22/11/20

Τσεχία

Pernille Koldbech Fich, Blue_waist2_11

Ιστορία και πολιτική στην Κεντρική Ευρώπη: από το αφήγημα περί «παλλαϊκού αντικομμουνισμού» στην παλινόρθωση των Αψβούργων 

Του Κώστα Τσίβου* 

Στο περιθώριο των συζητήσεων για την πανδημία, τα τσεχικά ΜΜΕ κατά τη διάρκεια του περασμένου τριμήνου ασχολήθηκαν εκτενώς με τη σχέση των Τσεχ(οσλοβάκ)ων με το προηγούμενο καθεστώς, το οποίο έληξε οριστικά στις 17 Νοεμβρίου 1989. 
Αφορμή για τη νέα συζήτηση αποτέλεσε μια συνέντευξη του Μίχαλ Πούλμαν, κοσμήτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Καρόλου, στο τσεχικό περιοδικό Echo. Εκεί, σε γενικές γραμμές, εξέφρασε την άποψη ότι το κομμουνιστικό σύστημα δεν θα μπορούσε να αντέξει τέσσερις δεκαετίες χωρίς την υποστήριξη ή την ανοχή σημαντικού τμήματος της τσεχοσλοβάκικης κοινωνίας. Η άποψή του θεωρήθηκε υβριστική για το αφήγημα που επικράτησε μετά τη «βελούδινη επανάσταση» του 1989, σύμφωνα με το οποίο το κομμουνιστικό καθεστώς αποτέλεσε προϊόν ξενικής (σοβιετικής) επιβολής, ήταν άκρως αποκρουστικό και βίαιο, καθώς αναιρούσε τις δημοκρατικές παραδόσεις της Α' Τσεχοσλοβακικής Δημοκρατίας. Το ίδιο αφήγημα φέρει την πλειονότητα των Τσεχοσλοβάκων να αντιστέκεται όπως μπορεί στον κομμουνισμό. Ο κοσμήτορας Πούλμαν έθεσε ορισμένα ερωτήματα για το κατά πόσο η δημόσια ιστορία στη χώρα, τριάντα χρόνια μετά την πτώση του κομμουνισμού, μπορεί να πορεύεται με οδηγό ένα τόσο απλουστευτικό σχήμα, που έρχεται σε διάσταση με την πραγματικότητα και την κοινή λογική. Αυτό είχε ως συνέπεια να δεχτεί σειρά ανοίκειων επιθέσεων, όχι μόνο από πολιτικούς αλλά και από σημαντικό τμήμα ακαδημαϊκών, οι οποίοι ζητούσαν πάραυτα την παραίτησή του (μολονότι εκλεγμένος), προσφεύγοντας σε χρήση απαξιωτικών χαρακτηρισμών, όπως «κομμούνι» ή «βδέλυγμα». Θεωρήθηκε ότι ηγείται μιας «αναθεωρητικής ομάδας» που σκοπό έχει να επαναφέρει με ύπουλο τρόπο σε κρίσιμα πόστα της δημόσιας ζωής τους ηττημένους του προηγούμενου καθεστώτος και γι’ αυτό θα πρέπει να παταχθεί έγκαιρα. 
Η χρήση, ενίοτε και η κατάχρηση, της ιστορίας, έτσι ώστε να συνάδει με τις επιδιώξεις τής εκάστοτε ιθύνουσας τάξης, ασφαλώς και δεν αποτελεί τσεχική ιδιαιτερότητα. Μέχρι σήμερα ζητήματα όπως η καθημερινότητα του κομμουνισμού, η στάση της κοινωνίας των σοσιαλιστικών χωρών σε κομβικά γεγονότα (επανάσταση στην Ουγγαρία το 1956, Άνοιξη της Πράγας το 1968, κίνημα της Αλληλεγγύης το 1980) αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης περισσότερο αλλοδαπών παρά ντόπιων ερευνητών, καθώς οι τελευταίοι, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, αν δεν ταυτίστηκαν τουλάχιστον συμβιβάστηκαν με το ερμηνευτικό σχήμα «κομμουνισμός = απόλυτο κακό». Επιδίωξη των νέων πολιτικών και ακαδημαϊκών ελίτ στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, που συχνά προέρχονταν από τους κόλπους των κομμουνιστικών κομμάτων, δεν ήταν η αναμόχλευση του πρόσφατου ενοχλητικού παρελθόντος, αλλά η διαπαιδαγώγηση μιας νέας γενιάς βάσει ενός νέου ιδεολογήματος, το οποίο αποτελεί συμπίλημα εθνικιστικών, ξενοφοβικών, ομοφοβικών, αντισημιτικών και θρησκόληπτων αντιλήψεων. Αυτό το αφήγημα παγιώθηκε την τελευταία δεκαετία. Στις περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης διαθέτει γνωστούς εκπροσώπους, ενώ στις υπόλοιπες ψάχνει να βρει ακόμα φορείς και πρόσωπα κατάλληλα για να αναλάβουν την προώθησή του. Πέραν κάθε αμφιβολίας, όμως, αυτό το άκρως αντιδραστικό συνονθύλευμα αποτελεί σήμερα κυρίαρχη τάση στα κράτη που πριν από έναν αιώνα αποτελούσαν την Αυτοκρατορία των Αψβούργων, της Αυστρίας συμπεριλαμβανομένης. 
Η περίπτωση της Τσεχίας έχει φυσικά τις ιδιαιτερότητές της και δεν μπορεί να ταυτιστεί με την Ουγγαρία του Ορμπάν, την Πολωνία του Κατσίνσκι ή τους γραφικούς που κυβερνούν τη Σλοβακία. Ωστόσο, ορισμένες αντιδραστικές αντιλήψεις έχουν από καιρό παρεισδύσει στη δημόσια ζωή της χώρας και ασφαλώς επηρεάζουν τον τρόπο αντιμετώπισης της ιστορίας, όχι μόνο αυτής που συνδέεται με την περίοδο του κομμουνισμού. Ας αναφέρουμε ορισμένα χαρακτηριστικά επεισόδια που έλαβαν χώρα το τελευταίο διάστημα: 
Κατά την περίοδο της πρώτης καραντίνας τοποθετήθηκε στην Πλατεία της Παλαιάς Πόλης της Πράγας μια τεράστια στήλη με το άγαλμα της Παναγίας. Πρόκειται για αντίγραφο του αγάλματος που υπήρχε στο ίδιο μέρος μέχρι τον Οκτώβριο του 1918. Τότε το γκρέμισε ο «όχλος» που πανηγύριζε την πτώση της αυτοκρατορίας των Αψβούργων και την ίδρυση της νέας Τσεχοσλοβακίας. Η λατρεία της Παναγίας, όπως και πολλά άλλα σύμβολα του καθολικισμού, επιβλήθηκαν βίαια στην Τσεχία την περίοδο της Αντιμεταρρύθμισης, όταν οι Αψβούργοι κατέστειλαν διά της βίας το μεταρρυθμιστικό κίνημα του Γιαν Χους, εθνικού ήρωα των Τσέχων. Η πτώση των Αψβούργων αποτέλεσε ευκαιρία για τους Τσέχους να διαδηλώσουν την αντίθεσή τους στον καθολικισμό. Το γεγονός ότι οι Τσέχοι, στη συντριπτική τους πλειονότητα, δηλώνουν άθρησκοι ή άθεοι (σε ποσοστό 85%, το υψηλότερο στην Ευρώπη) δεν συνδέεται τόσο με την επιβολή της κομμουνιστικής ιδεολογίας όσο με τη βίαιη επιβολή των Αψβούργων. Η συζήτηση για την επαναφορά ή μη του αμφιλεγόμενου αγάλματος κράτησε χρόνια, η καραντίνα όμως αποτέλεσε μια ευκαιρία για την αποκατάστασή του χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις. Από τότε που εγκαινιάστηκε μετατράπηκε σε χώρο προσκυνήματος θρησκόληπτων καθολικών και όψιμων θιασωτών των Αψβούργων, οι οποίοι πανηγυρίζουν την επιτυχία τους με κιτρινόμαυρες σημαίες της πάλαι ποτέ μοναρχίας! 
Μεσούσης της καραντίνας και λίγο πριν την 75η επέτειο από την απελευθέρωση της Πράγας, ο συντηρητικός δήμαρχος του 6ου διαμερίσματος της πόλης έστειλε γερανούς για να αποκαθηλώσουν το άγαλμα του στρατάρχη Κόνιεφ, διοικητή των σοβιετικών μονάδων που στις 9 Μαΐου απελευθέρωσαν την τελευταία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα από τον ναζιστικό ζυγό. Ο δήμαρχος αιτιολόγησε την πρωτοβουλία του επικαλούμενος τη βίαιη εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων τον Αύγουστο του 1968 με σκοπό την καταστολή της Άνοιξης της Πράγας. Από το 1990 η επέτειος της απελευθέρωσης της Πράγας και της Τσεχοσλοβακίας γιορτάζεται στις 8 Μαΐου, έτσι ώστε να μην συμπίπτει με τη σοβιετική επέτειο της νίκης. Όλες οι εορταστικές εκδηλώσεις μεταφέρθηκαν στο Πίλζεν, τη μοναδική τσεχική πόλη που απελευθέρωσαν τα αμερικανικά στρατεύματα. Ενημερωτικά αναφέρουμε ότι οι Σοβιετικοί απελευθέρωσαν πάνω από το 90% της Τσεχοσλοβακίας και ο αριθμός των θυμάτων τους έφτασε τις 140 χιλιάδες. Οι Αμερικάνοι, αντίστοιχα, απελευθέρωσαν μικρό τμήμα της δυτικής Τσεχίας και ο αριθμός των θυμάτων τους ανέρχεται σε 351. Μετά το 1990 ξηλώθηκε όποια ονομασία, μνημείο ή σύμβολο θύμιζε την απελευθέρωση από τους Σοβιετικούς. Από αυτή την επιχείρηση δεν εξαιρέθηκαν γνωστές αντιστασιακές μορφές Τσέχων (δεν ήταν εξάλλου και πολλές). Χαρακτηριστική η περίπτωση του θρυλικού δημοσιογράφου Γιούλιους Φούτσικ, ηγετικού στελέχους του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας και συγγραφέα του Ρεπορτάζ γραμμένο κάτω απ’ την κρεμάλα, ο οποίος εκτελέστηκε από τη Γκεστάπο. Μετά το 1990 δεν απόμεινε ούτε ένα μνημείο που να τον θυμίζει, αμφισβητήθηκε η αυθεντικότητα των γραπτών του, ακόμα και η ίδια η εκτέλεσή του! Το άγαλμα του Κόνιεφ ήταν το τελευταίο σοβιετικό (κομμουνιστικό, αν θέλετε) σύμβολο που απόμενε στην τσεχική πρωτεύουσα. Κατόπιν τούτου, η Πράγα έγινε μια «καθαρή» πόλη. 
Το ίδιο διάστημα, σε ένα άλλο προάστιο της τσεχικής πρωτεύουσας, ονόματι Ρζέπορυγιε, ο εκεί δήμαρχος προχώρησε ένα βήμα παραπέρα: έστησε μνημείο στον Ρώσο στρατηγό Βλασόφ, συνεργάτη των Γερμανών, ο οποίος, λίγο πριν την άφιξη των Σοβιετικών, διαχώρισε τη θέση του από τους ναζί, επιχειρώντας να παραδοθεί στους Αμερικάνους. Ο δήμαρχος ισχυρίστηκε ότι ήταν οι άνδρες του Βλασόφ και όχι οι Σοβιετικοί αυτοί που απελευθέρωσαν την περιοχή του. Η αμφιλεγόμενη πρωτοβουλία του ακροδεξιού, όσο και γραφικού, δημάρχου προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Μόσχας, η οποία διαμαρτυρήθηκε για προσβολή των σοβιετικών μνημείων, κάνοντας λόγο για παραχάραξη της ιστορίας. Μετά απ’ αυτό το επεισόδιο είδε το φως της δημοσιότητας πληθώρα άρθρων νεόκοπων ερευνητών και δημοσιολόγων που έσπευσαν να υποστηρίξουν ότι οι τάφοι των χιλιάδων Σοβιετικών που είναι θαμμένοι στα πέριξ της Πράγας είτε είναι άδειοι είτε σε αυτούς είναι θαμμένοι στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους από νοθευμένο αλκοόλ, ατυχήματα, φίλια πυρά κ.ο.κ. 
Oι πρωτοβουλίες αυτές εκπορεύονται κατά κανόνα από ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες «περσόνες», που ποντάροντας σε έναν όψιμο αντικομμουνισμό και ακραίο αντιρωσισμό αποσκοπούν στην πρόκληση σκανδάλων, προκειμένου να καθιερωθούν στο μιντιακό και πολιτικό σκηνικό της χώρας. Ελάχιστοι είναι αυτοί που προσπάθησαν να αντιπαρατεθούν μαζί τους. Συμβαίνει συχνά διάφοροι πολιτικοί παλαιάς κοπής να προστρέχουν στο πλευρό τους, προκειμένου να δρέψουν κάποιες στιγμές δόξας ή προσφέροντάς τους θέση στα ψηφοδέλτιά τους. Μέσα σε αυτό το κλίμα η συνέντευξη του κοσμήτορα Πούλμαν έδρασε σαν θρυαλλίδα. Αποτέλεσε αφορμή για τη σύμπηξη ενός ακραία συντηρητικού μετώπου, με στόχο να αποτρέψει την «αναθεώρηση» της ιστορίας και να σταματήσει την «υφέρπουσα παλινόρθωση» της παλαιάς άρχουσας γραφειοκρατίας. Αλήθεια, όμως, ήταν το κομμουνιστικό καθεστώς τόσο αποτρόπαιο και η αντίσταση των Τσέχων σ΄ αυτό τόσο μαζική όπως εμφανίζεται σήμερα; 
Οι κομμουνιστές πήραν την εξουσία στην Τσεχοσλοβακία με τρόπο καθ’ όλα νόμιμο: στις βουλευτικές εκλογές του 1946 το Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας έλαβε το 40% των ψήφων. Η επιρροή του παρέμεινε ιδιαίτερα υψηλή, παραδόξως, καθ΄ όλη τη διάρκεια της σκληρής δεκαετίας του ’50. Είναι η εποχή που σημειώθηκαν οι σοβαρότερες «παρεκτροπές», με σκηνοθετημένες δίκες και εκτελέσεις πολιτικών αντιπάλων, κυρίως υψηλόβαθμων στελεχών του ίδιου του Κ.Κ., με χαρακτηριστική περίπτωση την εκτέλεση του Ρούντολφ Σλάνσκι, γενικού γραμματέα του κόμματος. Ας σημειωθεί πως οι καταδίκες αυτές επικροτήθηκαν δημόσια από δεκάδες χιλιάδες κολεκτίβες, δήμους, συλλόγους και εκατομμύρια πολίτες. Αργότερα η επιρροή των κομμουνιστών υποχώρησε, για να γνωρίσει πάλι στιγμές ανάτασης και αναγνώρισης την περίοδο της Άνοιξης της Πράγας, μια μεταρρυθμιστική διαδικασία που είχε την υποστήριξη του 70% της τσεχοσλοβάκικης κοινωνίας. Αυτή η προσπάθεια τελείωσε κάτω από τις ερπύστριες των τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Τότε διαγράφτηκαν από το Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας μισό εκατομμύριο μέλη, δεκάδες χιλιάδες διανοούμενοι υποχρεώθηκαν να εργαστούν σε χειρωνακτικές εργασίες κ.λπ. Για τους υπόλοιπους, η απόκτηση του κομματικού βιβλιαρίου αποτέλεσε πια μια απαραίτητη σύμβαση εάν ήθελαν, αυτοί και τα παιδιά τους, να έχουν μια ομαλή ζωή, μια κανονική καριέρα. Σημειώνεται ότι τα μέλη του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας τη δεκαετία του ’80 ανέρχονταν σε 1.700.000, σε μια χώρα με πληθυσμό 15 εκατομμυρίων. 
Πόσοι, λοιπόν, ήταν οι «αντιστασιακοί»; Τα μέλη της Χάρτας ’77, της πιο μαζικής και πλέον γνωστής αντιπολιτευόμενης ομάδας, κυμαίνονταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 γύρω στα 1.500. Μάλιστα, από αυτά, τα περισσότερα ήταν πρώην κομμουνιστές που απέβλεπαν σε ένα «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», ενώ ένας στους δέκα ήταν πράκτορας της μυστικής αστυνομίας StB. Ελάχιστοι ήταν οι πολίτες που τόλμησαν να διαφωνήσουν δημόσια με το κομμουνιστικό καθεστώς όσο αυτό κυριαρχούσε. Από πού λοιπόν προκύπτει η επικρατούσα εικόνα του «μαχόμενου έθνους», το οποίο αντιπάλευε το «εγκληματικό καθεστώς», εξαιρουμένων φυσικά «μιας χούφτας κομμουνιστών»; «Όσο περνάνε τα χρόνια από τον Νοέμβριο του 1989, άλλο τόσο αυξάνεται ο αριθμός των λεγόμενων παθητικών αντικομμουνιστών αγωνιστών, σε σημείο να έχουμε τώρα τόσους αγωνιστές όσος και ο πληθυσμός της χώρας», παρατηρεί δηκτικά ο ιστορικός Γιαν Ρύχλικ. Πρόκειται για έναν από τους λίγους ακαδημαϊκούς που υπερασπίστηκε όχι μόνο τον κοσμήτορα Πούλμαν αλλά και όσους νέους ιστορικούς προσπαθούν να αναπλάσουν το πρόσφατο παρελθόν της χώρας σε μια πιο αντικειμενική βάση. Μια βάση που θα λαμβάνει υπόψη τη σιωπηλή σύμβαση μεταξύ της πλειονότητας των Τσεχοσλοβάκων πολιτών με την πολιτική του κομμουνιστικού κόμματος. Μια σύμβαση που απαιτούσε από τους πολλούς ανοχή, άντε και κάποια τυπική εκδήλωση συναίνεσης, με αντάλλαγμα μια ανεμπόδιστη καριέρα και ένα υποφερτό βιοτικό επίπεδο. Οι «φρόνιμοι» επιβραβεύονταν με παροχές δωρεάν διαμερισμάτων, επιδοτούμενες διακοπές στη Γιουγκοσλαβία ή τη Βουλγαρία, άτοκα δάνεια, αγορά αυτοκινήτων Σκόντα. Το καθεστώς όμως επιφύλασσε ιδιαίτερα σκληρή αντιμετώπιση στους «ανυπάκουους», σε όσους πήγαιναν κόντρα ή εκφράζαν δημόσια τις διαφωνίες τους. Αυτοί όμως ήταν λίγοι, εξαιρέσεις, άνθρωποι που κατά κανόνα δεν επιδίωξαν τιμές, διακρίσεις και αξιώματα μετά το 1989. Οι πιο πολλοί, όπως αναφέρει ο καθηγητής Ρύχλικ, «απλά κοιτούσαν τη δουλειά τους σωπαίνοντας». 
Όμως, από την πτώση του κομμουνισμού πέρασαν τριάντα ένα χρόνια. Μεγάλωσε μια νέα γενιά χωρίς να έχει βιώματα από τη σοσιαλιστική καθημερινότητα. Προφανώς έφτασε πια η ώρα κάποια πράγματα να ειπωθούν με τ’ όνομά τους, ακόμα και στις χώρες του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού». 

* Ο Κ. Τσίβος είναι επίκουρος καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Καρόλου, στην Πράγα

Δεν υπάρχουν σχόλια: