25/7/21

Με το χιόνι

Της Μαρίας Μοίρα

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ, Γράμματα στη Χιονάτη, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 221

Μια παράξενη ηλικιωμένη γυναίκα με ξυρισμένο κρανίο και φρύδια, απόμακρη, ισχνή και μαυροντυμένη, φθάνει προχωρημένο φθινόπωρο σε ένα χωριό που εγκαταλείπεται και ερημώνει από κατοίκους και δραστηριότητες, ζητώντας να νοικιάσει ένα σπίτι για να μείνει. Και ενώ το χωριό εκκενώνεται -εξαιτίας των κατολισθήσεων που προβλέπεται ότι θα προκληθούν από την κατάρρευση των στοών του γειτονικού ορυχείου- και ενώ οι κάτοικοί του οδηγούνται μακριά από τα γνώριμα και αγαπημένα του οικείου τόπου, στην επώδυνη εξορία της μετεγκατάστασης, εκείνη προσπαθεί να οργανώσει την καθημερινότητά της σε ένα απομονωμένο σπίτι στο βουνό, αντίγραφο του δικού της πουλημένου αγαπημένου εξοχικού. Καταβάλλοντας ενσυνείδητα την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια για να επιβιώσει. Περιμένοντας με προσμονή και εγκαρτέρηση να πέσει το πρώτο χιόνι του χειμώνα.
«Νηστεύει η ψυχή μου από πάθη / και το σώμα μου ολόκληρο την ακολουθεί» λέει ο ποιητής και μοιάζει να περιγράφει την ευθραυστότητα της ψυχικής της ισορροπίας, μετά από ένα σοβαρό έμφραγμα που έθεσε την ζωή της σε κίνδυνο και την μεταμόρφωσε σε μια ανήμπορη να ζήσει, άγνωστη. Σε μια περιδεή απαθή ύπαρξη, χωρίς γνώριμες ιδιότητες, παγωμένη από την αγωνία του επικείμενου θανάτου. Του νέου καρδιακού επεισοδίου, που θα έρθει αναπάντεχα για να δώσει την χαριστική βολή.
Ένας εσωτερικός μονόλογος σαν κλαυσίγελος, άλλοτε σπαραχτικός και οργισμένος και άλλοτε κυνικός, ειρωνικός και περιπαιχτικός. Μια τρυφερή συγκινητική εξομολόγηση για την απόγνωση πριν το τέλος. Μια επώδυνη κατάδυση στις ανομολόγητες μύχιες αγωνίες της ύπαρξης: τα γηρατειά, την σωματική παρακμή και την νοητική αποδιοργάνωση, την φθαρτότητα και την απώλεια της ταυτότητας εαυτού, τον φόβο της αρρώστιας, της ανήκεστης βλάβης και του θανάτου. Ο θυμός και η αδυναμία οδηγούν την ηρωίδα σε μια κατάσταση παραλυσίας και αποχαύνωσης. Σε ένα διαρκές πένθος και μια εκούσια απόσυρση στον ένδον εαυτό. Κουρεμένη από το χέρι της, παραμορφωμένη και ασταθής, καταδύεται σε μια λίμνη λύπης, εγκιβωτίζεται σε μια μυστική κρύπτη, όπου δεν μπορούν να εισχωρήσουν οι δυνατοί πόθοι και τα πολύχρωμα όνειρα, τα έντονα συναισθήματα και τα ζωογόνα πάθη, οι κραδασμοί του έρωτα και η παραμυθία της τέχνης.
Η Ευγενία Φακίνου δανείζει αυτοβιογραφικά στοιχεία στην ηρωίδα της, αφού κι αυτή είναι συγγραφέας, παροπλισμένη οικειοθελώς από τον φόβο της συναισθηματικής εμπλοκής και την ένταση της δημιουργίας, κυκλωμένη από τους χαρακτήρες των βιβλίων της, κατοικημένη από τα έργα και τις ημέρες τους. Όμως εκεί στην φύση, μακριά από την καθησυχαστική πλήξη και ανία της πόλης, θητεύοντας στην μοναξιά και την αυτάρκεια, κάνοντας επαναλαμβανόμενες ασκήσεις θάρρους, η ανηδονία που την είχε κατακυριεύσει εξορίζοντας τις μικρές απολαύσεις από την καθημερινότητά της, υποχωρεί. Η ενόρμηση θανάτου, η εγκατάλειψη, η οργή και η λύπη μετριάζονται από τις καθημερινές επιτακτικές δουλείες, ο χρόνος διαστέλλεται, η παρατηρητικότητα οξύνεται και η περιέργεια εισβάλλει και γονιμοποιεί την φαντασία. Παρατημένα από τους ιδιοκτήτες τους οικόσιτα ζώα αναζητούν κοντά της καταφύγιο, ένας γάμος στα όρια του παραλόγου και ένα γλέντι με ζωντανή ορχήστρα στην έρημη πλατεία του χωριού, λίγο πριν ξεσπάσει η δυνατή μπόρα, της δίνει αναγκαστικά το ρόλο της μάνας και γιαγιάς. Τα ανθρώπινα ράκη ενός ξεχασμένου από το χρόνο κοινοβίου, οι άλλοτε λαμπεροί, ερωτικοί, απελευθερωμένοι νέοι που ξέπεσαν και γέρασαν εκεί ακολουθώντας χίμαιρες και το τυχαίο αντάμωμα με τον πάλαι ποτέ αλαζόνα, ετοιμοθάνατο ποιητή, εισβάλλουν στο κουκούλι της απομόνωσης και ξυπνούν αισθήσεις και μνήμες άλλων εποχών. Ανακαλούν σκηνές διακοπών και ξενοιασιάς, εικόνες ερώτων και αθωότητας. Και το πιο σημαντικό, το πρώτο χιόνι έρχεται πάλλευκο, άσπιλο και αμόλυντο να σκεπάσει τα πάντα, αλλά μαζί του φέρνει και ένα μικρούλι κοριτσάκι. Ένα ολομόναχο παιδί που τρυπώνει στη ζωή της και στην αποστειρωμένη ρουτίνα της απομόνωσης και της δίνει ξανά έναν προορισμό, οδηγώντας σε αναβολή το σχέδιό της. Να σκηνοθετήσει για τον εαυτό της ένα «ανώδυνο, ανεπαίσχυντο και ειρηνικό» τέλος. Να παραδοθεί ηθελημένα, χωρίς πικρίες και αντιστάσεις, χωρίς επιθυμίες και ενοχές, στην παγωμένη μακαριότητα ενός θανάτου-ύπνου.
Όμως το παιδί που ήρθε με το χιόνι, που χάθηκε και βρέθηκε, η αινιγματική μικρούλα, η μελαχρινή και αμίλητη Χιονάτη, που ενσαρκώνει όλες τις μορφές της αγάπης, την μάνα της σαν εγκαταλειμμένο παιδί, την κόρη που δεν απέκτησε ποτέ, τον ανυπεράσπιστο-γενναίο της εαυτό, τις τόσες ηρωίδες που έθρεψε και ανάστησε, έχει άλλα σχέδια.
Καθώς το χιόνι την σκεπάζει λυτρωτικά ένα μικρούλι χεράκι την αγγίζει απαλά: «Χιονάτη; Μαμά;».

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Κώστας Τσώλης, «Θύμωσα πολύ…», 2011, ακρυλικά σε καμβά, 125 x 125 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: