Άγγελος Αντωνόπουλος, Η λευκή αίθουσα- Το μεγάλο πλατό (εγκατάσταση με κίνηση), 2018- 2020 |
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΑΚΗ, Λοξά
τοπία, εκδόσεις Ποιείν, σελ. 82
Ο Βύρων Λεοντάρης, στον οποίο η Κωστούλα Μάκη αφιερώνει ένα
ποίημα που συνδιαλέγεται με το εμβληματικό εκείνου «Ο νεκρός της οθόνης»,
πάλευε επί δεκαετίες να καθυποτάξει τον διανοούμενο μέσα του, δηλαδή μέσα στον
λόγο του, ώστε να ανασάνει και να μιλήσει ο ποιητής, πράγμα που το κατάφερε
οριστικά με την εμβληματική συλλογή του Εν
γη αλμυρά (1996).
Δεν υποστηρίζω ότι τα ποιήματα γράφονται «με έμπνευση», «με
την καρδιά», «με αίσθημα», και άλλες τέτοιες νερόβραστες νεορομαντικές
απολήξεις, που κυριαρχούν στο σύγχρονο ποιητικό μας γίγνεσθαι, δίνοντάς μας
ιμπρεσσιονιστικές αποτυπώσεις εκείνου που ο καθένας νομίζει πως είναι ποίηση.
Βεβαίως και τα ποιήματα γράφονται με λέξεις, αλλά το
ποιητικό βάρος τους προκύπτει από το βάρος που φέρουν οι λέξεις. Αλλά εδώ είναι
το κρίσιμο: δεν αρκεί οι λέξεις να έχουν βάρος εννοιολογικό, δεν αρκεί οι
σκέψεις που αποτυπώνουν να έχουν βαρύτητα ιδεών∙ χρειάζεται οι λέξεις, όπως
λειτουργούν μέσα στο ποίημα, να έχουν βάρος και βαρύτητα, κι ας είναι λέξεις
απλές, ακόμα και τετριμμένες∙ αν ενεργοποιούν έννοιες και ιδέες, προσδίνουν
στον ποιητικό λόγο βάρος και βαρύτητα, φτιάχνουν εκείνη τη δίνη που ελκύει και
μετασχηματίζει τα πράγματα, που αλλάζει τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, ό,τι
δηλαδή κάνει η τέχνη.
Η Κωστούλα Μάκη, με συγκρότηση και σοβαρό δοκιμιακό-κριτικό
λόγο, όπως τεκμαίρεται και από ανάλογα κείμενά της, με σπουδές Παιδαγωγικής,
Ψυχολογίας, και διδακτορική διατριβή την Ανάλυση λόγου, καθώς και ακτιβιστική
δράση (Γιατροί χωρίς σύνορα), συμμετέχουσα ενεργά στο σύγχρονο κοινωνικό και
πολιτικό γίγνεσθαι, υπόκειται σε όλες αυτές τις δεσμεύσεις.
Θα έλεγα ότι ο λόγος της, η ποιητικότητά του, στενάζει κάτω
από αυτές. Κάποιες φορές, όπως άλλωστε και στον Λεοντάρη από το 1952 έως το
1996, ξεφεύγει και μας δίνει εικόνες και στιγμές ποιητικές, πολύ ενδιαφέρουσες:
Λέξεις απότιστες κι
αφρόντιστες
κάποτε
άνθη με λαλιά θα
δώσουν.
Οι θεματικές της είναι πλούσιες, προσωπικές και κοινωνικές,
φιλολογικές και ιστορικές, υπαίθριες και αστικές, «υψηλές» και λαϊκές,
πραγματολογικές και μεταφυσικές, κριτικές και πολιτικές, δίνοντάς μας πληθώρα
στοιχείων και μια έγκυρη εικόνα και αίσθηση του σύγχρονου βιώματος που αναζητά
εναγωνίως τον ρυθμό του, ώστε να γίνει έκφραση και ποίημα, να μιλήσει για αυτό
που ζει μέσα από την τέχνη – να γίνει τέχνη, θα έλεγα εγώ, και αυτή είναι η
κρίσιμη διαφορά. Είναι διαφορά αφετηρίας και οπτικής, η οποία βέβαια δεν
οφείλεται στα καταγωγικά εναύσματα της τέχνης αλλά στις απαιτήσεις της.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα όλων των προηγούμενων είναι η
ακόλουθη σκέψη:
Στο πλαίσιο ενός
εξονυχιστικού ελέγχου
φτιάχνεις ωραίες
εικόνες
τετριμμένες.
που αναφέρεται στην κατά τη γνώμη μου όντως ωραία ποιητική
εικόνα, η οποία ακολουθεί:
Μήλα κατρακυλάν
σαν το καρότσι
στην ταινία του
Αϊζενστάιν
Αυτή η εικόνα έχει έτσι προκαταβολικά υπονομευθεί, αλλά και ασφυκτιά
από τους στίχους που έπονται
Οι συμπτώσεις ειρωνικά
επιβεβαιώνουν ένα
επαναληπτικό μοτίβο.
Θα έλεγα μάλιστα ότι αυτή η ωραία ποιητική εικόνα θα ήταν
ωραιότερη, και αυτάρκης, αν ήταν μόνη της, και μάλιστα μικρότερη σε έκταση αλλά
πολύ ευρύτερη σε νόημα, δηλαδή έτσι:
Μήλα κατρακυλάν
σαν το καρότσι
του Αϊζενστάιν
Ακόμα και το άρθρο «του» θα μπορούσε να λείπει, εντείνοντας τη
διαδικασία αφαίρεσης-γενίκευσης. Πού καταλήγουμε; Όχι μόνο στα ποιήματά του
αλλά και στις συζητήσεις του ο Λεοντάρης έθετε κάθε τόσο το θέμα της πίστης
στην ποίηση. Νομίζω πως αυτό είναι το κρίσιμο για την Κωστούλα Μάκη. Και είναι
εξαιρετικά ενδιαφέρον, όχι μόνο για την ίδια αλλά και για όσα διακυβεύονται
εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου