16/5/21

Λόγος περί της μεθόδου

Άποψη της έκθεσης του Ηλία Παπαηλιάκη «Τα θεωρητικά αντικείμενα: Έργα 2017-2020» στην Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων

Του Πέτρου Πολυμένη*

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Ο Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ: ο Νίκος Εγγονόπουλος απέναντι στον μακρυγιανισμό, εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 190

Η κριτική της ποίησης δικαιώνεται όταν αναδεικνύει την ποιητική αξία. Ακόμα περισσότερο όταν η ανάδειξη αυτή ανατρέπει παγιωμένες αντιλήψεις, υπερνικώντας τη δύναμη της αδράνειας που έχει σχηματιστεί από προγενέστερα κριτικά κείμενα. Υπό το πρίσμα αυτό, η πρόσφατη αποτίμηση του Κώστα Βούλγαρη για την ποιητική σύνθεση Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του πώς (μπορεί να) λειτουργεί η κριτική, φτιάχνοντας μια ερμηνευτική αφήγηση με συνοχή την οποία τεκμηριώνει πραγματολογικά. Ο Βούλγαρης αναδεικνύει τον όντως εντυπωσιακό «κειμενικό διάλογο με ένα πλήθος πραγματολογικών και ιστορικών στοιχείων» (σ. 25) που διαπερνά τον Μπολιβάρ, σχεδόν σε κάθε στίχο, προσφέροντάς μας μία καινούργια αναγνωστική δυνατότητα. Κάπως έτσι διαφωτίζει εκ νέου ακόμα και τον πιο διάσημο στίχο της ποιητικής σύνθεσης του Εγγονόπουλου («τι ζητούσες στη Λάρισα συ ένας Υδραίος»), αλλά και ποια είναι η φιγούρα με πρωταγωνιστικό ρόλο στο ποίημα: ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης («σε αυτόν εγγράφονται και δι’ αυτού συνοψίζονται, τόσα άλλα πρόσωπα όπως ο Ανδρούτσος, κλπ.» σελ. 68). Κυρίως όμως ο Βούλγαρης ανασυνθέτει την κοσμοεικόνα που προκύπτει μέσα από τον Μπολιβάρ, και μάλιστα την εξετάζει υπό το πρίσμα μιας πολεμικής με την αφήγηση της γενιάς του ’30, όπως εκπροσωπείται κυρίως από τον Σεφέρη.
Ένα ερώτημα που προκύπτει όσον αφορά την ίδια την κριτική μέθοδο είναι το εξής: η προσφερόμενη αναγνωστική δυνατότητα είναι πιο έγκυρη από άλλες; Γενικότερα, δύο κριτικές προσεγγίσεις Α και Β που συνιστούν και οι δύο αναγνωστικές δυνατότητες, έχουν και οι δύο την ίδια εγκυρότητα; Υπερέχει η μία έναντι της άλλης, έστω και στα σημεία; Ή μήπως εντέλει όλες οι αναγνώσεις είναι ισότιμες και απλά ο αναγνώστης θα επιλέξει σύμφωνα με το υποκειμενική του προτίμηση; Όντως ένα κείμενο δεν έχει μια και μόνο αλήθεια, αλλά εξαρτάται και από τον αναγνώστη που θα το διαβάσει, όπως έδειξε ο Μπλανσό. Όχι όμως μόνο από τον αναγνώστη. Ο συγγραφέας μπορεί να έχει πεθάνει αλλά το κείμενό του είναι ακόμα εκεί∙ τόσο μοναδικό κι ανεπανάληπτο όσο κι ο ίδιος. Μπορεί να προσφέρει άπειρες αναγνωστικές δυνατότητες (όσο σπουδαιότερο το κείμενο τόσο περισσότερες και οι δυνατότητές του), αλλά δεν παύει να υπάρχει μέσα του συγγραφική πρόθεση, την οποία εμμέσως πλην σαφώς ο Βούλγαρης μας προσφέρει, όντως πειστικά. Η Λάρισα είναι μεν η πρωτεύουσα της Θεσσαλίας με τον κάμπο της (κατά μία αναγνωστική δυνατότητα), αλλά είναι και η λίθινη ακρόπολη, εν προκειμένω το κάστρο του Άργους (κατά την αναγνωστική δυνατότητα που προσφέρει ο Βούλγαρης), όπως φαίνεται από το Ναύπλιο όπου φυλακίστηκε ο Κολοκοτρώνης, με πρωτεργάτη τον εξ Ύδρας νεόκοπο στρατηγό Σκούρτη (σ. 21).
Ως εκ τούτου μια κριτική προσέγγιση μπορεί να προκριθεί έναντι μιας άλλης, με πήχη το ίδιο το κείμενο, διαφορετικά η κριτική θα βούλιαζε σε ένα σχετικιστικό τέλμα με αποτέλεσμα την ίδια της την ακύρωση. Πόσω μάλλον όταν η υπό κρίση ποιητική σύνθεση ενσωματώνει ιστορικά γεγονότα για να ‘χτίσει’ μια αφήγηση εαυτού και κόσμου. Ο Βούλγαρης δεν αρκείται απλά στη διατύπωση μια κριτικής άποψης, αλλά την τεκμηριώνει με αντιστοίχιση σε ιστορικά γεγονότα και μαρτυρίες, διαμορφώνοντας μια ερμηνεία που φέρνει στο νου τον απλό και συνάμα ιδιοφυή ορισμό της αλήθειας κατ’ Αριστοτέλη: να λες γι’ αυτό που είναι, ότι είναι, και γι’ αυτό που δεν είναι, ότι δεν είναι. Έναν ορισμό που εν προκειμένω μπορεί να μεταφερθεί στην αλήθεια ενός κειμένου· στο τι λέει, ακόμα κι αν είναι πολυσήμαντο κι αενάως εκδιπλούμενο.
Ένα δεύτερο σημείο που τραβά την προσοχή στην προσέγγιση του Βούλγαρη, είναι η ανάδειξη του γεγονότος ότι το ποίημα του Εγγονόπουλου περιέχει μια αφήγηση εν είδει κοσμοεικόνας, και μάλιστα με πολεμική σχέση ως προς την εθνική αφήγηση της γενιάς του ’30, όπως εκπροσωπείται κυρίως από τον Σεφέρη. «Πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα σε δύο αφηγήσεις, οι οποίες συντίθενται μέσα από τη λογοτεχνία: από τη μία, η καθεστωτική, ‘εθνική αφήγηση’ του Σεφέρη, και από την άλλη, η ιστορική-πραγματολογική αφήγηση του Εγγονόπουλου» (σελ. 104). Όμως ποια ακριβώς είναι η κοσμοεικόνα του Εγγονόπουλου και σε τι αντιπαρατίθεται; Στον Εγγονόπουλο η έμφαση δίνεται στην εμφύλια αντίληψη της ιστορίας : η ελευθερία και η χειραφέτηση όπως προκύπτουν μέσα από συγκρούσεις, αντιστάσεις κι επαναστάσεις με νικητές και χαμένους (βλ. σελ. 29,74).
Στον αντίποδα βρίσκεται η κοσμοεικόνα της γενιάς του ’30, και συγκεκριμένα του Σεφέρη. Όμως ποια ακριβώς είναι τα χαρακτηριστικά της; Ο Βούλγαρης στρέφει την προσοχή μας στον Μακρυγιάννη, ως το κατεξοχήν όχημα της σεφερικής αφήγησης. «Στο μακρυγιαννικό κοσμοείδωλο, ο λαός δεν αποτελεί το υποκείμενο της ιστορίας που ίδρυσε ένα πολιτικό έθνος, παρά ένα σύμφυρμα, γεμάτο αντιφάσεις, μικροεγωισμούς, κλάψες, αψάδες, και κάποιες σποραδικές εκλάμψεις, που ‘τον πνίγει το δίκιο του’ και επιδεικνύει φορτικά τις ‘λαβωματιές’ του, ζητώντας από το κράτος, επίσης φορτικά, ανταποδοτικά οφέλη» (σελ. 59). Όμως εξαντλείται εκεί η κοσμοεικόνα του Σεφέρη; Ο Βούλγαρης δεν προχωράει σε μια αδρομερή έστω παρουσίαση κεντρικών της ψηφίδων (αναζήτηση ελληνικού πνεύματος; γλωσσική συνέχεια; αόριστη αισθητική της ελληνικότητας; ), ώστε να ανοίξει μια δίοδο στον αναγνώστη να κρίνει και να συγκρίνει τις δύο αντιμαχόμενες κοσμοεικόνες, όχι μόνο με όρους ισχύος, δηλαδή ποιος διέθετε «μηχανισμό» για να την εδραιώσει. Oπότε ο αναγνώστης μένει με την απορία αν απέναντι στον Εγγονόπουλο βρίσκεται ο Σεφέρης ή μια βολική σκιά του. Θα άξιζαν, νομίζω, περισσότερες αναφορές τουλάχιστον στο δοκίμιο του Σεφέρη για τον Μακρυγιάννη (όπως δημοσιεύεται στις Δοκιμές), αφού ο Μακρυγιαννισμός, ως η άλλη όψη του λαϊκισμού, παίζει κεντρικό ρόλο στο εγχείρημα του Βούλγαρη.
Εν πάση περιτπώσει, ένας αναγνώστης εν έτει 2021, δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί από την αξίωση δύο ποιητών στις αρχές του εν Ελλάδι μοντερνισμού, τόσο του Εγγονόπουλου όσο και του Σεφέρη, να διαμορφώσουν μέσα από έργο τους μια κοσμοεικόνα. Αλήθεια υπάρχει αυτή η αξίωση σήμερα; Όχι μόνο από τους ποιητές, αλλά και από όσους αποτιμούν ένα ποιητικό έργο, δηλαδή τους κριτικούς; Μάλλον όχι. Θαρρεί κανείς πώς η κριτική της ποίησης, από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν, γράφεται στη βαριά σκιά του Σεφέρη· σα να ακολουθεί πιστά τις υποδείξεις του. Και εξηγούμαι, απομονώνοντας σχετικά χωρία από το δοκίμιο του Σεφέρη για τον Μακρυγιάννη: «Η ποίηση είναι ένα είδος χορού, η πρόζα είναι, και πρέπει να είναι, ένα βάδισμα που μας οδηγεί κάπου. [...] Γι’ αυτό η πρόζα που πάει να χορέψει είναι άσκημη πρόζα […] και όλο το ζήτημα δεν είναι να τη γράψει κανείς ωραία αλλά να τη γράψει σωστά. Και δεν μπορεί να τη γράψει σωστά αν δεν έχει ορισμένα πράγματα να δείξει, που πιστεύει πώς είναι αξιόλογα. Αν δεν έχει ένα σημαντικό περιεχόμενο.» (Δοκιμές, σελ. 254) Εδώ λοιπόν, οριστικά και αμετάκλητα, η ποίηση απαλλάσσεται της ευθύνης του περιεχομένου. Αναρωτιέμαι ποια θα ήταν η αντίδραση σε μια τέτοια διατύπωση, ποιητών προ μοντερνισμού όπως Σολωμός, Κάλβος, Καβάφης, Παλαμάς, Καρυωτάκης: απορία, και ίσως ένα ελαφρύ μειδίαμα. Αλλά και το ίδιο το έργο μοντερνιστών ποιητών, σα να “σώθηκε” από την πιο πάνω διατύπωση, αξιώνοντας την άρθρωση κοσμοεικόνας, χάρη σε μια ευεργετική δύναμη αδράνειας (ως διατήρηση προτέρας κινητικής καταστάσεως): Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος.
Υπό αυτό το πρίσμα γίνεται αντιληπτό πώς βαθμιαία η πεζογραφία πήρε τη σκυτάλη του περιεχομένου στη νεοελληνική λογοτεχνία (και κατ’ επέκταση, της ερμηνείας εαυτού και κόσμου), φτάνοντας στη μεταπολίτευση να έχουμε την ποίηση της Ιδιωτικής Στροφής (αναφέρομαι σε ό,τι επιφανείς κριτικοί και γραμματολόγοι, υπό μια έννοια καθεστωτικοί, ονομάζουν γενιά του ’70 και του ’80). Όμως o Boύλγαρης αναλύοντας τον Μπολιβάρ, τολμά μία στροφή στο ίδιο το κριτικό του έργο, και μας θυμίζει τι μπορεί να συμβεί όταν η ποίηση ρίχνεται στην αρένα των ιδεών, στην ιστορία και τα κύματα της εμπειρίας. Ευχής έργο θα ήταν το βιβλίο του να οδηγήσει σε μια ανασύνταξη δυνάμεων και ύφους στην ποιητική πρακτική, για να μην εκφυλιστεί σε μια αποστεωμένη γλωσσική πιρουέτα άνευ περιεχομένου.

*Ο Πέτρος Πολυμένης είναι ποιητής

3 σχόλια:

Βέρα Παύλου είπε...

Βρίσκω την κριτική του Πέτρου Πολυμένη εξαιρετικά συγκροτημένη ως κριτική της κριτικής.Θα σταθώ στο σημείο που αναφέρεται στο ζήτημα του σχετικισμού και της αλήθειας.Πολύ σωστά επισημαίνει ότι βγαίνουμε από το πεδίο του υποκειμενικού βλέμματος όταν στην ποίηση- όπως και στο όνειρο- συσχετίζονται τα στοιχεία με συγκεκριμένα ιστορικά ντοκουμέντα, τα οποία συνδέει εδώ ο συγγραφέας, ή κάποια βιογραφικά στοιχεία που συνοδεύουν το όνειρο. Έτσι ο κυματισμός του νοήματος κάπου εντοπίζεται. Κάτι καρφώνεται στη γλώσσα.Από την άλλη πλευρά, όσο κι αν υπάρχει συγγραφική πρόθεση ή σκηνοθεσία του ονείρου, πάντα υπάρχουν τα άγνωρα στοιχεία.Στο κείμενο του ονείρου ο "ομφαλός",σε κάθε κείμενο αυτό που ο ποιητής/συγγραφέας δεν ήξερε ότι ήθελε να πει.Ειδικά στην ποίηση που είναι πιο αυτόματη γραφή.Έτσι, τα πράγματα έχουν μεν την αλήθεια τους, παραμένουν δε ανοιχτά σε επανερμηνεία- επανανάγνωση σε κάθε μεγάλη στροφή της συγκυρίας.Εντοπισμένο νόημα, πρόθεση που αποκρυπτογραφείται και λειτουργεί αλλά και ανάγνωση ανοιχτή.Δεν υπάρχει τελική ερμηνεία, ερμηνεία της ερμηνείας, κλειστό αριθμητικό σύνολο.Κάτι που θα ερχόταν εξάλλου σε αντίφαση με την μεταμυθοπλαστική προσέγγιση του συγγραφέα,πολλαπλών φωνών και προσώπων της ιστορίας που διατρέχουν το ασυνείδητο, τα όνειρα και την γραφή. Βέρα Παύλου

Θοδωρής Σαμαράς είπε...

Προσοχή μόνο: Ο Κολοκοτρώνης δεν φυλακίστηκε στο Ναύπλιο! Ακόμη κι αν εκεί δεσμεύτηκε, ωστόσο φυλακίστηκε στην Ύδρα, στο μοναστήρι του Προφ. Ηλία, απά στο βουνό της Ύδρας.
Θοδωρής Σαμαράς (φαν του εν λόγω 'βουλγαρικού' κειμένου ).

Πέτρος Πολυμένης είπε...

Ευχαριστώ την Βέρα Παύλου για την πυκνή κι εύστοχη επισήμανσή της. Όντως στα λογοτεχνικά κείμενα υπάρχουν τα «άγνωρα στοιχεία», στοιχεία που ο συγγραφέας δεν ήξερε ότι ήθελε να πει. Η δε ερμηνεία όντως δεν είναι κλειστό σύνολο. Κατ’ αναλογία, ακόμα και στη λογική υπάρχουν οι μη αποκρίσιμες προτάσεις, υπό την έννοια ότι δεν είναι δυνατή η απόφανση αν είναι αληθείς ή όχι. Όμως δεν είναι κάθε πρόταση μη αποκρίσιμη, κάτι που θα ακύρωνε την ίδια την αλήθεια. Υπό αυτή την έννοια, ένα λογοτεχνικό κείμενο σαφώς και δεν επιδέχεται μια και μόνη ερμηνεία, ούτε μπορεί μια ερμηνεία να είναι τελεσίδικη ή υπέρτατη, ούτε υπάρχει κλειστό αριθμητικό σύνολο ερμηνειών. Εν τούτοις στο κείμενο θέτω το ερώτημα αν μια ερμηνεία Α είναι πιο έγκυρη από μια άλλη ερμηνεία Β. Και η απάντησή μου, είναι σαφώς ναι, διαφορετικά ακυρώνεται η ίδια η έννοια της κριτικής, αν έστω και στα σημεία δεν μπορεί να προκριθεί η Α έναντι της Β. Όμως μήπως εμμέσως εκλαμβάνεται ως πιο έγκυρη η ερμηνεία που αποκαλύπτει την πρόθεση του συγγραφέα; Και εδώ είναι ευεργετική η παρατήρηση της κυρίας Βέρας Παύλου περί «ομφαλού» ενός κειμένου, ως εκείνου που ο συγγραφέας δεν ήξερε ότι ήθελε να πει. Θα επεκτείνω την παρατήρηση της και στην πιο αυστηρή, υπό μια έννοια, περιοχή των φυσικών επιστημών. Όπως έχει δείξει ο Καίσλερ, στο βιβλίο του «Οι Υπνοβάτες», μείζονες επιστήμονες, νόμιζαν ότι πήγαιναν κάπου, όμως βρέθηκαν εν αγνοία τους αλλού, ωσάν υπνοβάτες, και σε εκείνο το «αλλού» οφείλετε εντέλει η παρακαταθήκη που άφησαν. Κατ’ αναλογία, και σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, υπάρχει αυτό το «αλλού», ο «ομφαλός» εν αγνοία του συγγραφέα. Και μια ερμηνεία ή ανάγνωση μπορεί να το αποκαλύψει. Όμως τούτο δεν εξαφανίζει τη συνειδητή συγγραφική πρόθεση. Προς αποφυγή μιας ελλοχεύουσας αντινομίας, ίσως μας βοηθήσει εδώ η διάκριση ανάμεσα σε συγγραφική πρόθεση και επικρατούσα ερμηνεία. Τούτα τα δύο μπορεί να ταυτίζονται, μπορεί και όχι. Επίσης μπορούν να υπάρχουν πολλαπλές ερμηνείες και αναγνώσεις, αλλά είναι εφικτή η μεταξύ τους σύγκριση που θα αναδείξει την επικρατούσα ερμηνεία, μέχρι νεωτέρας τουλάχιστον, αφού όσο πιο ζωντανό είναι ένα κείμενο, τόσο προκύπτουν αναγνώσεις κι ερμηνείες του στη γραμμή του χρόνου. Πέτρος Πολυμένης