Σμικρῷ χαλινῷ δ᾽ οἶδα τοὺς θυμουμένους ἵππους καταρτυθέντας
Κουράστηκα στα Εξάρχεια να τον
αναζητώ
Πέτρες ν’αδράχνω να σπάω βιτρίνες
Να περιφέρω το κουφάρι μου στις
καταλήψεις
Σαν μολότοφ στο Decadence να κατεβάζω τα ποτά
SMS να στέλνω στο υπερπέραν
Σε σέχτες κόκκινες να φλυαρώ
Για ουτοπίες στους μέλλοντες χαμένες
Τη Θήβα νοστάλγησα και πάλι
Τη σκοτεινή του τη ματιά τον πορφυρό χιτώνα
Σαν τότε που αγέρωχη στάθηκα
Στο σκήπτρο του μπροστά
Στα μούτρα για να του πετάξω
Τον ανδρισμό του τον θιγμένο
Για ν’ αντικρίσω ακόμη μια φορά
Τα έκπληκτά του μάτια
Το στόμα τ’ ανοιχτό
Μα τόσους αιώνες πιο πολύ
Κείνη η λέξη τριβελίζει το μυαλό μου
Το χαλινάρι
Να γυρίσω κι ένα «μήπως» να προσθέσω στη σκηνή
Μια ρυτίδα αμφιβολίας να δω αν είχε στη φωνή
Όταν με αποκάλεσε φοράδα
Μάταιο
Χιλιάδες χρόνια τώρα
Την ίδια απάντηση να παίρνω
Γι’ αυτό κάθε αυγή μια νέα
Πάνοπλη επιστρέφει Αντιγόνη
Ζωντανά χείλη κόκκινο αίμα
Απέναντι στους Κρέοντες
Τα χαλινάρια να ξεσκίζει
Μαρία Λάτσαρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου