(γράμμα από τη φυλακή)
ΤΗΣ ANNE CARSON
Αγαπητέ Κρίτωνα, μην περάσεις από ’δω σήμερα. Αν το κάνεις, θ’ αναγκαστώ να προσποιηθώ ότι κοιμάμαι ή ότι ντρέπομαι ή να εξηγήσω γιατί έστειλα τη γυναίκα μου στο σπίτι. Τα δάκρυα δεν αφορούν κανέναν, παρά μόνο εκείνον που κλαίει, έτσι δεν είναι; Το παιδί μου είναι πιο μυαλωμένο. Ήρθε εδώ, έριξε μια ματιά τριγύρω, είπε, Έχει πολλή υγρασία σ’ αυτό το μέρος χρειάζεσαι ένα καπέλο, επέστρεψε μετά από μισή ώρα μ’ εκείνη τη μάλλινη τραγιάσκα που μου έκανες δώρο πέρυσι τον χειμώνα. Μ’ αρέσουν οι πρακτικοί άνθρωποι. Ο θάνατός μου έχει οριστεί σε τρεις μέρες από τώρα. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Αλλά επίτρεψέ μου να σ’ ευχαριστήσω για το κώνειο. Ξέρω ότι δε σου ήρθε φτηνά, με τα λαδώματα και τον φόρο –γιατί δεν μπορούν σ’ αυτή τη χώρα απλώς να καλλιεργήσουν το φυτό;– όμως, προς Θεού, είναι προτιμότερο σε σχέση με τον άλλον τρόπο, την αποκαλούμενη αναίμακτη σταύρωση, με τους πασσάλους και το σιδερένιο κολλάρο. Κανείς δε θέλει να δει έναν άνθρωπο να πεθαίνει έτσι – θα είχες εφιάλτες για χρόνια, Κρίτωνα. Και κάπως μ’ αρέσει η ιδέα απλά να χάσω τις αισθήσεις μου. Έχω υπάρξει αναίσθητος για χρόνια, σύμφωνα με τη γυναίκα μου –ήταν ο μόνος τρόπος να την αντέξω– ω αυτό ήταν σκληρό. Τέλος πάντων, ήμουν σκληρός για πολλά χρόνια, στο σπίτι. Είναι αστείο το πώς βγαίνει εκεί ο χειρότερος εαυτός σου. Η ζωή μου είναι οι αντροπαρέες, το ξέρεις αυτό. Αντροπαρέες και ποτό. Είμαι πολυλογάς. Πιστεύω στο κουβεντολόι –απελευθερωθείτε, βγάλτε τ’ άπλυτά σας στη φόρα– αν και τα περισσότερα απ’ όσα λέω είναι απλώς κοινή λογική. Λες να τρομάζω τους ανθρώπους; Όταν ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχει κανένα στήριγμα; Ότι δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα σ’ εσένα και στην προσωπική σου, σκοτεινή άβυσσο; Ή κι αν υπάρχει, δεν μπορείς να προσευχηθείς σ’ αυτό, δεν μπορείς να του αφιερώσεις ποιήματα, δεν μπορείς να το αγαπήσεις, όσο κι αν προσπαθήσεις. Ζέχνει άθλιες προθέσεις και ματαιότητα. Συγγνώμη, έπεσε πολύ δράμα. Μιας κι ήρθε η κουβέντα στις άθλιες προθέσεις, μην αφήσεις ούτε τον Πλάτωνα να έρθει σήμερα. Θ’ αρχίσει να παραθέτει ρητά που έχω πει παλιότερα, ανατριχιάζω και μόνο στην ιδέα. Ή θα αρχίσει να μου κάνει κήρυγμα για Τον Νόμο. Δεν είναι ο νόμος που σε καταδίκασε σε θάνατο, αλλά οι δικηγόροι, θα πει, κι εγώ θα πω Ενδιαφέρων διαχωρισμός. Μετά θα συνεχίσει να μιλάει για κύκνους ή γυμνάσματα ή ποιος ξέρεις για τι άλλο, θα συνεχίσει, θα συνεχίσει, θα συνεχίσει – όποτε μιλάω στον αγαπητό μας Πλάτωνα, νιώθω να με ρουφάει σιγά σιγά η αιωνιότητα. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Ή ίσως κι όχι.Είσαι περίεργος τύπος, Κρίτωνα. Μοιάζεις στον Bob Dylan με τα μικρά χρυσά σου μάτια και τα αποστεωμένα σου μπράτσα. Και λατρεύεις τις αντιπαραθέσεις, κάνω λάθος; Άραγε, εμένα πότε έπαψαν να μ’ ενδιαφέρουν; Γιατί όντως το έπαθα, δε με νοιάζουν πια. Το μυαλό μου είναι λευκό σαν ψωμί. Ίσως φταίει το μουρμουρητό εδώ πέρα. Τ’ ακούς το μουρμουρητό; Έρχεται από τους τοίχους ή από τ’ αυτιά μου; Φωνές, φωνές, είναι πάντα εκεί, φωνές χωρίς λόγια. Πνίγουν κάθε άλλο ήχο. Θυμάσαι τις παλιές μέρες όταν θα έπαιζαν Iggy Pop όλο το βράδυ στους κρατούμενους για να τους κάνουν να «σπάσουν»; Αυτό συνέβαινε την εποχή του πολέμου∙ το τέρας έχει γλαρώσει προσώρας. Τέλος πάντων, αν ήσουν εδώ, ίσως να μην καταλάβαινα όσα θα έλεγες – απ’ την άλλη, αγαπημένε Κρίτωνα, αν έρθεις, μπορείς να φέρεις μια ακόμη μάλλινη τραγιάσκα; Τη δική μου την έδωσα στον φύλακα. Έδειχνε ελεεινός και τρισάθλιος. Έχει πράγματι πολλή υγρασία σ’ αυτό το μέρος.
[Δημοσιεύθηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Brick, τχ. 105, καλοκαίρι 2020] Μετάφραση: Ευθυμία Γιώσα, Νίκος Ζαχαριάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου