ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Αριστέα Χαρωνίτη, Και, ξυπνώντας, είχε μεταφερθεί σε μία νέα χώρα, 2017, οξυγραφία, μαλακό βερνίκι, ακουατίντα, white ground, καλέμι, μπρανισουάρ, 60 x 80 εκ. |
ΤΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΛΥΣΤΡΑ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΛΥΣΤΡΑΣ, Η «άλλη» Αριστερά. Μεταπολίτευση και αμφισβήτηση,
1974-1981, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 340
Στα
πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης κάνει με δυναμικό τρόπο την εμφάνισή της μια «άλλη»
Αριστερά, εξωκοινοβουλευτική, ριζοσπαστική, «άκρα», σε διαρκή αντιπαράθεση με
τα δύο «επίσημα» κομμουνιστικά κόμματα, αλλά και σε τροχιά σύγκρουσης με τις
δυνάμεις καταστολής της καραμανλικής Δεξιάς, που κάποτε παίρνει τη μορφή
εκτεταμένων οδομαχιών στο κέντρο της Αθήνας. Ο Δημήτρης Γλύστρας, στη μελέτη
του Η «άλλη» Αριστερά:
Μεταπολίτευση και αμφισβήτηση 1974-1981, που κυκλοφορεί τις επόμενες ημέρες
από τις εκδόσεις Θεμέλιο, προσφέρει μια πολύτιμη χαρτογράφηση του χώρου αυτού
αλλά, επιπλέον, αναζητά, μέσα από προσωπικές αφηγήσεις απλών μελών, αλλά και
επώνυμων στελεχών των οργανώσεων αυτών, τον τρόπο που, μέσα από την καθημερινή
εμπειρία της πολιτικής πράξης αλλά και τα τραγούδια και τις μουσικές, τα
βιβλία, τις ταινίες, τα πολιτικά καθήκοντα, τις συντροφικές και τις ερωτικές
σχέσεις, την εξωτερική εμφάνιση των μελών, συγκροτείται μια λίγο-πολύ κοινή
πολιτισμική ταυτότητα, παρά το μωσαϊκό διαφορετικότητας αυτών των ανδρών και
γυναικών που, στα μέσα της δεκαετίας του ’70 «ανασαίνουν» πολιτική. Από αυτή τη
μελέτη δημοσιεύουμε τα αποσπάσματα που ακολουθούν.
Αντιπαλότητα
με την επίσημη Αριστερά
Η
νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων άνοιξε μια νέα εποχή για την ελληνική αριστερά,
η οποία πλέον έπρεπε να παραγάγει πολιτική πρόταση εντός νόμιμων ορίων και να
διατηρεί ελεγχόμενες τις αντιπαραθέσεις της με την αστική ηγεσία. Καθώς η
εξωκοινοβουλευτική αριστερά δημιούργησε τον χώρο για την πολιτική της ύπαρξη
πιέζοντας από τα αριστερά το ΚΚΕ, τα επίσημα κομμουνιστικά κόμματα αποτελούσαν
τον βασικό της τακτικό αντίπαλο. Αν και η αποκλειστική θεώρηση των
εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων ως ετεροκαθοριζόμενων οντοτήτων θα ήταν άστοχη,
η αντιπαλότητα με την επίσημη αριστερά, που εκτείνεται και στις επόμενες
δεκαετίες, αποτέλεσε έναν εξαιρετικά σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης της
πολιτικής ταυτότητάς τους και του πολιτισμικού προφίλ των μελών τους. Εξάλλου,
μέσω αυτής της αντιθετικής σχέσης συγκροτήθηκε, κατά ένα μεγάλο μέρος, η
ιδιαίτερη σχέση των οργανώσεων με τους πολιτικούς και κοινωνικούς
μετασχηματισμούς της μετάβασης. Οι οργανώσεις καταλόγιζαν στα δύο κομμουνιστικά
κόμματα ανεκτικότητα έναντι της κυβέρνησης Καραμανλή και αντεπαναστατική
προσκόλληση στη νομιμότητα («λεγκαλισμό»). Οι δύο αυτές αιτιάσεις προστέθηκαν
στην κριτική περί αναθεωρητισμού («ρεβιζιονισμού») που, από το 1956 και μετά,
απευθύνονταν στο ΚΚΕ. Σύμφωνα με αυτήν, η επιθυμία του για ανατροπή δεν ήταν
ριζοσπαστική, αλλά αφορούσε μια ήπια, ειρηνική και ελεγχόμενη αναδιαπραγμάτευση
των ταξικών σχέσεων, που δεν θα αποτελούσε απειλή για τις ανώτερες τάξεις.
«Με το ΚΚΕ Εσ. και το ΚΚΕ υπήρχε έντονη αντίθεση
και από τα χρόνια της δικτατορίας (...) Το ΚΚΕ θεωρούσε ότι ήμασταν ανώριμοι,
τυχοδιωκτικοί, μας είχε καταγγείλει ως προβοκάτορες και τέτοια πράγματα. Βέβαια
και εμείς πιστεύαμε ότι είναι ρεβιζιονιστές και τους κατηγορούσαμε. Αυτή η
κατάσταση είχε συνεχιστεί και στη μεταπολίτευση» (Χρήστος Μπίστης,
ΕΚΚΕ, συνέντευξη).
Τόσο
η ΟΜΛΕ όσο και το ΕΚΚΕ διεκδικούσαν την κληρονομιά του «ιστορικού ΚΚΕ». Η ΟΜΛΕ,
έχοντας στις τάξεις της και ορισμένους παλιούς κομμουνιστές θεωρούσε τον εαυτό
της συνεχιστή της επαναστατικής δράσης του παλιού κομουνιστικού κινήματος. Στην
ίδια γραμμή κινήθηκαν, μετά το 1976, και τα δύο σκέλη της διάσπασής της, το ΚΚΕ
(μ-λ) και το Μ-Λ ΚΚΕ.
«Απέναντι στους ΚΝίτες ήμασταν μια γροθιά»
[...]
Κατά τη γνώμη
μελών της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, το ΚΚΕ κινούνταν με τρόπο ο οποίος
έβλαπτε την υπόθεση ολόκληρης της ελληνικής αριστεράς. Αρκετοί πληροφορητές
χαρακτηρίζουν το ΚΚΕ «εμπόδιο» στον στόχο των οργανώσεων. Η Κ.Ν., μέλος της ΟΠΑ
και της τροτσκιστικής ΟΚΔΕ, στη συνέχεια, λέει: «Η ΚΝΕ ήταν κόκκινο πανί, ώρες-ώρες πιο κόκκινο πανί και από τους
μπάτσους. Γιατί όταν πλακωνόμασταν με την ΚΝΕ και οι μαοϊκοί και οι τροτσκιστές
και οι έτσι μαοϊκοί και οι έτσι τροτσκιστές, δερνόμασταν με τους ΚΝίτες και
ήμασταν μια γροθιά. Το μένος ήταν κοινό. [...] Το ΚΚΕ για εμάς -ο καθένας όπως το έβλεπε από
τη δική του σκοπιά- ήταν μια ύπουλη ιστορία. Ήταν κομμουνιστικό κόμμα.
Κομμουνισμός που όμως ο τρόπος δράσης του και η νοοτροπία του έθαβε το κίνημα.
Το κράτος ήταν ο εχθρός, ενώ εσύ που όφειλες να μην είσαι ο εχθρός στηρίζεις
τους καπιταλιστές και το κατεστημένο με τον τρόπο που κινείσαι. Και ήταν
τεράστιο το μένος. Έπεφτε ξύλο. Το σύνθημα ήταν “Κνίτες - Χίτες - Ταγματασφαλίτες”.
Πολύ χοντρό. Το φωνάζαν όλοι αυτό».
Όλοι οι πληροφορητές
στέκονται ιδιαίτερα στην καθημερινή αντιπαλότητα με την ΚΝΕ και τα μέλη της.
Χώρια από τις φραστικές αντεγκλήσεις, οι περισσότεροι αναφέρουν ως συχνές και
τις σωματικές συμπλοκές ανάμεσα στο δυναμικό της ΚΝΕ και σε εκείνο των
οργανώσεων, οι οποίες συνέβαιναν ακόμη και σε μαθητικό επίπεδο.[1] Οι
αναμνήσεις τους περιλαμβάνουν αρνητικές συμπεριφορές των μελών της ΚΝΕ στο
πεδίο της πολιτικής δράσης, όπως οι πορείες και οι αφισοκολλήσεις. Για τη μνήμη
των πληροφορητών, το αδίστακτο των μελών της ΚΝΕ αποτελούσε κοινό τόπο, ενώ ο
αμοραλισμός τους παράδειγμα προς αποφυγή. Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων,
πληροφορητές διαφόρων οργανώσεων εκφράστηκαν απαξιωτικά για τα μέλη της
νεολαίας του ΚΚΕ. Μίλησαν για «κωλόπαιδα», «τσογλάνια», «τραμπούκους» και «όχι
καλής ποιότητας χαρακτήρες». Η κριτική που κυριαρχεί στον λόγο τους έχει
περισσότερο πολιτισμική απ’ ό,τι πολιτική χροιά: Δεν αμφισβητείται το όραμα των
μελών της ΚΝΕ, αλλά η συμπεριφορά και το ήθος τους, η απουσία ορίων για την
εκπλήρωση του σκοπού. Ο Ν.Μ. θυμάται ότι μετά την πρώτη διετία της ορμητικής
πολιτικοποίησης, το μαθητικό της ΚΝΕ «ξεπουλούσε» όλες τις ακτιβιστικές
ενέργειες, όπως καταλήψεις και παραστάσεις διαμαρτυρίας. Με το ρήμα
«ξεπουλούσε» ο Ν.Μ. περιγράφει τη διαφωνία της ΚΝΕ με την κοινή δράση και με
πρωτοβουλίες που δεν είχαν αποφασιστεί αποκλειστικά από εκείνη. Έτσι, η μομφή
για τη θεωρούμενη αντικινηματική δράση του ΚΚΕ στηριζόταν σε δύο σημεία: Αφενός,
συνεργαζόταν με τους αστούς και, αφετέρου, έσπαγε το ενιαίο μέτωπο,
μποϋκοτάροντας τη μαζικοποίηση. Στη συνείδηση της Κ.Ν., η καταδικαστέα
συνεργασία με τον ταξικό αντίπαλο κόστισε στο ΚΚΕ μέρος της ιστορικής του
κληρονομιάς. Το σύνθημα «Κνίτες - Χίτες - Ταγματασφαλίτες» σκόπευε ακριβώς στην
αποδόμηση των δεσμών συνέχειας του ΚΚΕ με την Εθνική Αντίσταση και γενικότερα
τη δεκαετία του ’40. Η ίδια η αφηγήτρια αντιλαμβάνεται την «πατροκτονία» που
επιχειρείται σε βάρος του ΚΚΕ και αναγνωρίζει το υπερβολικό βάρος της προσβολής
του συνθήματος («πολύ χοντρό»). Ωστόσο, δεν μετανιώνει για τη χρήση του. Το
αφοριστικό ύφος εγγυάται την ιδεολογική καθαρότητα και την πολιτική ακεραιότητα
-τη δική της και της οργάνωσής της.
Ο Δημήτρης Γλύστρας είναι υποψήφιος διδάκτορας σύγχρονης ιστορίας, ΕΚΠΑ
[1]Αυτού του τύπου οι επιθέσεις εκ
μέρους του ΚΚΕ κατά οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς προκαλούσαν
εκδηλώσεις συμπαράστασης εκ μέρους άλλων οργανώσεων. Στο άρθρο της Προλεταριακής Σημαίας του ΚΚΕ μλ με
ημερομηνία 27/5/78 με τίτλο «Τραμπουκισμοί της “Κ”ΝΕ σε βάρος του ΕΚΚΕ»,
επικρίνεται η επίθεση μελών της νεολαίας του ΚΚΕ κατά αφισοκολλητών του ΕΚΚΕ:
«Η σοσιαλφασιστική μεθοδολογία των φλωρακικών κλιμακώνεται, καθώς περνάει ο καιρός,
κάνοντας πιο έκδηλη την αδυναμία να αντιπαρατεθούν στον πολιτικό και ιδεολογικό
τομέα με μέσα και μορφές πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου