25/12/20

«Ελεύθερος σκοπευτής της ελληνικότητας»;

Ή La diritta via era smarrita; 

Του Κωνσταντίνου Κυριακού* 

ΜΙΜΗΣ ΤΣΑΚΩΝΙΑΤΗΣ, Γιάννης Σμαραγδής, ο αρχιτέκτονας της ψυχής: Καλή σου νύχτα κυρ Αλέξανδρε, εκδόσεις Αρμός, σελ. 361 

Φαίνεται να είναι μεγάλη η αισθητική και ιδεολογική απόσταση που χωρίζει τον μεταμοντέρνο και μηδενιστικά κατεδαφιστικό κινηματογραφικό κόσμο του Νίκου Νικολαΐδη, για τον οποίο συνέταξε μια επαρκέστατη μονογραφία (Αιγόκερως, 2007) ο Μίμης Τσακωνιάτης και εκείνον του Γιάννη Σμαραγδή στον οποίο και αφιέρωσε, προς το παρόν, δύο τόμους που αφορούν ταινίες του σκηνοθέτη οι οποίες δραματοποιούν στοιχεία του βίου και του περιβάλλοντος κορυφαίων μορφών της ελληνικής γραμματολογίας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (στην τηλεταινία Καλή σου νύχτα κυρ’ Αλέξανδρε, πρώτη προβολή 1981) και Κ.Π. Καβάφης (στην ταινία Καβάφης, 1996). Οι δύο τόμοι συστεγάζονται στην εκδοτική σειρά των εκδόσεων Αρμός Γιάννης Σμαραγδής, ο αρχιτέκτονας της ψυχής και στο παρόν σημείωμα πρόκειται να αναφερθούμε στον πρώτο από αυτούς. 
Αυτό που, αρχικά, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς είναι αν το καλλιτεχνικό μέγεθος αυτού του ωριαίας διάρκειας heritage film δικαιολογεί την αφιέρωση ενός τόμου που δεν είναι καλλιτεχνικό λεύκωμα (από την μονογραφία απουσιάζει κάθε φωτογραφικό υλικό) και αν έχουμε μια λεπτομερή ανάγνωση που δίνει έμφαση στη φιλμική ανάλυση με χρήση ειδικών κινηματογραφικών όρων ή μια πραγματολογική και ιδεολογική προσέγγιση των πεδίων αναφοράς της τηλεταινίας. Παράλληλα, δεν μπορεί να αποφύγει ο επαρκής αναγνώστης συγκρίσεις με ανάλογα εγχειρήματα: Όταν ο Δαμιανός γύριζε την Ευδοκία του Λάκη Παπαστάθη (εκδόσεις Πατάκη, 2006), σημειολογική μελέτη του Νίκου Λυγγούρη για τις Μέρες του 36 του Θόδωρου Αγγελόπουλου (περ. Σύγχρονος Κινηματογράφος) αλλά και τις εκτενείς κριτικές του μαρξιστή και καρτεσιανού Βασίλη Ραφαηλίδη, θερμού υποστηριχτή του «υλιστή και άθεου Αγγελόπουλου» (σ. 70), όπου με πρόσχημα την κριτική κάθε ταινίας ο συντάκτης του θεωρητικού κειμένου ανοίγεται σε αναλύσεις με φόρτο ιδεών. 
Δεν αναφέρθηκα τυχαία στον Νικολαϊδη, στον Δαμιανό ή στον Αγγελόπουλο των οποίων το έργο και το ιδεολογικό του περιεχόμενο, ενταγμένο στην ελληνική πολιτιστική ζωή, εκφράζει είτε ένα καλλιτεχνικό μοντέλο πλησίον στα προτάγματα του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού με έμφαση στις μορφικές αναζητήσεις, τις ανατροπές των κλασικών αφηγηματικών μοντέλων και την άρνηση κάθε εξωλογικού στοιχείου είτε μια ελληνοκεντρική τάση με εξιδανικευμένη μνήμη της αρχαιότητας και αφοσιωμένη στην ανατολική ελληνορθόδοξη παράδοση και στα δημοτικά και λαϊκά ήθη και έθη. 
O Τσακωνιάτης επιλέγει να συνομιλήσει όχι με τη βιβλιογραφία γύρω από τον Παπαδιαμάντη, την κριτικογραφία για την καθολικά θετική πρόσληψη της ταινίας κατά την πρώτη προβολή της στους τηλεοπτικούς δέκτες αλλά με τα γενικότερα ιδεολογικά συμφραζόμενα και πεδία αναφοράς της ταινίας, προβαίνοντας σε διαρκείς και επάλληλες διακειμενικές προσεγγίσεις. Τι κρίμα που ο αφηγηματικός μοντερνισμός του φιλμ («ταινία μέσα στην ταινία») εκλαμβάνεται ως «τυφλός πιθηκισμός της κυρίαρχης καλλιτεχνικής έκφρασης που επικρατούσε στις τάξεις των αριστερών φιλμουργών» (σ. 356). Κατά την κρίση μου, αυτή η αποεξοικειοποίηση καθιστά την τηλεταινία κορυφαίο δείγμα στην φιλμογραφία του σκηνοθέτη της λόγω ακριβώς της «μεταβατικότητας» που εισηγείται ανάμεσα στην εξισορροπητική μάχη μορφής και περιεχομένου. 
Οι αναγνώστες/θεατές ενός φιλμικού ή λογοτεχνικού κειμένου, πρωτογενούς (διηγήματα του Παπαδιαμάντη και ταινία του Σμαραγδή) ή μεταγλωσσικού (μελέτη του Τσακωνιάτη) καλούνται να εξοικειωθούν με έναν τύπο γραφής και κριτικής που επεξηγεί γεγονότα γύρω από τα «κείμενα», τα αναλύει και, με την ευρύτερη έννοια, ανα-θέτει στον αναγνώστη το νόημα του κειμένου. Αυτή η λογοτεχνική/φιλμική κριτική γίνεται μέρος της αποτίμησης και της αξιολόγησης και υποδεικνύει αν το σημασιολογικό περιεχόμενο ενός «κειμένου» αξίζει ή όχι να τεθεί υπό εξέταση. Η (λογοτεχνική) θεωρία, σε αντιδιαστολή, προσπαθεί να εξετάσει πως νοείται ένα «κείμενο». Ο Μιχαήλ Μπαχτίν θεμελίωσε το υπόβαθρο της λογοτεχνικής θεωρίας μέσω της διατύπωσης της ετερογλωσσίας: σε κάθε δοσμένο χρόνο, ένας αριθμός από πολιτισμικούς καθοριστικούς παράγοντες επιτρέπει σε ένα κείμενο, φράση ή λέξη να έχει σημασία. Αυτοί μπορεί να είναι κοινωνικοί, ιστορικοί, ψυχολογικοί, πολιτικοί ακόμα και προσωπικοί παράγοντες. Έτσι, μελετώντας ένα πλάνο, προϋποθέτεις αυτές τις συνθήκες και οριοθετούνται ή εκτίθενται μια σειρά από θεμελιώδεις αξιώσεις. 
Στη μελέτη του κ. Τσακωνιάτη δεν είναι τυχαίο ότι, μετά τον πρόλογο, προτάσσεται συνέντευξη με το σκηνοθέτη της ταινίας (σ. 17-39), επιλογή που υποβάλλει την ιδεολογική σύμπλευση μελετητή/σκηνοθέτη αλλά και ότι η επιστημονική προσέγγιση δεν γίνεται ερήμην των αρχών και προγραμματικών θέσεων του καλλιτέχνη. Στο υπόλοιπο σώμα της μελέτης αποφεύγεται η κατάτμηση σε κεφάλαια και θεματολογικά πεδία, ενώ οι πάμπολλες διακειμενικές ανιχνεύσεις αποκτούν έναν (οριακά) συνειρμικό χαρακτήρα. Υπάρχουν ενότητες όπου οι διακειμενικές αναφορές (ακόμη και στο πλαίσιο μιας υπερ-ερμηνείας) ευθυγραμμίζονται με την αφηγηματική ροή της ταινίας: ο εξελικτικός βιωματικός χρόνος του δραματοποιημένου Παπαδιαμάντη οδηγεί σε μια συνειρμική μεταγλωσσική αφήγηση, πυροδοτούμενη από οπτικά και διανοητικά ερεθίσματα. Ανάμεσα στις εκλεκτικές συγγένειες και τη γενεαλογία των προβληματισμών συναντάμε στις σελίδες της μελέτης εκτεταμένες αναφορές στους Πλάτωνα, Γιουνγκ, Ελύτη, Γύζη, Ραφαήλ, Γκρέκο, Λύτρα, Δάντη, Έλιοτ, Χάρντινγκ, Άγιο Ιωάννη του Σταυρού, Καζαντζάκη. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να αρνηθεί κάποιος ότι η μονογραφία είναι εμπαθής και αντιρρητική, «με θέση» και αμφιλεγόμενα σχόλια: από τις παρεμβολές (ενάντιος λόγος απέναντι στους νέους σκηνοθέτες, σ. 128-129) μέχρι τα δίπολα («διαφωτισμός»/«διασκοτισμός», σ. 71). Ο κ. Τσακωνιάτης μελετά τη λειτουργία της αφηγηματικής φωνής και εστίασης (πρωτοπρόσωπη/τριτοπρόσωπη, ομοδιηγητική/εξωδιηγητική, voice over, υποκειμενικά πλάνα), αλλά αυτό που, εν τέλει, τονίζεται είναι το ιδεολογικό/αισθητικό περιεχόμενο ταινίας υπό το φως μιας «εθνικής αξίας» και μιας «ιεροποιημένης» ελληνικότητας. 

*Ο Κωνσταντίνος Κυριακός διδάσκει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών

Κατερίνα Κατσιφαράκη,  «Όριο», 2018, inkjet τύπωμα σε fine art χαρτί

Δεν υπάρχουν σχόλια: