Δεν υπάρχουν ήρεμες νύχτες. Βράζουν από την απουσία. Νοιώθω μια στιγμή ακέραιας γαλήνης. Δεν μπορώ να ανασάνω. Βλέπω συνέχεια τους σιδερόφρακτους να γεμίζουν τις πλατείες και τους δρόμους. Να σκορπούν την χυδαία βία τους στα τιμαλφή μας. Σε αυτά που συγκροτούν το είναι μας. Δεν μπορώ να ανασάνω από τα κλειστά μαγαζιά και τους ρημαγμένους ανθρώπους. Αυτούς που κοιτούν τις σιδεριές των μαγαζιών τους και ζουν τις σιδεριές της ζωής τους. Δεν μπορώ να ανασάνω από τις ικεσίες των γιατρών και των νοσηλευτών. Θέλουμε κόσμο. Αλλά αυτός ο κόσμος ο τόσο αναγκαίος μένει φυλακισμένος εξαιτίας μιας ιδεοληπτικής μανίας των κυβερνώντων. Μισούν τον δημόσιο χώρο. Είναι καλός μόνο όταν είναι να πουληθεί για ένα ξεροκόμματο σε αδηφάγα τέρατα. Δεν μπορώ να ανασάνω όταν βλέπω μικρό παιδί να προσπαθεί να "τηλεμάθει" και το τυφλώνει η αλαζονεία μιας υπουργού που νομίζει ότι όλα είναι αγοραία. Να οι σιδερόφρακτοι κατεβαίνουν στο Σύνταγμα, ήχος φως, κρότου λάμψης είναι, να σκοτώσουν τα δέντρα, να διαλύσουν τα κλειστά μαγαζιά, γιατί άνθρωποι δεν υπάρχουν. Είναι κλεισμένοι οι άνθρωποι στον φόβο τους, έναν φόβο που πριμοδοτούν οι μονοθεματικοί των 8:00.
Γυρνώ στις γειτονιές σε ψάχνω αλυσοδεμένη στις ενοχές μιας ζωής που έζησες λίγο. Σε ψάχνω πίσω από τα κλειστά μαγαζιά, πίσω στις αυλές των έρημων σκέψεων. Να, βλέπεις, ακόμα και αυτές θέλουν να κλειδώσουν οι σιδερόφρακτοι ενός σερίφη που νομίζει ότι είναι δικά του πράγματα οι σκέψεις, η ζωή, ο έρωτας. Δεν μπορώ να ανασάνω, δώσε μου μια στάλα δάκρυ, από το δάκρυ σου να καταλάβω πως σημαίνει η ζωή. Πως δεν έγινε ένας νεκρός που περπατάει, πως δεν γίναμε ο λόχος των νεκρών που περπατάνε. Λίγο από το γέλιο σου, να θυμηθώ πάλι πώς είναι να είμαι ζωντανός. Δεν μπορώ να ανασάνω πίσω από τις κουρτίνες, μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο, με ένα μονό ξύλινο κρεβάτι, λίγα βιβλία και ελάχιστα αποστειρωμένα τρόφιμα. Μόνο οι λέξεις μου μένουν, στον τοίχο μου ζωγραφίζω έναν φεγγίτη. Θα ’ρθουν κι αυτόν να τον κλείσουν. Δεν αγαπούν τις ζωγραφιές που θυμίζουν και σημαίνουν. Βλέπω μέσα από τον φεγγίτη που ζωγράφισα στον τοίχο και βλέπω εσένα από τον έξω κόσμο. Οι σιδερόφρακτοι ανησυχούν. Ούτε μια στιγμή ανάσας "παράταιρης" δεν πρέπει να επιτρέψουν. Ούτε λέξεις πέραν των υπηρεσιακών. Δεν μπορώ να ανασάνω, ανάβω τσιγάρο, βλέπω τον καπνό να φεύγει μέσα από τον ζωγραφισμένο φεγγίτη, να κοροϊδεύει τα σιδερόφρακτα κτήνη, να βγάζει γλώσσα στον φεγγίτη και να σ’ αγκαλιάζει. Κανείς δεν τους είπε για τα υπόκωφα πράγματα που πλουταίνουν τις βοές και γκρεμίζουν εξουσίες. Δεν μπορώ να ανασάνω ακόμα, σε λίγο, να σε λίγο οι ανάσες όλων μας θα γίνουν αέρας, θα γίνουν φως, θα γίνουν γη, θα γίνουν ζωή.
1 σχόλιο:
Εξαιρετικό!
Δημοσίευση σχολίου