19/7/20

Παιχνίδι των άκρων

Άποψη της έκθεσης All Together Now (έργα του Michael Bevilacqua και της Ιωάννας Πανταζοπούλου)



ΤΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

ΠΕΔΡΟ ΑΝΤΟΝΙΟ ΔΕ ΑΛΑΡΚΟΝ, Η ψηλή γυναίκα. Και άλλες αναληθοφανείς ιστορίες, μετάφραση-Επίμετρο: Δήμητρα Παπαβασιλείου, εκδόσεις Μάγμα, σελ. 129

«Η γλώσσα ανακατεύει τα πιο απλά πράγματα και αναποδογυρίζει, μέσα σε μια λέξη, ολόκληρο τον κόσμο»
(Jurgen Buchmann, Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ)

Καθώς η επιστημονική φαντασία εγγράφεται πλέον, λόγω πανδημίας, σε κάθε εκδοχή του πραγματικού, η διαπίστωση του Καλβίνο ότι «είμαστε οι κληρονόμοι της ατέρμονης καταστροφής»[1] οδηγεί σε μετατοπίσεις και αναθεωρήσεις  ως προς τα όρια των σχέσεων με τον εαυτό, τους άλλους, την πολιτική και τον κοινωνικό/φυσικό κόσμο.  Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η επιστροφή στις αναγνώσεις κλασικών γοτθικών ιστοριών, διευρύνει τα όρια πραγματικού-φανταστικού, κινητοποιώντας εκ νέου την αίσθηση του «ανοίκειου». Τα όρια «οικείου-μη οικείου» προσανατολίζουν σε πολιτικές διαπραγματεύσεις και όχι σε μια ψυχαναλυτική ανάγνωση που καταλήγει (ξανά) σε μια εσωτερική ατομιστική συγκρότηση του υποκειμένου.
Το βιβλίο έχει διπλό ενδιαφέρον. Καταρχήν, η βιογραφία του συγγραφέα του συνδιαλέγεται με το παιχνίδι των άκρων, καθώς τόσο το έργο του όσο και η ζωή του εμπεριέχουν σύνθετες ακροβασίες αντιθετικών ζευγών. Όπως επισημαίνει η Παπαβασιλείου, στο κατατοπιστικό επίμετρό της, ο Αλαρκόν κινείται ανάμεσα «σε δύο αντικρουόμενα, φαινομενικά τουλάχιστον, λογοτεχνικά κινήματα και στιλ» (σ.119): τον ρομαντισμό και τον ρεαλισμό. Επιπλέον, και οι πολιτικές επιλογές του συγγραφέα χαρακτηρίζονται από ακραίες μετακινήσεις, αφού ο Αλαρκόν περνά από «θέσεις αντιμοναρχικές, αντικληρικές και αντιστρατιωτικές» σε θέσεις «συντηρητικές, τραντισιοναλιστικές και υπέρ του Καθολικισμού» (σ.119-120).

Λογοτεχνικά, οι ιστορίες του Αλαρκόν, με περίτεχνους, σύνθετους και απροσδόκητους τρόπους βρίσκονται σε μια διαρκή αμφισημία για τη σχέση ορθολογισμού-ανορθολογισμού, προσωπικού-κοινωνικού, αλήθειας-ψέμματος, ακρίβειας-ανακρίβειας. Στο ομότιτλο διήγημα «Η ψηλή γυναίκα», το οποίο συνομιλεί ισότιμα με τον Πόε, η Παπαβασιλείου αναφέρεται στη διάκριση του Τοντόροφ ανάμεσα στο «αμιγές φανταστικό» και το «θαυμαστό φανταστικό». Το πρώτο, στο οποίο εντάσσεται και το αναφερόμενο διήγημα, «παίζει» διαρκώς με την αμφισημία ανάμεσα στην εκλογίκευση και την πίστη στο υπερφυσικό, ενώ στο δεύτερο το υπερφυσικό στοιχείο κυριαρχεί και δεν αμφισβητείται. «Η ψηλή γυναίκα» κινητοποιεί επίσης μια «φεμινιστική ανάγνωση»: το αλλόκοτο συγκροτείται μέσα από την ανατροπή κυρίαρχων κατασκευών της θηλυκότητας και της σχέσης φύλου/δημόσιου χώρου. Έτσι, μια «ηλικιωμένη», «άσχημη» γυναίκα, η οποία βρίσκεται αργά μόνη της σε ένα στενό δρόμο συνθέτει επαρκώς το στοιχείο της απειλής και του παράξενου. Η φεμινιστική αυτή ανάγνωση μπορεί να συνεχιστεί και στα «Μαύρα  μάτια», όπου ο γάμος νοηματοδοτείται ως κατοχή του γυναικείου σώματος, η απιστία ορίζει την εκτύλιξη της εκδίκησης και  ο θάνατος είναι προδιαγεγραμμένος για τη γυναίκα που ερωτεύτηκε κάποιον άλλον. Στο αριστουργηματικό «Ένας χρόνος στη Σπιτσβέργη» «… οι τσεκουράτες φράσεις των ημερολογιακών καταγραφών» συνυπάρχουν με τον λυρισμό, το παραλήρημα και «έναν απροσδόκητο πραγματισμό» (σ.122). Στο «Είμαι, έχω και επιθυμώ» ο τίτλος από μόνος του ανακινεί στους αναγνώστες εσωτερικούς διαλόγους για τη σχέση εαυτού, επιθυμίας και πραγματικότητας. Ο συγγραφέας καταθέτει την αμφιθυμία του για τον ρομαντισμό: στοργή και κατανόηση, ειρωνεία και σαρκασμός περιπλέκονται διαρκώς.
Η μεστή μετάφραση της Παπαβασιλείου αναδεικνύει τον ρυθμό και τις αντιστίξεις των διηγημάτων, επιδεικνύοντας ως κεντρικό μοτίβο/δίλημμα τη διαπίστωση πως τα όρια ανάμεσα στο αληθοφανές και το αναληθοφανές παραμένουν πάντα ανοιχτά, ανάλογα με τις εκτυλίξεις του πραγματικού στις ζωές μας.     

[1] Καλβίνο, Ι. (1982) Οι αόρατες πόλεις, μτφρ. Ασλανίδης, Ε. Γ. και Καπογιαννοπούλου, Ε. Αθήνα: Οδυσσέας, σ.12

Δεν υπάρχουν σχόλια: