25/12/20

Τα Χριστούγεννα της Μπεμπούλας

Κατερίνα Κατσιφαράκη, «Θάλασσα», 2019, inkjet τύπωμα σε fine art χαρτί, μεταβλητές διαστάσεις

ΔΙΗΓΗΜΑ

Η Μπεμπούλα δεν ήταν μπεμπούλα, όσο κι αν χρησιμοποιούσε τους άλλους μερικές φορές σαν κουδουνίστρα. Μαντώ τη λέγανε κι ήτανε μεγαλόσωμη, μεγαλοπρεπής. Διακόσια κιλά και βάλε. Έπασχε από θυρεοειδή (“θηριοειδή”, τον έλεγε εκείνη αυτοσαρκαζόμενη – αυτό το καυστικό χιούμορ την έσωσε). Σήμερα όμως έπασχε από κατάθλιψη. Πλησίαζαν Χριστούγεννα. 
Δεν της αρέσουν οι γιορτές της Μπέμπας και τις περνάει όλες κλεισμένη στο μικρό wc. Με το ζόρι χωράει. Σήμερα όμως απέκτησε ξαφνικά νόημα η ζωή της. Εκεί που πίεζε το περίνεό της με τον δείκτη και τον μέσο του αριστερού χεριού, όπως της είχε μάθει ένας γκουρού, ξαφνικά την έπιασε εκείνη η παλιά αρρώστια, η τριχοτιλλομανία, που είχε εκδηλωθεί πρώτη φορά στο Δημοτικό κι από τότε επανέκαμπτε κάθε φορά που το άγχος της χτυπούσε ταβάνι. Βεβαίως, ήτανε αρκετά έξυπνη, γι’ αυτό σπούδασε ψυχολόγος εξάλλου, έτσι ώστε να μπορεί να κρύβει τα κουσούρια της και να βγαίνει με το μέτωπο καθαρό στην κοινωνία. 
Την ...τριχοβγαλτική (“υπάρχει ολόκληρη αίρεση, σας λέω, θρησκεία στην Ασία, που βγάζουνε αργά και βασανιστικά τις τρίχες τους μία προς μία, τελετουργικά και σε κοινή θέα”) εκείνη την είχε μεταθέσει προς τα κάτω, χαμηλά, ανάμεσα στα δασύτριχα σκέλια της, καλά κρυμμένη από τα αδιάκριτα μάτια του κόσμου. “Κι ο κόσμος είναι κακός, ξέρεις”, της έλεγε η μανούλα της (“Θιός σ’ χωρέστηνε!!! και σκατά στα μούτρα της, με έφαγε η σκρόφα, με έφαγε με τα σκουτιά, με τα ρούχα, εννοώ, φιλενάδες μου”). 
Όχι ότι είχε και πολλές, αλλά όσο να ’ναι όλο και κάποιο θύμα ξέμενε μετά από πολλές επισκέψεις στο ιατρείο της. 
Σήμερα όμως ήταν αργία κι είχε πιο σοβαρά πράγματα να σκέφτεται. Όπως εκείνο το παράσιτο, ας πούμε, που είχε κρυφτεί στη ρίζα μιας πρώην τρίχας της (“ή μήπως πρέπει να πω ...τέως;”, είπε φωναχτά – πήγε να μαζευτεί, αλλά μετά θυμήθηκε πως είναι μόνη στο σπίτι και ξανάσανε, μέχρι και η υπηρέτρια είχε πάρει ρεπό – “Κυρία Τούλα”, την έλεγε, αλλά μέσα της την αποκαλούσε “το δουλικό”). 
Εκείνο το σκουληκάκι είχε μια κόκκινη προβοσκιδούλα, που γυρόφερνε εκστατικά γύρω από τον εαυτό της, σαν να προσπαθούσε κάπου να κολλήσει επειγόντως και να συνεχίσει απρόσκοπτα τον παρασιτισμό του. Αντίθετα από τους άλλους βολβούς των ξεριζωμένων τριχών της, που είχαν ήδη ξεραθεί και σε λίγο θα απολιθώνονταν αναζητώντας τη γη για να τους σκεπάσει με το φιλόστοργο πάπλωμά της, εκείνη η ακμαία ακόμα μονάδα ζωής, όσο μικροσκοπική και να ήταν, πάσχιζε για το οξυγόνο της προασπίζοντας το μοναδικό, μοναχικό, κληρονομικό δικαίωμά της στη ζωή. 
Ξαφνικά την λυπήθηκε εκείνη την τριχομονάδα. “Η πολλή ενσυναίσθηση βλάφτει”, κραύγασε το λογικό της μέρος, το σπουδαγμένο. Όμως εκείνη, η άλλη, η πραγματική, σε μια επίδειξη αλτρουϊστικής υπέρβασης ταυτίστηκε μαζί της, τη συμπόνεσε, πάσχισε να την ξαναβάλει εντός της, αλλά δεν τα κατάφερε. Εντός ολίγου είχε ψοφήσει το απειροελάχιστο σκουληκάκι, το κόκκινο στοματάκι του είχε μετατραπεί σε μπλε, μετά σε γκρίζο και τέλος σε μαύρο. 
Έτσι ήταν λοιπόν κι εκείνη στη ζωή των αντρών της ζωής της; Μια τρίχα στ’ αρχίδια τους; Τρεις συζύγους πήρε και οι τρεις την χωρίσανε. “Άγχος εγκατάλειψης”, αυτή ήταν η αυτοδιάγνωσή της. Και το πάλευε ακόμα. Όμως το σκουληκάκι, η ταπεινή ύπαρξη που αναγνώρισε ότι η τεραστίων διαστάσεων τροφός του προσπάθησε να το σώσει, πρόλαβε πριν πνεύσει τα λοίσθια και της ευχήθηκε να το βρει εκείνο που ψάχνει. “Καλές γιορτές, αγαπημένη Μπεμπούλα – να είσαι ευτυχισμένη”. Η Μαντώ έκλαψε, αργά, λυτρωτικά. 
Και άντρας, που τον λέγανε Μπεμπούλα, σηκώθηκε απ’ τη λεκάνη. 

Κωνσταντίνος Μπούρας

Δεν υπάρχουν σχόλια: