Ο άνθρωπος ως νερό.
Λένε
πως το κύμα έφτυσε
τα
πλευρά του στην άμμο.
Αρραγή
τα είπαν κι αράγιστα
καθώς
τα ’χε βάλει με όλους, και τους δικούς του
και
τους αλλόθροους,
σκέτη
μηχανή.
Μια
σανίδα απ’ την πλώρη, τα πλεμόνια
κι
η πλάτη. Μώλωπες μόνο και τσουγκρανιές.
Τίναξε
τις στάχτες απ’ τη γραβάτα,
ατένισε
ένα γύρο τα συντριμμένα ξύλα κι είπε:
είμαι
ένας άλλος.
Εκεί
ήταν λοιπόν, ζωντανός, άχρηστος,
σκονισμένος
σαν την πολυκαιρία,
πεταμένος
από την τύχη και τους Φαίακες
δίπλα
στα βράχια.
Μπροστά
στο πέλαγο, στο γυρογιάλι,
κει
στα χοχλάδια του γιαλού
στον
λάκκο με το κύμα των αιώνων
μπροστά
σε μας που περιμένουμε οδηγίες για τα πάντα,
μπροστά
σε μας τις καρέκλες, μπροστά στ’ αδιέξοδα και τα γάντια,
στην
ορχήστρα των άμουσων φόβων μας
έτοιμος
να σηκωθεί, να γυρίσει την πλάτη
στην
αρένα του μεγάλου ποιήματος
να
σύρει –δια δρυμά πυκνά και ύλην
μες
στον ήλιο μες στα χώματα στην ξεραμένη πάχνη–
να
βρει τον πατέρα του στην άρουρα πάνω στον γκασμά
να
τον πει γιο,
να
βρει τον γιο του, να του πει
το
και το και λίγα λέω
να
βρει νόημα στο μέγαρο, να το πει σπίτι,
τα
ρούχα του το πάπλωμα να τα μυρίσει ο σκύλος,
να
βάλει πάλι το σκήπτρο πανέτοιμος
εκεί
που πρέπει, στη χούφτα που έριξε την Τροία
και
βγήκε από το αίνιγμα του ζωντανού νερού
ζητιάνος
να
διώξει τις κοιλιές απ’ το σαλόνι του,
να
καταπιεί τον χόλο
και
βολοδέρνοντας με τις παντόφλες στον κήπο
στο
μποστάνι του, το λιμανάκι
με
τις ντομάτες, κάτω εκεί στον αρακά
κάποιο
σούρουπο του Μάη
που
ο βυθός κινεί τα χρώματα καθώς τ’ αλλάζει όψη
και
λαλάζει όλ’ η πλάση
κι
αναδεύεται απ’ τα όνειρα κι ο νους
να
γείρει ξαφνικά απ’ το βάρος της σκόνης
και
να ψοφήσει αμαχητί
στα
σκαλιά
δίπλα
στις γάτες
μια
σκέτη μηχανή, αϊτός,
που
τελικά κατάφερε ν’ αποδεχτεί
και
να ημερέψει.
Οδυσσέας
(παραλλαγές στο κουρασμένο θέμα)
Αλέξιος Μάινας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου