16/5/21

Ο μακρύς δρόμος για το Κόσοβο...

Του Λεωνίδα Καρακατσάνη*

ΑΛΕΞΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ - ΑΝΤΑ ΔΙΑΛΛΑ: Η ανθρωπιστική επέμβαση κατά τον 19ο αιώνα. Από τη ναυμαχία στο Ναβαρίνο στην αμερικανική επέμβαση στην Κούβα, εκδόσεις Επίκεντρο, σελ. 312

Οι ανθρωπιστικές επεμβάσεις αποτελούν διεθνή πρακτική με μακρύ ιστορικό προηγούμενο, καταδικασμένες να πάλλονται πάνω σε δύο άξονες ενός «βασανιστικού διλήμματος». Ο πρώτος άξονας, συγχρονικός και κανονιστικός, χαρακτηρίζει τη στιγμή της απόφασης: προστασία της ζωής που πλήττεται ή σεβασμός της κρατικής κυριαρχίας; Ο δεύτερος, ερμηνευτικός/ηθικός, οδηγεί σε αέναες, συχνά, πολιτικές και ιστορικές αντιπαραθέσεις: είναι/ήταν η επέμβαση ανιδιοτελής ή έχει/είχε απώτερους σκοπούς κέρδους;
Το βιβλίο του Αλέξη Ηρακλείδη και της Άντας Διάλλα εξετάζει την περίοδο κατά την οποία τα διλήμματα αυτά αναδύονται ουσιαστικά για πρώτη φορά στη διεθνή σκηνή: τον «μακρύ» 19ο αιώνα. Το βιβλίο, το οποίο αποτελεί (άριστη) μετάφραση της αρχικής έκδοσής του στα αγγλικά (Manchester University Press, 2015), εντάσσεται σε μια πρόσφατη σχετικά στροφή τής -αγγλόφωνης κυρίως- βιβλιογραφίας προς τη μελέτη του 19ου αιώνα ως γενεαλογία των σύγχρονων ανθρωπιστικών επεμβάσεων. Χωρισμένο σε δύο μέρη, το βιβλίο συμβάλλει ουσιαστικά στην παραπάνω βιβλιογραφία προσφέροντας την αντιστικτική μελέτη δύο διακριτών αλλά συνυφασμένων διαδικασιών: τη σύγκρουση των ιδεών και το ιστορικό - πρακτικό της αποτύπωμα.
Το πρώτο μέρος εξετάζει επισταμένα τις θέσεις υπέρ και κατά των επεμβάσεων που εκφέρονται κυρίως από δημοσιολόγους και νομικούς, αλλά και από πολιτικούς φιλοσόφους ή πολιτικούς ακτιβιστές, στο πλαίσιο μιας ολοένα διευρυνόμενης δημόσιας σφαίρας στην Ευρώπη και την Αμερική.
Ένα από τα ουσιαστικά ευρήματα/επιχειρήματα σε αυτό το μέρος του βιβλίου είναι η σχετική ποσοτική υπεροχή των υποστηρικτών της επέμβασης για ανθρωπιστικούς λόγους σε όλη τη διάρκεια από το 1830 έως και το 1940. Αυτό είναι ένα γεγονός που οι συγγραφείς χαρακτηρίζουν «εντυπωσιακό», εφόσον πρόκειται για μια περίοδο όπου η αρχή της «μη επέμβασης» αποτελούσε και τον ακρογωνιαίο λίθο του νεο-αναδυόμενου τότε διεθνούς δικαίου.
Το άλλο σημαντικό εύρημα των Ηρακλείδη - Διάλλα είναι ότι η ρητορική υπέρ ή κατά των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων» έχει ελάχιστα μεταβληθεί από τον 19ο αιώνα έως και σήμερα: η βαρύτητα και η συστηματικότητα των σφαγών, η νομιμοποίηση της επέμβασης (μέσω πολυμερούς δύναμης ή ευρύτερης αποδοχή μιας μονομερούς δράσης) και η απουσία άμεσων διαφαινομένων κερδών για τα κράτη που πραγματοποιούσαν την επέμβαση (ανιδιοτέλεια), αποτελούσαν κριτήρια υπέρ μιας επέμβασης για ανθρωπιστικούς λόγους ήδη από τη δεκαετία του 1830 (σ. 86-87). Οι απόψεις αυτές έρχονταν σε αντιπαράθεση με τον σκεπτικισμό όσων προέβλεπαν μια καταχρηστική επίκληση των ανθρωπιστικών κριτηρίων για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών και τη δημιουργία προτεκτοράτων, και όσων υποστήριζαν ότι οι επεμβάσεις θα λάμβαναν χώρα μόνο εναντίων αδύναμων κρατών - και άρα θα στηρίζονταν σε δύο μέτρα και δύο σταθμά (σ. 92, 100, 102). Αν συγκρίνει κανείς τα παραπάνω αντιτιθέμενα επιχειρήματα με τη σύγχρονη συζήτηση γύρω από την «ευθύνη προστασίας» (responsibility to protect, R2P, το διεθνές πλαίσιο που αναδύθηκε μετά την επέμβαση στο Κόσοβο ακριβώς για να μετριάσει τα προβλήματα που παρουσίασαν οι «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» τη δεκαετία του 1990), θα εκπλαγεί από την ομοιότητα.[i]
Ταυτόχρονα ωστόσο, το βιβλίο, στο έξοχο τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Ευρωκεντρισμός, “πολιτισμός” και “βάρβαροι”», εστιάζει και σε μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ 19ου αιώνα και της εποχής μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που αξίζει προσοχής: Το γεγονός ότι τα «δύο μέτρα και δύο σταθμά» είχαν, κατά τον 19ο αιώνα, ένα σαφές και ρητό ιδεολογικό πλαίσιο νομιμοποίησης: τον φυλετισμό και τις ρατσιστικές θεωρίες. Το ιδεολογικό πλαίσιο αυτό, κληρονομημένο από την περίοδο της Αναγέννησης (περίοδος που εξετάζεται στο δεύτερο κεφάλαιο), μετέτρεπε το «κριτήριο του πολιτισμού» σε ένα διαβατήριο για την εφαρμογή του διεθνούς δίκαιου (σ. 59). Το αποτέλεσμα ήταν ένα «χριστιανικό διεθνές δίκαιο», που κατά εξαίρεση μόνο άφηνε χώρο σε μη χριστιανικά κράτη να καλυφθούν από την αρχή της μη επέμβασης.
Παρά, λοιπόν, το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν επιδοθεί οι ίδιες σε σοβαρές εκκαθαρίσεις πληθυσμών σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη (αποικιακή βία στις Ινδίες, εκκαθαρίσεις Κιρκάσιων στη Ρωσία κ.λπ.), οι τρεις από τις τέσσερις περιπτώσεις επεμβάσεων για ανθρωπιστικούς λόγους που πραγματοποιήθηκαν κατά το 19ο αιώνα έλαβαν χώρα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υπέρ χριστιανικών πληθυσμών: Η επέμβαση το 1827 στο Ναβαρίνο υπέρ των επαναστατημένων Ελλήνων, στον Λίβανο/Συρία μετά τις σφαγές των Μαρωνιτών από τους Δρούζους το 1860, και στα Βαλκάνια μετά τη βίαια εκκαθάριση της βουλγαρικής εξέγερσης το 1876 από τους Οθωμανούς.
Το δεύτερο μέρος εξετάζει διεξοδικά τις παραπάνω επεμβάσεις μαζί με τη μελέτη μιας χωρικά απομακρυσμένης και ιδιαίτερης περίπτωσης, την επέμβαση των ΗΠΑ στην επαναστατημένη κατά των Ισπανών Κούβα· ένα κομβικό γεγονός για την κατανόηση της μετατροπής των ΗΠΑ, από ένα νέο κράτος ορκισμένο εχθρό των εξωτερικών επεμβάσεων (δόγμα Μονρόε), σε κεντρικό επεμβατικό δρώντα ανά την υφήλιο κατά τους επόμενους δύο αιώνες.
Οι συγγραφείς, στο μέρος αυτό, μελετούν αντιστικτικά τα βίαια ιστορικά γεγονότα και τις σφαγές των αμάχων παράλληλα με τις σφοδρές αντιπαραθέσεις που προκαλεί ο αντίκτυπός τους μεταξύ υποστηρικτών και πολέμιων της επέμβασης στη «Δύση», τόσο σε επίπεδο κοινωνιών όσο και εντός των διπλωματικών «σαλονιών». Το μέρος αυτό αναδεικνύει τον ρόλο που οι αναπαραστάσεις της βίας στον Τύπο και τις τέχνες είχαν για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης ως μοχλό πίεσης την περίοδο αυτή. Ιδιαίτερα άξια λόγου τα κεφάλαια που παρουσιάζουν το ζήτημα της βαλκανικής κρίσης του 1875-78 με αντιστικτική εστίαση στη βρετανική και τη ρωσική κοινωνία και πολιτική, αντίστοιχα.
Μέσα από την πολυεπίπεδη ανάλυσή τους οι συγγραφείς δείχνουν ότι το «βασανιστικό δίλημμα» επί των ανθρωπιστικών επεμβάσεων είναι καταδικασμένο να αποτελείται από ρευστούς αντιθετικούς πόλους, και μια εκ προοιμίου γενική τοποθέτηση περί αγαθών κινήτρων ή ιδιοτελών σκοπών πίσω από τις ανθρωπιστικές επεμβάσεις είναι αδύνατη. Οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι συνήθως υπήρχε αναπόδραστα μια «μίξη κινήτρων» και, κατά συνέπεια, η όποια αποτίμηση δεν μπορεί παρά να είναι «ζήτημα βαθμού» (σ. 278).
Το βιβλίο αποτελεί έξοχο εγχειρίδιο για την κατανόηση των νέων προσλήψεων που αναδύονται την περίοδο του 19ου αιώνα γύρω από τα όρια της κρατικής βίας, της αρχής της αυτοδιάθεσης, αλλά και των διπόλων άμαχοι - εμπόλεμοι, κράτος - λαός, ουδετερότητα - αλληλεγγύη.

* Ο Λεωνίδας Καρακατσάνης είναι πολιτικός επιστήμονας

[i] Βλ. π.χ. Gareth Evans (2018) «The Responsibility to Protect: An Idea Whose Time Has Come ... and Gone?», International Relations 22(3): 283-298.

Ηλίας Παπαηλιάκης, σχέδιο, 70 x 70 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: