Αριστέα Χαρωνίτη, Χορός, 2019, οξυγραφία και ακουατίντα, 40 x 75 εκ. |
ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΕΡΗ ΒΟΓΛΗ
ΝΙΚΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ω, λε φιλαλάκο!
Μια ιστορία για το κίνημα, τη ζωηρή άκρα Αριστερά και τους ανθρώπους της, εκδόσεις
Κουκκίδα, σελ. 684
Το βιβλίο του Ν. Γιαννόπουλου είναι
ένα ιδιαίτερο, ξεχωριστό βιβλίο, που μας προσφέρει μια σπάνια, και πάντως μια
πρώτη, ευκαιρία να συζητήσουμε την ιστορία των τελευταίων 40 χρόνων, προσκαλώντας
μας ταυτόχρονα να σκεφτούμε την ιστορία του παρόντος. Το βιβλίο, ενώ ισορροπεί
ανάμεσα στη μαρτυρία και το δοκίμιο, δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Είναι αυτοβιογραφία, γιατί ο
συγγραφέας εξιστορεί τη ζωή του από την εφηβεία μέχρι σχεδόν τις μέρες μας. Την
ίδια στιγμή το βιβλίο είναι πολύ διαφορετικό από τις συνηθισμένες μαρτυρίες ή
αυτοβιογραφίες. Ο βασικός λόγος είναι ότι το ιστορούν υποκείμενο δεν είναι στο
επίκεντρο της αφήγησης. Στο ίδιο πνεύμα, δεν υπάρχει η ανούσια πολεμική με
άλλους πρωταγωνιστές ή άλλες οργανώσεις, σε έναν αδιέξοδο αγώνα να πείσει τον
αναγνώστη ότι είχε δίκιο, ενώ οι άλλοι είχαν άδικο. Αυτή η οπτική γωνία
επιτρέπει στον Ν. Γιαννόπουλο να αποφύγει μια ηρωική, αυτοδικαιωτική,
εγωκεντρική αφήγηση και να υιοθετήσει μια παιγνιώδη και αυτοσαρκαστική διάθεση,
που είναι σπάνια σε τέτοιου είδους αφηγήσεις. Το βιβλίο είναι μια πολυπρόσωπη
σύνθεση, όπου δεκάδες (ή μάλλον εκατοντάδες) άνθρωποι παρελαύνουν στις σελίδες
του. Όλοι αυτοί έχουν όνομα ή και επώνυμο, έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και
συγκεκριμένη, μικρότερη ή μεγαλύτερη, δεν έχει σημασία, συμβολή στην ιστορία
«της ζωηρής άκρας Αριστεράς». Ένας τέτοιος άνθρωπος, άρρηκτα συνδεδεμένος με
αυτόν τον χώρο, ήταν και ο Μάκης Σέρβος, που πρόσφατα έφυγε από τη ζωή.
Ταυτόχρονα το βιβλίο είναι δοκίμιο,
μιας και αφορά ιστορία του «χώρου», της «άκρας Αριστεράς» ή του «κινήματος»,
από τη δεκαετία του 1970 έως τις μέρες μας. Θέλω να επιμείνω στην έννοια
«ιστορία», που υπάρχει και στον υπότιτλο του βιβλίου. Για τα 45 χρόνια που
έχουν μεσολαβήσει από την πτώση της χούντας υπάρχουν μελέτες κοινωνικών και
πολιτικών επιστημόνων, αλλά μόλις πρόσφατα έχει ξεκινήσει η προσπάθεια
ιστορικοποίησης αυτών των δεκαετιών. Το βιβλίο του Ν. Γιαννόπουλου δεν είναι
ιστορική μελέτη, μας δίνει όμως το υλικό, τις ιδέες, την ατμόσφαιρα για να
μπορέσουμε να κατανοήσουμε τι συνέβη αυτές τις δεκαετίες. Προφανώς, δεν
καταπιάνεται γενικά με την ελληνική κοινωνία αλλά με έναν συγκεκριμένο πολιτικό
χώρο. Όμως οι μεταλλάξεις αυτού του χώρου βοηθούν να κατανοήσουμε τις αλλαγές
που συνέβησαν στην «όλη» Αριστερά και την ευρύτερη πολιτική κουλτούρα στη
διάρκεια αυτών των δεκαετιών.
Η άκρα Αριστερά, επειδή βρισκόταν
στις παρυφές του πολιτικού συστήματος, χωρίς κοινοβουλευτικές δεσμεύσεις και
οικονομικούς πόρους, αντιμέτωπη με την καταστολή του κράτους και των μηχανισμών
του, μετατράπηκε σε ένα είδος «πολιτικού εργαστηρίου», στο οποίο έγιναν πειραματισμοί,
δοκιμάστηκαν ιδέες και πρακτικές, συγκρούστηκε το «παλιό» με το «νέο»,
εμφανίστηκαν διαφορετικές γενιές πρωταγωνιστών που άφησαν το δικό τους διακριτό
στίγμα. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου και μέσα από τις ιστορίες των ποικίλων
πρωταγωνιστών ξεδιπλώνεται η διαδρομή ενός χώρου ή, πιο σωστά, ενός σημαντικού
τμήματός του, που έχει γενικότερο ενδιαφέρον. Εάν επιχειρούσα να σταχυολογήσω
τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά αυτής της ιστορικής διαδρομής, θα επέλεγα τα
εξής:
Το πρώτο είναι η κρίση του «κομματικού
φαινομένου». Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 η οργανωτική μορφή του
κόμματος περνά κρίση και στη θέση του εμφανίζεται κάτι διαφορετικό, που εκείνη
την εποχή ονομάστηκε «χώρος» και είχε διαφορετικά πολιτικά χαρακτηριστικά:
ένταξη, αλλά χωρίς κομματική στράτευση και πειθαρχία, συνελευσιακό μοντέλο
συζήτησης και λήψης αποφάσεων, προσανατολισμός στη δράση και τον ακτιβισμό,
αντί για συμφωνίες μεταξύ των οργανώσεων έμφαση στις συγκεκριμένες ad hoc πρωτοβουλίες
(με την μορφή των ποικιλώνυμων «Επιτροπή για...»).
Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ο
πρωταγωνιστικός ρόλος που αποκτά η νεολαία. Η χειραγώγηση του κόσμου της
εργασίας από τα κόμματα οδήγησε την άκρα Αριστερά να στραφεί στην νεολαία ως
προνομιακό υποκείμενο. Αρχικά στον φοιτητικό χώρο, αλλά και πέρα από αυτόν,
επεδίωξε να κινητοποιήσει τη νεολαία για ζητήματα σπουδών, στρατιωτικής
θητείας, καταστολής, ρατσισμού. Η έμφαση στη νεολαία επέτρεψε στην άκρα
Αριστερά να δημιουργήσει ένα πυκνό δίκτυο «θεσμών», όπως εκδόσεις, περιοδικά,
στέκια, φεστιβάλ, μπαρ, αργότερα συνεργατικές πρωτοβουλίες, που δημιουργούσαν
ένα «εναλλακτικό» σύμπαν.
Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι η
στροφή στην υπεράσπιση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Πολύ πριν τα
δικαιώματα γίνουν mainstream,
ο χώρος αυτός διεκδίκησε επιτακτικά την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των
στρατιωτών, το δικαίωμα στη στέγη, με τις καταλήψεις σπιτιών, τα δικαιώματα των
μεταναστών, την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των φυλακισμένων, ενώ σε πολλές
περιπτώσεις αποτέλεσε την «φωνή» όσων είχαν μπει στο στόχαστρο της κρατικής
καταστολής.
Το τέταρτο χαρακτηριστικό ήταν η
προσήλωση στον διεθνισμό. Ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος προώθησε συστηματικά
τον διεθνισμό όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ελληνικής Αριστεράς. Έναν
διεθνισμό έμπρακτο και πολυεπίπεδο, από την συμπαράσταση στον αγώνα της
«Αλληλεγγύης» στην Πολωνία, τη βοήθεια τους Τούρκους και Κούρδους αγωνιστές μέχρι
τους Ζαπατίστας, με αποκορύφωμα, ίσως, τη διοργάνωση του 4ου Ευρωπαϊκού
Κοινωνικού Φόρουμ στην Αθήνα, το 2006. Τέλος, ιδιαίτερα μετά το 2000, αυτός ο
χώρος φιλοδόξησε να αποτελέσει τη γέφυρα μεταξύ διαφορετικών πολιτικών χώρων.
Από την μια πλευρά υπήρξε ένα άνοιγμα (διστακτικό για πολύ καιρό) προς την
οικολογία και τον φεμινισμό. Από την άλλη, υπήρξε ένα άνοιγμα στην επίσημη
Αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ) και τον αντιεξουσιαστικό χώρο. Από τις σελίδες του βιβλίου
φαίνεται ότι η σύνθεση του «κόκκινου» και του «μαύρου» ήταν ο στόχος για τον
οποίο ο Ν. Γιαννόπουλος εργάστηκε, με κομβικές στιγμές το κίνημα της
αντιπαγκοσμιοποίησης, την εξέγερση του 2008, τις πλατείες του 2011.
Πολύ σωστά ο συγγραφέας επιλέγει να
παρουσιάσει και να συζητήσει όσα συνέβησαν με τους όρους της εποχής τους και
όχι να τα κρίνει με την εκ των υστέρων γνώση. Ωστόσο καθώς ο αναγνώστης φτάνει
προς το τέλος του βιβλίου, γίνεται πιο αισθητή η απουσία του αναστοχασμού
σχετικά με τη βία και ειδικά των ένοπλων οργανώσεων από έναν άνθρωπο που είχε
πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπεράσπιση των κατηγορουμένων για τρομοκρατία.
Σε κάποιο σημείο ο Ν. Γιαννόπουλος,
γράφοντας για τα κίνητρά του να ταξιδέψει στην Αλβανία το 1997, σε μια εποχή
που η γειτονική χώρα βρισκόταν σε αναβρασμό, γράφει, μεταξύ άλλων, ότι ήταν η
«αγάπη για την πολιτική περιπέτεια». Το βιβλίο αφορά ακριβώς αυτό, την πολιτική
ως μια προσωπική και συλλογική περιπέτεια. Γι’ αυτό και στο βιβλίο του Ν. Γιαννόπουλου
δεν υπάρχει καμιά νοσταλγία για τις «παλιές καλές μέρες». Η πολιτική δεν έχει
«τέλος», η περιπέτεια ακόμα συνεχίζεται.
Ο Πολυμέρης Βόγλης διδάσκει σύγχρονη ιστορία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου