30/8/20

Σύνθετα πολιτικά ερωτήματα

Διονύσης Χριστοφιλογιάννης, “Rebirth”, 2019, λάδι σε μάρμαρο, 24 x 25 x 25 εκ. και 27 x 35 x 5 εκ. 



ΤΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

SIEGFRIED KRACAUER, Η μάζα ως διάκοσμος και άλλα δοκίμια, Εισαγωγή-μετάφραση: Γιώργος Σαγκριώτης, εκδόσεις Πλέθρον, σελ. 209

Σύμφωνα με τον μεταφραστή, τα δοκίμια του Kracauer περιλαμβάνουν στοιχεία από τις «παραδόσεις του νεοκαντιανισμού, της φαινομενολογίας, του υπαρξισμού και της κριτικής θεωρίας» (σ. 12). Ο Αντόρνο αναγνωρίζει τη συνεισφορά του Kracauer στην από κοινού μελέτη και ανάλυση της «Κριτικής του Καθαρού Λόγου», ορίζει το βιβλίο του Καντ ως ένα «κρυπτογράφημα». Ως «κρυπτογράφηματα» που ανακινούν διαχρονικά και με σύνθετο τρόπο πληθώρα σύγχρονων ερωτημάτων για τον χρόνο, τον τόπο, τη μνήμη, τις ιδέες, την αλήθεια, την τέχνη, αλλά και τον καπιταλισμό, «διαβάζω» και εγώ τα δοκίμια του βιβλίου.
Ο συγγραφέας σχολιάζει τα συμβάντα της καθημερινότητας, εξετάζοντας λεπτομερώς την «πολιτιστική μηδαμινότητα της εποχής» με στόχο να αναδειχθεί με αυτούς τους όρους η υλική ιστορική πραγματικότητα και το νόημα που έχει χαθεί στην εποχή του αστικού καπιταλισμού (1920-1930). Για να εντοπιστεί η θέση μιας εποχής στην ιστορική συγκρότηση, είναι ανάγκη να αναδειχθούν και να αναλυθούν «οι επιφανειακές της εκδηλώσεις» και όχι «οι κρίσεις της εποχής για τον εαυτό της» (σ. 125). Η ιδιότητα του συγγραφέα ως «πλάνητα» που καταγράφει τις τετριμμένες πλευρές της ζωής, συνθέτοντας μια κριτική ανάγνωση της νεωτερικότητας, δημιουργεί συγγενικούς δεσμούς ανάμεσα στον Kracauer και τον Benjamin[1].
Κεντρικό θέμα στην κοινωνιολογική του ανάλυση είναι η απόπειρα της μεσαίας τάξης να αποφύγει την προλεταριοποίησή της. Με αφορμή τις αναγνωστικές προτιμήσεις των μεσαίων στρωμάτων, αλλά και τις προσπάθειες χειραγώγησής τους από κύκλους διανοουμένων και πολιτικών[2], ο Kracauer θίγει τον πολιτικό κίνδυνο και τις συνέπειες της «ροπής» της μεσαίας τάξης προς τη βία, τον ανορθολογισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό. Κάνει κριτική στην ιδεαλιστική κατασκευή του λαού ως δημιούργημα της φύσης και τις αντίστοιχες ρητορικές διακηρύξεις που προτάσσουν την εξιδανικευμένη δημιουργία «μιας νέας λαϊκής κοινότητας υπό τον μύθο ενός νέου έθνους»[3]. Ο συγγραφέας πολιτικοποιεί τις μετακινήσεις των τάξεων, ορίζοντας έναν χώρο που δεν μπορεί να είναι αυτόνομος, αλλά σηματοδοτείται από όσα «πραγματώνονται στο έδαφός του» και τα οποία είναι προϊόντα διαπραγμάτευσης. Διαφορετικά, επισημαίνει ο Kracauer «ο χώρος γίνεται σκιάχτρο» (σ. 193). Γνωρίζοντας σήμερα την φτωχοποίηση των μεσαίων στρωμάτων και την ανάδυση νέων μορφών του φασισμού, τα δοκίμια του Kracauer δεν συνιστούν μόνο τη δική του «αναμέτρηση»[4] με την εποχή του, αλλά λειτουργούν ως εργαλεία αντίστασης στον σύγχρονο εθνικοπατριωτισμό. Εξάλλου, ο συγγραφέας προτάσσει την ανάγκη παρέμβασης στην κοινωνική πραγματικότητα, επισημαίνοντας ότι «όποιος θέλει να αλλάξει τα πράγματα, πρέπει να τα γνωρίζει».
Κεντρικό μοτίβο είναι επίσης η ανάδειξη των μνημονικών διαδικασιών. Αυτές είναι που διατηρούν τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων στην ιστορία τους. Ο Kracauer θίγει το χωρικό-χρονικό συνεχές της φωτογραφίας ως συνθήκη που συχνά αναστέλλει τις μνημονικές διαδικασίες, και οδηγεί σε μια επιφανειακή συνάφεια. Ασκεί κριτική στον ιστορισμό που δίνει έμφαση στη γραμμική «χρονική διαδοχή των συμβάντων» (σ. 161) και όχι στον αποσπασματικό χαρακτήρα της ιστορικής μνήμης η οποία διατηρεί την ύπαρξη «ως μικρά θραύσματα στην παγωμένη ροή του χρόνου» (σ. 29).  
O Kracauer αναφέρεται διεξοδικά σε όσους περιμένουν στο κενό, έχοντας χάσει την πίστη στον κόσμο και στην ύπαρξη τους. Επισημαίνει δύο κατηγορίες ανθρώπων στον τρόπο που διαχειρίζονται τις πολλαπλές ματαιώσεις της εποχής. Υπάρχουν οι «βραχυκυκλωμένοι άνθρωποι», οι οποίοι έλκονται από κλειστά συστήματα και τη θρησκεία, πιο πολύ εξαιτίας μιας θέλησης για πίστη και της απελπισίας τους να αντέξουν το κενό. Ο συγγραφέας μιλά για αυτούς που χαρούμενοι «ξέφυγαν από την κοπιώδη περιπλάνηση, και αιχμάλωτοι της παρανοϊκής ιδέας ότι με αυτή την επιστροφή στο σπίτι η περιπέτειά τους έλαβε σχεδόν το ίδιο αίσιο τέλος, όπως ένα μυθιστόρημα που τελειώνει με τον αρραβώνα» (σ. 37).  Είναι αυτοί που θα φανατιστούν περισσότερο, επειδή είναι «θολή» η πίστη τους. Από την άλλη πλευρά, βρίσκονται οι σκεπτικιστές οι οποίοι αναγνωρίζουν διεισδυτικά «την τρομερή σοβαρότητα της κατάστασης» (σ. 35), αλλά νιώθουν ότι δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. Οι τοποθετήσεις του Kracauer διαπερνάν τη σύγχρονη Ελλάδα, υπενθυμίζοντας είτε τη μισαλλοδοξία κάποιων χριστιανών, είτε τον πεσιμισμό πολλών αριστερών.
Πώς λοιπόν ξεφεύγει κανείς από αυτό το δίλημμα; Με τη στάση της αναμονής, απαντά ο συγγραφέας. «Περιμένει, και η αναμονή του είναι ένα διστακτικό άνοιγμα, με μια έννοια πάντως που είναι δύσκολο να εξηγηθεί» (σ. 39). Η αναμονή ανάγεται λοιπόν σε πολιτική δράση και διακύβευμα. Ωστόσο ο συγγραφέας μάς καλεί να μην παρασυρθούμε σε μια νοσταλγία για το παλιό, αφού αυτό θα μας παρασύρει «ποιος ξέρει σε ποια ψεύτικη πλήρωση» (σ. 40). Τα δοκίμιά του και η εισαγωγή τού μεταφραστή του εμπλουτίζουν την αναμονή μας με σύνθετα πολιτικά ερωτήματα και διαχρονικά επίκαιρα.

Η Μάκη Κωστούλα είναι κοινωνική ψυχολόγος


[1] Συγγένεια που έχει αναγνωριστεί και από τον Σαγκριώτη στην εισαγωγή του (σ.22).
[2] «Η εξέγερση των μαζών» και «Για τα επιτυχημένα βιβλία και το κοινό τους».
[3] Hans Zehrer, «Rechts oder Links?», Die Tat, 23.7, 1931, σσ.505-559. ο.π. σ. 532.
[4] Η «αναμέτρηση» βρίσκεται στον υπότιτλο του δοκιμίου: «Μια αναμέτρηση με τον κύκλο της ‘Πράξης’».

Δεν υπάρχουν σχόλια: