25/7/21

Λίγος παράδεισος...

Κώστας Τσώλης, “I dont want realism”, 2021, μικτή τεχνική σε καμβά, 30 x 40 εκ. 

Με αφορμή την έκθεση του Κώστα Τσώλη

Του Σπύρου Τέγου*

Η έκθεση του Κώστα Τσώλη Λίγος παράδεισος ακόμη... συνδυάζει με σπάνιο τρόπο την εικονοκλαστική διάθεση απέναντι στη σύγχρονη τέχνη με την τρυφερότητα για τις απολαύσεις που ενίοτε προσφέρει ή τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να συγκινεί. Ο συνδυασμός τραχύτητας και εκλέπτυνσης διατρέχει το έργο του καλλιτέχνη, καθώς επιχειρεί να αναδείξει συχνά με ειρωνεία, και πάντοτε με χιούμορ, τη λεπτότητα που συχνά περιέχει ο φαινομενικός αρχαϊσμός ή ακόμη και ο πρωτογονισμός. Από αυτή την άποψη, παραπέμπει σαφώς σε σύγχρονες αιχμηρές αναγνώσεις του Rousseau[1]: η αγριότητα του πολιτισμένου είναι αγριότερη από την αγριότητα του πρωτόγονου. Έτσι, η λεπτότητα του αρχαϊκού είναι ορισμένες φορές πιο εκλεπτυσμένη από την πομπώδη και διατρανούμενη λεπτότητα της avant garde. Βέβαια, αυτό συνοδεύεται από μία ακόμη τολμηρότερη πρόταση, ίχνη της οποίας βρίσκουμε στις αναφορές του Τσώλη στο ζήτημα της πολιτικής βίας στην ιστορία: η βαρβαρότητα του «πολιτισμένου» είναι ενίοτε χειρότερη από την βαρβαρότητα του «βάρβαρου», από την τραχύτητα του αρχαϊκού. Ο Τσώλης δεν ενδιαφέρεται όμως για καμία νοσταλγική επιστροφή σε προηγούμενες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, ως ρομαντικό αντίδοτο στη σύγχρονη καλλιτεχνική φλυαρία. Η πρόταση που κάνει είναι πιο σύνθετη. Έτσι, τα κόκκαλα και τα απομεινάρια, μεγαλύτερων αλλά και μικροσκοπικών διαστάσεων, αποτελούν υπενθύμιση μιας διαλεκτικής που τείνει πολλές φορές να ξεχαστεί ανάμεσα στο αρχαϊκό και το μεταμοντέρνο, στο τραχύ και το εκλεπτυσμένο, στη σκληρότητα και την τρυφερότητα.
Η εικονοκλαστική διάθεση απέναντι στη σύγχρονη τέχνη εντοπίζεται σε ένα βασικό κι επανερχόμενο μοτίβο στο έργο του καλλιτέχνη, ήδη από τη μεγάλη έκθεση στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Θεσσαλονίκη με τον συγγενή τίτλο Μία ακόμη μέρα στον παράδεισο. Τα έργα μοιάζουν να βρίσκονται πίσω από γρίλιες ή γραμμώσεις, που διαμεσολαβούν κι εν μέρει καλύπτουν την κυρίως εικόνα. Η έμφαση στη διαμεσολάβηση, στο φίλτρο ή στη θολούρα και τον θόρυβο που υπάρχει ανάμεσα στον θεατή και το έργο, και ταυτόχρονα η αδυναμία παράκαμψης των ιδεολογικών, βιωματικών και κάθε άλλου είδους φίλτρων, εξελίσσεται στην καλλιτεχνική πορεία του Τσώλη και βρίσκει μια έξοχη κι εξόχως ειρωνική στιγμή στο έργο της έκθεσης, όπου μία γυναίκα φέρεται να λέει στα αγγλικά «Δεν μου αρέσει ο ρεαλισμός». Η αφέλεια της άμεσης κι αδιαμεσολάβητης πρόσληψης του έργου αποδομείται με σαρκαστικό και συνάμα αυτο-σαρκαστικό τρόπο. Ο Τσώλης, υπομονετικά, σιγο-πριονίζει την αφέλεια της άμεσης πρόσληψης, όπως στις μινιατούρες, τα λίθινα ή ξύλινα εργαλεία που παρουσιάζει σε κάποιο σημείο της έκθεσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί να ενταχθεί και η μετάβαση από το μικροσκοπικό στο μακροσκοπικό, καθώς και η εμμονή του καλλιτέχνη με το αρχείο και την ιστορία. Η συγκρουσιακή διάσταση της ιστορίας και οι βίαιες στιγμές, καθώς και η απώθησή τους, αποκαθίστανται ως καλός αγωγός της καλλιτεχνικής δημιουργίας και αποδίδουν στο μοτίβο των διαγραμμίσεων μια πιο στοχευμένη σημασία που εστιάζει στο συλλογικό: το μη οικείο, το σχετικά αδιαφανές συσχετίζεται με την υπενθύμιση της φύσης του ιστορικού αρχείου. Οι φωτογραφίες ιστορικών γεγονότων μέσα από περιοδικά αλλά και οι στίβες εφημερίδων και περιοδικών που βρίσκονται καταχωνιασμένες στο υπόγειο (όπως υπενθυμίζει στον επισκέπτη η οργάνωση της έκθεσης), μοιάζουν σιωπηλές και συνάμα πλήρεις βοής, απωθημενες αλλά κι έτοιμες να αναδυθούν.
Το έργο του Τσώλη επαναφέρει στην επιφάνεια τις μεγαλες ιστορικές στιγμές συγκρούσεων και ρήξεων –πολέμους, εμφυλίους πολέμους, εξουσιαστικές εξάρσεις και κρίσιμες περιπτώσεις καταστολἠς–, η εξημέρωση και ο εξωραισμός των οποίων, ενίοτε και μέσα από την ηρωοποίηση, συνοδεύουν μεγάλο μέρος της σύγχρονης τέχνης, ακόμη κι όταν εκφράζεται μέσα από φαινομενικά ρηξικέλευθρα καλλιτεχνικά ιδιώματα. Όπως στη διάσημη ταινία του Κόπολα η αποκάλυψη συμβαίνει τώρα, έτσι και στην έκθεση του Τσώλη, στη ζήτηση για λίγο ακόμη παράδεισο έρχεται η προσφορά λίγου παραδείσου, από τις ιδεολογίες αλλά και την τέχνη. Όχι όμως την τέχνη που επιθυμεί ο Τσώλης, καθώς αποφεύγεται η ψευδεπίγραφη λύτρωση από τη βία, όταν η τελευταία απωθείται στο υπόγειο. Σε μεγάλο βαθμό η ιδιοφυία στο στήσιμο και τη διάταξη της έκθεσης έγκειται στον τρόπο με τον οποίο συσχετίζονται υπόγειο και ισόγειο. Ακολουθώντας τον τρόπο σκέψης του Gilles Deleuze στα Χίλια οροπέδια (Mille plateaux, 1980), η έκθεση αποφεύγει με προσοχή να τοποθετήσει την αλήθεια στο βάθος, στο υπόγειο, αξιοποιώντας όμως το δίπολο επιφάνεια-βάθος. Υπόγειο και ισόγειο βρίσκονται νοηματικά και αξιακά στο ίδιο επίπεδο. Υπάρχει η τάση, η ανάγκη ή η ανθρώπινη επιθυμία να αναζητείται η αλήθεια στο βάθος. Πρόκειται όμως για ιστορικά κατασκευασμένες κατηγορίες, εξιδανικευτικού και παρηγορητικού τύπου, μακριά από το τετριμμένο και το καθημερινό.
Ο τρόπος απεικόνισης των τελευταίων σε περιοδικά εκλαΐκευσης, όπως το Life, τα οποία τοποθετούνται στην έκθεση δίπλα στο Playboy, αναδεικνύουν την ποπ κουλτούρα ως φορέα αξιών στον 20ό αιώνα, όπου συνυπάρχουν το υψηλό και το ευτελές, το γελοίο και το (αυτο) σαρκαστικό, το σημαντικό και το ασήμαντο, το καθημερινό και το κοσμοϊστορικό. Τα τετράδια που φτιάχνει εδώ ο καλλιτέχνης φέρνουν στο προσκήνιο αυτήν ακριβώς την οριζόντια, συχνά υβριδική και παρά φύσει συνύπαρξη του τραγικού και του γελοίου. Έτσι, τονίζεται η σημασία τη τέχνης ως καλού αγωγού του γέλιου, για να καταστεί υποφερτό το τραγικό, μέσα από την αναπόφευκτη διαπλοκή του ατομικού με το συλλογικό και της βιωματικής διάστασης με την ιστορική. Τα τετράδια του Τσώλη διατρέχονται από μια τέτοια εμμονή στις παρά φύσει συνυπάρξεις που δομούν την ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη ζωή μας.
Στο έργο του Τσώλη, οι συνεχείς μεταφορές ανάμεσα στην επιφάνεια και το βάθος αναδεικνύουν τη σημασία τόσο του υψηλού όσο και του πεζού, τόσο του ιδανικού όσο και του τετριμμένου. Η ανθρώπινη ζωή είναι φτιαγμένη και από τα δύο, και η έκθεση σαρκάζει τους ψευδεπίγραφους παραδείσους και την υπόσχεσή τους, χωρίς να περιφρονεί την ανθρώπινη ανάγκη για λίγο παράδεισο ακόμη, μέσα από τις έντονες συγκινήσεις που χαρίζουν οι στιγμές ατομικού και συλλογικού μεγαλείου, όταν αποτυπώνονται από την τέχνη με μια πινελιά αυτοσαρκασμού.

*Ο Σπύρος Τέγος είναι επίκουρος καθηγητής νεότερης φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

[1] Βλ. τις εργασίες του Groupe Jean-Jacques Rousseau στη Γαλλία υπό τη διεύθυνση του Bruno Bernardi

Δεν υπάρχουν σχόλια: