοσύνες. Τις γυρίζει πίσω αηδιασμένος. Αν δεν προλάβει, κλωτσάει το μικρό πλαστικό του ποτήρι και το σπάει, το λιώνει κάτω από τα καρφιά των χιονοδρομικών του αρβύλων.
Τελευταία, έρχονται διάφοροι από διάφορες λατρείες, αιρέσεις, σέκτες και προσπαθούν να τον προσηλυτίσουν. Του χαρίζουν μάλιστα και τα δικά τους ιερά βιβλία. Εκείνος στην αρχή τα δέχτηκε ευγενικά. Μετά όμως αποφάσισε να τους κόψει το βήχα. Έφτιαξε ένα γκράφιτι στο πιο φωτεινό μέρος της στοάς, προς την έξοδο, ανατολικά.
Ζωγράφισε διάφορα κρανία που τα έχουν διαπεράσει βέλη, που τα έχουν τεμαχίσει ξίφη, που τα έχουν λιώσει σφυριά. Κι έγραψε από κάτω: «πίστεψαν στο βιβλίο». Απέναντι ακριβώς, στην άλλη έξοδο, στη δυτική ας πούμε, ζωγράφισε έναν μακάριο, χαμογελαστό άνθρωπο, με κόκκινο λουλούδι στο στόμα και τα μάγουλά του κίτρινα (χωρίς να είναι Κινέζος – όχι απαραιτήτως). Κάτω από αυτόν τον χαρούμενο χαριτωμενούλη έγραψε: «πίστεψε στον Θεό». Κι έτσι καθάρισε με όλους αυτούς τους μισαλλόδοξους που πίστευαν ακράδαντα πως η δική τους η πίστη ήταν αυθεντική και όλες οι άλλες αιρέσεις.
Όμως οι άγγελοί του δεν μπόρεσαν να τον προστατέψουν από μια συμμορία κολασμένων, που μπούκαραν λίγο μετά από τα μεσάνυχτα από παντού, σαν να ξεφύτρωναν μέσα από το τσιμέντο, σαν να τους είχε ξεράσει η Κόλαση. Τον χτυπούσαν παντού με σιδερογροθιές και ατσαλένια καρφιά τού έμπηγαν στο ταλαιπωρημένο του σώμα.
Δεν αντιστάθηκε. Φωνή δεν έβγαλε καμιά. Βρέθηκε το πρωί από τους πρώτους περαστικούς, μεροκαματιάρηδες που πήγαιναν να αναλάβουν βάρδια, να χτυπήσουν την κάρτα, να καταλάβουν το πόστο τους.
Ξεπνοϊσμένο τον ανέβασαν στο ασθενοφόρο. Εκεί ζήτησε συγγνώμη από τους τραυματιοφορείς που τους κούρασε και χαμογέλασε για πρώτη φορά. Σαν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Λεύτερος επιτέλους. Απ’ όλους κι απ’ όλα. Εκείνη την ημέρα πήγε κάποιος και έβαψε όλη τη διάβαση κίτρινη. Του μίσους το κίτρινο, όχι το άλλο το καναρινί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου