28/6/20

Οι σύγχρονοί μας, «μαύροι» άγριοι

ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΤΕΚΤΟΝΙΔΟΥ

Το 18ο αιώνα το γαλλικό κοινό γοητεύεται από ταξιδιωτικά κείμενα που περιγράφουν γλαφυρά τη Νέα Γαλλία, τις αποικίες δηλαδή στη Βόρεια Αμερική που, αποφεύγοντας να σημειώσουν τις σχέσεις εκμετάλλευσης, αιχμαλωσίας και υποδούλωσης, περιγράφουν ειδυλλιακές αγνές κοινωνίες, κατοικημένες από ευγενείς αγρίους. Πρόκειται για ουτοπίες του Νέου Κόσμου, στη βάση της αυτοδιάθεσης και της ελευθερίας ως αναφαίρετο δικαίωμα, για εξιδανικευμένες εικόνες, όπου ταυτόχρονα με μία συγκατάβαση προβάλλονται οι επιθυμίες και τα ιδεολογήματα των διεκδικήσεων του Διαφωτισμού.
Το 1725 μία αντιπροσωπεία ιθαγενών ινδιάνων αποτελούμενη από αρχηγούς φυλών ταξιδεύει στο Παρίσι για να δηλώσει την υποστήριξή της στο στέμμα. Πρόθεσή της ήταν να πείσει τη γαλλική κυβέρνηση να προστατέψει τους ιθαγενείς από τις επιθέσεις άλλων φυλών. Στα πλαίσια αυτής της ανταλλαγής παρουσιάζουν στο Ιταλικό θέατρο μία σειρά χορών. Όπως αναφέρεται στον Τύπο της εποχής, η παρουσίαση χαιρετίστηκε περισσότερο ως καινοτομία, και λιγότερο ως μια συνάντηση ανάμεσα σε δύο καθόλα ισότιμους πολιτισμούς. Ο συνθέτης Jean Philippe Rameau εμπνέεται και συνθέτει το έργο Les Sauvages (1728), το οποίο γίνεται ιδιαίτερα δημοφιλές.
Το 1735 ο Rameau συνθέτει την όπερα-μπαλέτο Οι ευγενείς Ινδοί (Les Indes Galantes). Σε τρεις πράξεις παρουσιάζονται ισάριθμες ιστορίες αγάπης, τοποθετημένες στην Τουρκία, το Περού και την Περσία. Ο όρος Ινδοί αφορά όλους τους μη Ευρωπαίους ιθαγενείς. Αργότερα, προσθέτει μία τέταρτη σκηνή, τοποθετημένη στη βόρεια Αμερική, όπου ενσωματώνει τη μελωδία των Αγρίων στο χορό που ονομάζεται Η μεγάλη πίπα της Ειρήνης, ένας τίτλος που σηματοδοτεί μια πράξη συμφιλίωσης. Οι Ευγενείς Ινδοί παρουσιάζουν μια αισιόδοξη και φωτεινή εκδοχή του σύγχρονού τους αποικισμού. Το έργο παρουσιάζεται εξήντα φορές σε μόλις δύο χρόνια. Στη σκηνή του Rameau την εμφάνιση των ιθαγενών ινδιάνων σηματοδοτούν στερεοτυπικά φτερά στο κεφάλι, μακριά μαλλιά, μάσκες, βέλη, φτερωτές στολές, δέρματα ζώων κ.α. Την σκηνοθετική αυτή σημειολογία συναντάμε ακόμη σε σύγχρονες παραστάσεις.

Το 2017 ο κινηματογραφιστής Clemente Cogitore συνεργάζεται με την Σενεγαλέζα χορογράφο Bintou Dembélé, και παρουσιάζει μια σύγχρονη κινηματογραφημένη χορογραφία των ίδιων Άγριων. Στο βίντεό του μία ομάδα νέων και παιδιών, χορεύουν Krump σε έναν άναρχο κύκλο υπό τους ήχους του Rameau. Η αίσθηση είναι αυτή μιας σκηνής δρόμου. Ανάμεσα σε ένα τυχαίο πλήθος, ντυμένο με φούτερ, σκούφους και κουκούλες, ίσως σε ένα γκέτο, συμβαίνει μία χορευτική μάχη. Το πλήθος βιντεοσκοπεί και επευφημεί, δημιουργώντας θόρυβο πάνω στη μουσική. Το Krump, είναι μία μορφή τέχνης που γεννήθηκε στο μαύρο γκέτο του Los Angeles τη δεκαετία του 1990 με αφορμή τις ταραχές που ακολούθησαν το βίαιο ξυλοδαρμό του αφρικανο-αμερικανού Rodney King και τη σκληρή αστυνομική καταστολή που ακολούθησε. Μέσα σε αυτή την ταραγμένη ατμόσφαιρα οι νέοι χορευτές ενσωματώνουν τις βίαιες εντάσεις του σωματικού, κοινωνικού και πολιτικού σώματος μέσα από έντονες, ελεύθερα αυτοσχεδιαστικές και εξαιρετικά ενεργητικές κινήσεις». O Άλλος δεν είναι πια στην άλλη άκρη του κόσμου αλλά μέσα στην ίδια πόλη.
Η επιτυχία του βίντεο ήταν τέτοια ώστε η όπερα του Παρισιού αναθέτει το 2019 στον Cogitore να σκηνοθετήσει ολόκληρη την όπερα. Ο Cogitore συνεργάζεται ξανά με την Dembélé, η ομάδα της οποίας ονομάζεται Rualité ένα λογοπαίγνιο ανάμεσα στις λέξεις «δρόμος» (rue) και «πραγματικότητα» (réalité). Mε αυτή τη διάθεση είναι σκηνοθετημένη ολόκληρη η όπερα.
Στο βιντεοσκοπημένο απόσπασμα της τέταρτης πράξης βλέπουμε μία περισσότερο χορογραφημένη και «τακτοποιημένη» εκδοχή του πρώτου βίντεο. Η ένταση των χορευτών, καθώς εκτινάσσουν τα χέρια τους, τινάζουν εκστατικά το κεφάλι, συσπούν τον κορμό, χτυπούν τα πόδια, παραμένει ισχυρή, ενώ οι κινήσεις τους, περισσότερο ακροβατικές και χορογραφημένες, σημειώνουν το ρυθμό με ακρίβεια πάνω στη μουσική. Το ύφος, οι ποιότητες, τα κουστούμια και η αίσθηση ενός τυχαίου πλήθους φέρνουν στη σκηνή την ατμόσφαιρα ενός γκέτο, διατηρώντας ωστόσο έντονη την επίγνωση της παράστασης. Η χορογραφία τελειώνει με την εμφατική χειρονομία της υψωμένης γροθιάς.
Το κοινό ξεσπά σε χειροκροτήματα. Η παράσταση ήταν άλλωστε sold out ενώ ψηφίστηκε ως μία από τις δέκα καλύτερες παραστάσεις κλασικής μουσικής από τους New York Times. Το απόσπασμα των Άγριων κυκλοφορεί ευρέως στα κοινωνικά δίκτυα και διαμοιράζεται από πολλούς χρήστες συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Ελλάδας.
Αν η ικανότητα της τέχνης γενικότερα, της σκηνής ειδικότερα και του χορού προνομιακά είναι να σωματοποιεί  την εικόνα που έχουμε για τον κόσμο, η σκηνοθεσία των Cogitore/Dembélé αντίστοιχα με εκείνη της εποχής του Rameau, δίνει ορατότητα ταυτόχρονα και συσχετικά σε εκδοχές του σύγχρονου τους Λόγου τόσο για την τέχνη όσο και για τον Άλλο. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς, λαμβάνοντας υπόψη το μάλλον λευκό κοινό μπροστά στο οποίο παρουσιάστηκε η πρόσφατη underground εκδοχή των Αγρίων, έναντι σχετικά υψηλού αντίτιμου, αν η σύγχρονη σκηνοθεσία και η πρόσληψή της έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό με όρους κυρίως καλλιτεχνικής καινοτομίας και σηματοδοτεί τη σύζευξη της όπερας και του Krump. Η σύζευξη υψηλής και λαϊκής τέχνης είναι άλλωστε συχνό συμβάν στη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία. Ή μήπως άραγε, όπως επιθυμούν οι δημιουργοί της, εμφανίζει αναστοχαστικά τις αποστάσεις αυτής της συνύπαρξης αμφισβητώντας εμφατικά τα όριά της; Και, αντίστοιχα, οι πράξεις στη σκηνή ενσωματώνουν έναν σύγχρονο οικειοποιημένο εξωτισμό ή αντιθέτως, δίνοντας ορατότητα σε πιθανές ενσώματες εκδοχές του, τον αναδεικνύουν αποσπώντας τη μουσική του Rameau από το ιδεολογικό της φορτίο;
Αισθάνομαι ότι ίσως οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δίνονται αυτή τη στιγμή στους δρόμους και στα κοινωνικά δίκτυα, κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών από τους διαδηλωτές που κατακλύζουν τους δρόμους, διαμαρτυρόμενοι με αφορμή τη δολοφονία του George Floyd για την κοινωνική ανισότητα κατά των μαύρων στην Αμερική.
Οι αφρικανο-αμερικανοί μαζί με ένα σημαντικό κομμάτι της αμερικανικής κοινωνίας κατεβαίνουν δυναμικά στους δρόμους, διεκδικώντας το αυτονόητο δικαίωμα να αποκτήσουν ορατότητα και ισοτιμία σε μία χώρα που αναγνωρίζουν ως πατρίδα τους. Ανάμεσα σε ειρηνικές διαδηλώσεις, καταλήψεις δρόμων, ηχηρά συνθήματα, αποκαθηλώσεις αγαλμάτων που συνδέονται με το εμπόριο σκλάβων, οι διαδηλωτές πολύ συχνά επιλέγουν το χορό ως ενσώματη πράξη αντίστασης.
Μεμονωμένα ή και σε ομάδες, στους δρόμους ή στα κοινωνικά δίκτυα, εκτελούν χορούς συνδεδεμένους κυρίως με ιστορίες διαμαρτυρίας ή καταπίεσης. Τα παραδείγματα είναι άφθονα και καθημερινά, ενώ τα περισσότερα μαγνητοσκοπούνται ερασιτεχνικά και ανεβαίνουν στα κοινωνικά δίκτυα. Voguing, line dance, hip hop, pop, street dance, αφρικανικοί χοροί, τελετουργικοί και θεραπευτικοί χοροί των ιθαγενών Ινδιάνων, Χάκα, μπαλέτο, συμβαίνουν αυθόρμητα ή διοργανώνονται ως ένδειξη αλληλεγγύης, αντίστασης αλλά και δήλωσης ότι η αμερικανική κουλτούρα είναι ένα σύνθετο πλέγμα υφασμένο από την παρουσία και τη συνύπαρξη όλων των κατοίκων της. Ιστορικά άλλωστε η απόσταση ανάμεσα στους ιθαγενείς και τους μαύρους είναι μικρή. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας George Baldwin  «μεγαλώνεις βλέποντας λευκούς ήρωες να σκοτώνουν ιθαγενείς ινδιάνους μέχρι που συνειδητοποιείς ότι ο ιθαγενής είσαι εσύ».
Έχω την αίσθηση ότι πέρα από την ιδιότητα του χορού να ενώνει τους διαδηλωτές, να αποτελεί μία ειρηνική αλλά όχι παθητική πράξη και, ταυτόχρονα μία πράξη αυτοργάνωσης, όπως αναφέρει ο κριτικός της Guardian Sanjoy Roy ίσως ένας ακόμη τρόπος να τον καταλάβουμε είναι ως μορφή εμφάνισης, ορατότητας και παρουσίας· μία έμφαση στην παρουσία που σημειώνει πρακτικά ότι η κατάσταση του μαύρου (blackness) υπερβαίνει το χρώμα του δέρματος, και αφορά μία επισφαλή, ευάλωτη κατάσταση-του-είναι που η εμφάνιση της πανδημίας γιγάντωσε.
Ίσως είναι μία προσπάθεια να επικοινωνήσουν στην «αχανή, ασυλλόγιστη απερίσκεπτη άσπλαχνη λευκή κοινότητα» ότι είναι παρόντες, ζωτικό κομμάτι της αμερικανικής κοινωνίας, κάτοικοι της αμερικανικής ηπείρου από την αρχή της δημιουργίας της, αποτελώντας τη βάση όχι μόνο της ακμάζουσας οικονομίας της αλλά και συνυφαίνοντας τον πολιτισμό της. Μία παρουσία που δίνει έμφαση στην ανάγκη να αναγνωριστεί μία νέα αμερικανική ταυτότητα, βασισμένη όχι στη νοσταλγία αλλά στην παραδοχή αυτής της συνύπαρξης. Με την αναγνώριση ότι αυτή η παρουσία μπορεί να προκαλέσει μία δυναμική αλλαγή παραδείγματος μόνο μέσα από τη μαζική παρουσία στο δρόμο και στο διαδίκτυο στη βάση της αλληλεγγύης και των κοινών αιτημάτων.
Και καθώς παίρνουμε άμεσα θέση υπέρ του κινήματος Βlack Live Matters δεν είναι ίσως μία εξαιρετική στιγμή να μετατρέψουμε τη συγκίνηση που μας προκαλούν οι μαζικές διαδηλώσεις και ο χορός τους, κόντρα στο φόβο ενός επιθετικού ιού, σε γόνιμη σκέψη για τις ποικίλες δικές μας καταστάσεις του μαύρου;
Να αναστοχαστούμε ίσως τις δικές μας προκαταλήψεις και τους δικούς μας άγριους, (ίσως κάποιοι να βλέπουν και τον εαυτό τους μέσα σε αυτό). Και όχι μόνο να ακούσουμε τις ιστορίες τους και να τις αφηγηθούμε αλλά να αναγνωρίσουμε τις αποστάσεις που μας χωρίζουν και να τολμήσουμε να τις διανύσουμε, εντός της τέχνης αλλά και εκτός αυτής αποδεχόμενοι τις όποιες αντιφάσεις μας.

Η Παρασκευή Τεκτονίδου είναι μουσικός, υπ. δρ ΑΣΚΤ

Διονύσης Καβαλλιεράτος, Οι Σταμνούλες, 2019, κεραμικό, κόντρα πλακέ, 80 x 70 x 30 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: