29/11/20

Λέρος: Στρώματα μνήμης

Χρήστος Δεληδήμος, Untouchable romancers, 2020, επιμεταλλωμένες ρητίνες, μεταβλητές διαστάσεις

Του Κωστή Γκοτσίνα* 

ΔΑΝΑΗ ΚΑΡΥΔΑΚΗ (επιμ.), Η Λέρος στο επίκεντρο και το περιθώριο: Ιστορία, πολιτική, ψυχιατρική, εκδόσεις Ψηφίδες, Θεσσαλονίκη, σελ. 224 

Πριν από λίγες εβδομάδες είχε προγραμματιστεί η έναρξη της δίκης για τον θάνατο τριών ασθενών σε πυρκαγιά στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής στο Δαφνί τον Σεπτέμβριο του 2015. Σύμφωνα με τη δικογραφία, την ώρα της πυρκαγιάς οι ασθενείς ήταν ακινητοποιημένοι με ιμάντες. H είδηση πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων, σε αντίθεση με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στο ψυχιατρείο της Λέρου, οι οποίες έδωσαν λαβή σε εκτεταμένα δημοσιεύματα του ελληνικού και διεθνούς Τύπου τη δεκαετία του ’80. Με τον σάλο που προκάλεσαν τότε, οι αποκαλύψεις έκαναν μεν το όνομα του νησιού συνώνυμο του «κολαστηρίου», αλλά έδωσαν ταυτόχρονα το έναυσμα για ένα κίνημα μεταρρύθμισης των ψυχιατρικών δομών. 
Αυτή είναι η πιο γνωστή πτυχή της ιστορίας της Λέρου, αλλά όχι και η μοναδική. Τα κεφάλαια του βιβλίου Η Λέρος στο επίκεντρο και το περιθώριο, φωτίζουν την πτυχή αυτή, αλλά δεν μένουν στο πεδίο της ιστορίας της ψυχιατρικής. Ανασυνθέτουν καλειδοσκοπικά τα επάλληλα στρώματα του πρόσφατου παρελθόντος της Λέρου, που παρουσιάζει στην εισαγωγή της η επιμελήτρια του τόμου Δανάη Καρυδάκη και αποτυπώνονται στο τοπίο του νησιού μέσα από τα κτίσματα της ιταλικής ναυτικής βάσης, η οποία λειτούργησε μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά την αποχώρηση των Ιταλών από τα Δωδεκάνησα και το τέλος του Εμφυλίου, τα κτίρια στέγασαν αντάρτες και αντάρτισσες νεαρής ηλικίας στις Βασιλικές Τεχνικές Σχολές, ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 τρόφιμοι ψυχιατρικών ιδρυμάτων από όλη την Ελλάδα μεταφέρθηκαν στη νεοσυσταθείσα «αποικία ψυχοπαθών» και παιδιά με νοητική αναπηρία στο τοπικό παράρτημα του ΠΙΚΠΑ. Κατά την περίοδο της χούντας η Λέρος αποτέλεσε, εκτός των άλλων, τόπο εξορίας για πολιτικούς κρατουμένους, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, που συνέθεσε στη Λέρο τα 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, και ο Χαρίλαος Φλωράκης, που δάνεισε το μαγνητόφωνό του για την παράνομη ηχογράφηση 16 τραγουδιών από τους εξόριστους, κάτω από συνθήκες που περιγράφει στο κείμενό του ο Μάκης Σολωμός. Τα τελευταία χρόνια η δημιουργία προσφυγικού hotspot στους ίδιους χώρους ξαναέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα του εγκλεισμού, καταδεικνύοντας την αμφισημία του «ασύλου», αφενός ως παροχής προστασίας σε ένα διωκόμενο άτομο και, αφετέρου, ως θεσμού εγκλεισμού και πειθάρχησης, όπως επισημαίνει η Ειρήνη Αβραμοπούλου, που πραγματοποίησε επιτόπια εθνογραφική έρευνα (σ. 164). 
Η συνθήκη του εγκλεισμού, σε διαφορετικά κάθε φορά πλαίσια, αλλά με κοινό γνώρισμα την επιβολή της εξουσίας στα ανθρώπινα σώματα, διατρέχει ως κατευθυντήριο νήμα τις συμβολές των συγγραφέων του βιβλίου, ιστορικών, ανθρωπολόγων, ψυχιάτρων και μουσικολόγων. Οι διαφορετικές επιστημονικές τους καταβολές και προσεγγίσεις εξασφαλίζουν την πολύπλευρη πραγμάτευση ενός φαινομένου ούτως ή άλλως σύνθετου και πολυδιάστατου. Στο ζήτημα της ψυχιατρικής περίθαλψης, για παράδειγμα, η Δέσπω Κριτσωτάκη και ο Δημήτρης Πλουμπίδης, αξιοποιώντας ένα πλούσιο αρχειακό υλικό, περιγράφουν τη διαδικασία της αποασυλοποίησης και υπογραμμίζουν την έλλειψη κρατικής υποστήριξης που συνάντησε, μεταξύ άλλων επειδή θεωρήθηκε ότι η βελτίωση των όρων νοσηλείας θα οδηγούσε στην αύξηση του αριθμού των ασθενών και άρα θα σήμαινε περισσότερα έξοδα (σ. 87-88). Ποιος, όμως, και πώς ορίζει την ψυχική υγεία και την ψυχική πάθηση; Μήπως η ίδια η έννοια της ψυχιατρικής θεραπείας είναι προβληματική; Αυτά τα ερωτήματα θέτει η Βάσια Λέκκα, εξετάζοντας τα όρια της αποασυλοποίησης, που, όπως υποστηρίζει, έχει χάσει πλέον τον ανατρεπτικό της χαρακτήρα, καθώς σταδιακά το αίτημα για κλείσιμο των ψυχιατρείων, που διατύπωσε κατά τη δεκαετία του ’60 το κίνημα της αντιψυχιατρικής, υιοθετήθηκε από νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, όπως αυτές των Ρήγκαν και Θάτσερ, με μια ατζέντα δραστικού περιορισμού της κρατικής πρόνοιας (σ. 62). Τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών φάνηκαν έμπρακτα σε πόλεις όπως το Λος Άντζελες, όπου χιλιάδες άτομα με ψυχικές παθήσεις βρέθηκαν στον δρόμο και χωρίς πρόσβαση σε φροντίδα (σ. 188). 
Στην ελληνική περίπτωση, δεν έχουν παρατηρηθεί ακόμα τέτοια ακραία φαινόμενα και η διαδικασία της αποασυλοποίησης επέτρεψε σε άτομα διαγνωσμένα με νοητική αναπηρία να εγκατασταθούν σε ξενώνες ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης. Αναλύοντας πώς τα άτομα αυτά αντιμετωπίζονταν επί της ουσίας σαν παιδιά, η Δανάη Καρυδάκη δίνει τον λόγο σε ψυχιάτρους, νοσηλευτές και νοσηλεύτριες. Αυτή είναι μια ακόμα συμβολή του βιβλίου: ότι φωτίζει τις εμπειρίες και την οπτική των υποκειμένων, είτε πρόκειται για εκπροσώπους της ψυχιατρικής γνώσης και εξουσίας, είτε για πολιτικούς εξόριστους σε αναζήτηση στρατηγικών επιβίωσης, είτε για μέλη ΜΚΟ αντιμέτωπα με τη δυστυχία των προσφύγων, είτε για άτομα που νοσηλεύτηκαν στη Λέρο, είτε, τέλος, για τους κατοίκους του νησιού που κλήθηκαν να συνυπάρξουν με στρατόπεδα, τεχνικές σχολές και ψυχιατρικά ιδρύματα. Η συμβιωτική αυτή σχέση υπήρξε ασφαλώς οικονομικά ωφέλιμη για τους ντόπιους. Όπως, όμως, υπογραμμίζει η Λόρι Κέιν Χαρτ στο κείμενό της που περιδιαβαίνει τους σωζόμενους τόπους μνήμης, το ζητούμενο δεν είναι να κρίνουμε τη συμπεριφορά των κατοίκων ή των οικογενειών που συναίνεσαν στον εγκλεισμό δικών τους ανθρώπων, αλλά να την εντάξουμε στο πλαίσιο του δύσκολου αγώνα για επιβίωση στη μεταπολεμική Ελλάδα (σ. 193). 
Μέσα από τα κείμενα του βιβλίου, λοιπόν, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τις συχνά αμφίσημες και αμφιταλαντευόμενες στάσεις των ανθρώπων απέναντι σε καταστάσεις ακραίες και «ένοχα μυστικά». Όπως και το επίσης πρόσφατο βιβλίο της Νένης Πανουργιά Λέρος: Η γραμματική του εγκλεισμού, ο συλλογικός τόμος επιβεβαιώνει την επικαιρότητα και το πολλαπλό ενδιαφέρον που παρουσιάζει η περίπτωση της Λέρου. Διότι, σε τελική ανάλυση, η ιστορία της συμπυκνώνει πολλές πτυχές της ελληνικής ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα, πτυχές συχνά οδυνηρές και τραυματικές, με τις οποίες το βιβλίο αναμετριέται, προτάσσοντας τη σημασία της μνήμης, αφού όπως γράφει στο επίμετρό της η Τασούλα Βερβενιώτη, «η κοινωνία ίσως να μη θέλει να ξεχάσει» (σ. 219). 

* Ο Κωστής Γκοτσίνας είναι ιστορικός

Δεν υπάρχουν σχόλια: