1863
ΜΙΚΡΟΔΙΗΓΗΜΑ
Πάλι τα πέταξε όλα. Τώρα την ενοχλούν οι βουτιές. Τα δροσερά
νερά, που τινάζονται και καταβρέχουν τα πάντα, μόλις κατακάτσουν τριγύρω
σχηματίζουν αμέσως μικρά, βρώμικα ρυάκια· την αυλακώνουν σαν ξεβαμμένο ρίλεμ,
το βρίσκει προσβλητικό και εντελώς αντιαισθητικό όλο αυτό. Καύσωνας μέσα
Ιουλίου και ξανατυλίχτηκε ολόγυρα με την
ψηλή ασημένια μπέρτα να μην την βλέπουμε. Κανείς να μην την δει μέχρι ν’
αποφασίσει.
Χρόνια και χρόνια απολύτως αναποφάσιστη κι ασυμφιλίωτη με
τον εαυτό της, είναι να απορείς πως χώρεσε, άλεσε και μόνιασε στο τετράγωνο τότε
χωνευτήρι της τις παλιές συνταγματικές διαμάχες τους. Από την αρχή το είχε το
χούι, συνεχώς άλλαζε, σχήματα, ονόματα, εραστές, προστάτες, Κλεάνθης,
Σάουμπερτ, Όθωνας, Λέο Φον Κλέντσε.
Πάνω που κάτι κατάφερνε, κάπως σουλουπωνόταν κι άρχιζαν σιγά-σιγά να την
συνηθίζουν και να την αγαπούν, αυτή απροσδόκητα τα χάλαγε όλα, κλεινόταν πάλι
στ’ αγκάθια της. Πάντα, κάτι συνέβαινε ξαφνικά.
Είπαμε, το είχε το χούι, κι ας έλπιζαν όλοι πως μετά από εκατόν
πενήντα χρόνια και βάλε επιτέλους θα καταστάλαζε κάπου· όμως όχι, αυτή καμώνεται
σαν γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας, που πετά ξέφρενα το ένα ρούχο μετά το άλλο με
κρυφή ελπίδα και θυμό. Κατά καιρούς εξακοντίζει μπάζα, μαρμάρινα κιγκλιδώματα,
τσιμεντένιες Μούσες, γυάλινους δρομείς, κολονάκια, ξηλωμένα παγκάκια, γραμμές
του τραμ, παλιά συντριβάνια, δεντρίλια και ζαρτινιέρες ψηλά στον αέρα· τα
κοιτά ανακουφισμένη να στροβιλίζονται με κίνηση αργή πάνω από τον αφαλό της πόλης
αφήνοντας κατάπληκτους τους περαστικούς που με το στόμα μισάνοιχτο καταπίνουν για
μία ακόμα φορά ένα ειρωνικό γελάκι. Για λίγο είναι αισιόδοξη, δοκιμάζει πάλι
και πάλι, μέχρι που φτάνει ξανά στην απόγνωση και μοιραία καταλήγει στο πιο
άχαρη εκδοχή.
Αυτή που ετοιμάζει την επομένη...
Ηρώ Νικοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου