15/8/20

Της ερημιάς τ’ αλάτι

Θεόδωρος Στάμος, Ατέρμονο πεδίο - Σειρά Λευκάδα, περ. 1975, ακρυλικό σε καμβά, 127 × 186 εκ.


ΔΙΗΓΗΜΑ

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Προχτές που ρίχναμε την ξύλινη γεφυροσκευή για να περάσουμε τον μεγάλο ποταμό και να συνεχίσουμε την προς ανατολάς πορεία, στο νου μου ήρθε, δεν ξέρω πώς και γιατί, μια άλλη γέφυρα, καραβίσια. Αρχές Αυγούστου, ξημερώματα ήτανε πάλι, δυο χρόνια πίσω και μ’ όλο το σώμα ακουμπισμένος στην κουπαστή της πρύμνης του ατμόπλοιου «Αίας» ανέβαινα τρέχοντας με το βλέμμα από την παραλιακή λεωφόρο της αγαπημένης (για μας) και άπιστης (για τους άλλους) πόλης, που πριν από λίγο καιρό είχαμε κάνει δική μας, ως τα υψώματα του Πάγου. Σκαρφάλωνε και σφύριζε η ψυχή μου, όπως γλιστρούσε και σφύριζε το καράβι –κάπως πιο δυνατά αυτό, ομολογώ– στα νερά του λιμανιού, ενώ η κίνηση στους δρόμους ήδη άρχιζε να ζωηρεύει.
Εκείνο το πρωί, τολμώ να το πω και είναι τίμιο νομίζω όσο κι αν ακούγεται πομπώδες, ήμουν ευτυχισμένος. Πρώτα- πρώτα γιατί διόλου δεν αγαπούσα την πολιτεία που είχα αφήσει πίσω και τις διανοιγόμενες εκεί εμπορικές προοπτικές μου· χρεόγραφα, βαμβάκια και λογαριασμοί δεν ήτανε για μένα. Ήξερα, και σήμερα ακόμη πιο καλά το ξέρω παρ’ όσα περνώ εδώ στην άξυλη έρημο, πως αν είχε παραταθεί περισσότερο η παραμονή μου εκεί, θα είχα γίνει κυνικός και πικρόχολος. Η πολιτεία εκείνη ή σε φθείρει ή σε διαφθείρει. Αυτή η πόλη όμως που χαιρόμουν πριν την πατήσω ακόμη και είναι το μόνο πράγμα που τώρα νοσταλγώ, μου χάριζε ταυτότητα, όσο κι αν αυτή σε κάποιους φαίνεται αφελής και σε άλλους ηρωική. Εγώ γνωρίζω πως δεν είναι τίποτα από τα δυο. Είναι απλώς ο τρόπος που παίζω τη ζωή μου. Παιχνίδι στενάχωρο, σκληρό, μα δικό μου. Και γι’ αυτό κατά βάθος χαίρομαι όσα κι αν υποφέρω.

Τέτοια σκεφτόμουν προχτές που ρίχναμε την γεφυροσκευή, πριν αρχίσω να βλαστημάω κι εγώ που με άλλα κάρα για καράβι στην έρημο ταξιδεύουμε, και μπαίνει κι ο Αύγουστος πάλι κι ο αέρας σε καίει τη μέρα, σε παγώνει τη νύχτα. Το νιώσαμε όλοι σαν περάσαμε τον νότιο κλάδο του ποταμού για να βρεθούμε στα βόρεια κράσπεδα της ερημιάς που είναι σπαρμένη με αλάτι: από δω κι εμπρός αρχίζουν τα δύσκολα. Πλεονασμός πως φτάναμε σε χώρα άνυδρη κι αφιλόξενη, έρημη να τη λες, όχι άγονη, τι γόνος να πιαστεί εδώ που δεν έχει μήτε δεντράκι; Μονάχα άμμος, άμμος όχι σαν εκείνη της παιδικής παραλίας, τότε που δεν μας ένοιαζε η παντελής έλλειψη σκιάς κι ο καυστικός ήλιος ήταν τόσο αδιάφορος για μας όσο κι εμείς για εκείνον, αλλά σαν κόκκοι δηλητήριο που εισβάλλει στα πνευμόνια στάγδην ή συννεφάδην και σε πνίγει. Θα γράψουν βέβαια εκ των υστέρων οι ιστοριογράφοι ηρωικές παραγράφους, πως πυκνά νέφη κονιορτού, εγειρόμενα εκ της συνεχούς αναμοχλεύσεως της άμμου διά των κινουμένων ποδών και τροχών, εκάλυπτον μονίμως τας φάλαγγας και η μεν ατμόσφαιρα καθίστατο πνιγηρά, η δε αναπνοή δύσκολος. Δεν λέω, συγκινητικό. Μα δεν νομίζω πως επικάθεται με τον ίδιο τρόπο στη σελίδα ενός βιβλίου ή στο φύλλο μιας εφημερίδας ο κονιορτός των λεπτότατων κόκκων της άμμου, όπως κολλάει στα κάθιδρα γυμνά μέρη του σώματος και γίνεται ρούχο, προκαλώντας επώδυνο κνησμό του δέρματος, ερεθισμό και ερυθρότητα στα μάτια. Θα μου πείτε πως συχνά κι οι λέξεις προκαλούν παρόμοια συμπτώματα και πως η δυσφορία μετατρέπεται σε οργή, αν η ιστορία δεν είναι περιδιάβαση επαγγελματική μα υπενθύμιση κάποιας αναπηρίας. Έχουν λοιπόν και οι λέξεις σώμα;
Φέρνω στο νου ξανά την άλλη πολιτεία. Δεν μετανιώνω, πάλι θα το πω. Τι είχε να με δώσει η Αλεξάνδρεια; Σιδώνιος νέος εγώ δεν ήμουν, συγνώμη, μήτε για εμποροϋπάλληλος είμαι γεννημένος. Μπορεί τα χαμσίνια, να στρώνουν και εδώ κίτρινα χαλιά στους καρροποίητους δρόμους, εδώ όμως πιάνεται αλλιώς η αναπνοή σου, αλλιώς μαστιγώνει η άμμος τα μάτια και τα ρουθούνια, αλλιώς ξεραίνει το λαρύγγι, τη γλώσσα και τα χείλη. Όσο για την έλλειψη ύδατος που δεν φτάνει όχι για ρόφημα ή συσσίτιο, πόσο μάλλον για καθαριότητα, μα ούτε για να πιεις να ξεδιψάσεις, δεν είναι λόγος αρκετός να νοσταλγώ τα νερά του Νείλου. Σας φαίνεται αφαίρεση και εξιδανίκευση αυτό; Πείτε το, δεν με πειράζει. Καλύτερα να είναι οι πηγές μικρής παροχής και τα φρέατα ελάχιστα, μολυσμένα από την έχθρα ή την υποκρισία, παρά να τρέχουν νερό άφθονο σαν αφιόνι. Εδώ, θέλεις- δεν θέλεις, είσαι κοντά στην αλήθεια. Ας μυρίζουν υδρόθειο τα πηγάδια πνέοντας αηδία. Θα μου πείτε και τι μας νοιάζει η αλήθεια αν δεν έχουμε νερό; Σωστά. Μα πού να σας εξηγώ τώρα τη χαρά που θα κάνουμε στους βράχους του Γκιοκ Μπουνάρ, διάβαζε Ουρανία Πηγή, όπου το νερό, όπως λένε, αναβλύζει άφθονο και γευστικότατο. Χαμογελάτε, έχει γεύση το νερό; Ναι, την υπέροχη γεύση του άοσμου και άχρωμου μα τόσο δροσερού όταν σου λείπει. Κάτι σαν ιδέα ας πούμε. Κι ας λένε πως δεν τρώγονται οι ιδέες. Πίνονται όμως. Απόλαυση άφατη μετά τον διπυρίτη και το μισόβραστο σιτάρι. Όσο για το κρέας, να μη ξεχάσω να σας πω το πιο παράξενο που εδώ συμβαίνει: στον τόπο του αλατιού μαγειρεύουμε δίχως αλάτι. Πώς γίνεται αυτό; Γίνεται.
Κάποιος φωνάζει μα εγώ κάνω πως δεν ακούω. Ρίξανε, λέει, το τελευταίο δεμάτι ξερόχορτο στα άλογα έλξεως που έχουνε καταντήσει σκελετοί και όχι στους κέλητες του ιππικού που υποφέρουν σιωπηλοί τα περιφρονητικά βλέμματα από τις ανθεκτικές, προσαρμοστικές και για τούτο υπερφίαλες καμήλες. Δεν βλέπουν την καμπούρα τους, λέω εγώ. Μα έτσι γίνεται πάντα. Οι ανθεκτικοί, οι υπερφίαλοι ειρωνεύονται τους ευγενικούς απροσάρμοστους κέλητες που μόνο να ονειρεύονται μπορούν. Είπα όνειρο και λέω να τελειώσω τούτο το γράμμα με αυτό που είδα χτες και πολύ θα ήθελα να ξεχάσω τώρα που ξημερώνει.
Βρισκόμουν στη Σμύρνη, αναγνώρισα καθαρά ένα καφενείο στου Φασουλά, μα όλα γύρω θύμιζαν την Αλεξάνδρεια και μάλιστα μια μέρα με χαμσίνι. Όλα στον ύπνο μου είχανε πάρει φωτιά, κραυγές, σκέψεις, αισθήματα. Η άμμος κόλλαγε στο δέρμα, απορούσα, «μα είναι δυνατόν έρημος κι εδώ;» Δίπλα ψήνανε μια ρέγκα καίγοντας την εφημερίδα «Αρμονία», λυκοτσάκαλοι ουρλιάζανε απέναντι, ύαινες ξερογλείφονταν στη γωνία κι ένας λιμενικός του θανάτου σφράγιζε πασαπόρτια με νωχελικές κινήσεις σαν μουσουλμάνα που σιάζει το γιασμάκι. Ντόπιοι βαστάζοι κάθονταν σταυροπόδι στην έξοδο του τελωνείου με πελέκια και ευπρεπείς Ευρωπαίοι διπλωμάτες με λινό κοστούμι συζητούσαν για τη νέα συνδιάσκεψη ειρήνης: γέλιο βροντερό πιάσανε θύματα και βαστάζοι σαν άκουσαν τη λέξη ειρήνη. Κι ενώ ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι κίτρινο από το μέτωπο και κάποιοι σπρώχνανε έναν κιλλίβαντα προς το λιμάνι πριν πέσουν από τη δίψα για να πιουν θαλασσινό νερό κι ενώ ο κόσμος γύρω γινότανε πολτός, ξαφνικά την είδα.
Φορούσε ένα λευκό φόρεμα με κόκκινα τριαντάφυλλα, έπαιζε με τη φιλντισένια της βεντάλια κι εγώ πήγα να σηκώσω το χέρι για να τη χαιρετίσω, αγγίζοντας ευγενικά την άκρη από το ψαθάκι μου. Μα σαν το άγγιξα, ένιωσα το μαντήλι εκστρατείας κάτω από το ψαθάκι να στάζει λασπωμένο ιδρώτα κι αίμα. Ξύπνησα και πέταξα τη χλαίνη που σκεπάζομαι εδώ, στης ερημιάς τις νύχτες. Βγήκα από τη σκηνή. Στην Ανατολή μια υποψία φως θα έμοιαζε ίσως με τριαντάφυλλο π’ ανοίγει αν δεν φυσούσε αχάραγα ο λίβας. Ήταν η στιγμή που πρώτη φορά ήρθε ο πειρασμός της σκέψης να είχα μείνει στην Αλεξάνδρεια, υπάλληλος σε οίκο εμπορίου. Θα είναι κι η τελευταία, σας βεβαιώ. Εδώ στην έρημο την αλμυρή, βλέπετε, έμαθα να ξεχωρίζω το ψέμα από την απάτη. Και προτιμώ όσο ζήσω –ποιος ξέρει πόσοι θα γυρίσουν από εκεί που αύριο κινούμε– να ζήσω με την αυταπάτη παρά με την απάτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: